Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Ο Καρνεάδης και η αντίθεση φυσικού δικαίου και νόμου

 

Ο Καρνεάδης και η αντίθεση φυσικού δικαίου και νόμου

Εισαγωγή

Η αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και το θετικό δίκαιο αποτελεί έναν από τους πιο διαρκείς φιλοσοφικούς άξονες της νομικής σκέψης. Η ρίζα της βρίσκεται ήδη στους σοφιστές, που πρώτοι διέκριναν ανάμεσα στο φύσει και στο νόμῳ, εισάγοντας έναν σχετικισμό ως προς την έννοια της δικαιοσύνης. Η αντίθεση αυτή, αν και λανθάνει στην κλασική ελληνική σκέψη, αποκτά φιλοσοφική πληρότητα στον Καρνεάδη τον Κυρηναίο (2ος αι. π.Χ.), ο οποίος με τους δύο περίφημους λόγους του στη Ρώμη — τον υπέρ και τον κατά του δικαίου — συνοψίζει τη διαλεκτική αυτή πορεία.

Ωστόσο, η σειρά των δύο λόγων δεν είναι αδιάφορη: η φιλολογική παράδοση τοποθετεί πρώτο τον λόγο κατά του δικαίου, και δεύτερο τον υπέρ. Εδώ όμως υιοθετούμε αντίστροφη σειρά· πρώτα το θετικό δίκαιο, ως αφετηρία του ορθολογικού στοχασμού, και έπειτα το φυσικό, ως φιλοσοφική του υπέρβαση. Η επιλογή αυτή δεν είναι απλώς ερμηνευτική· αποκαλύπτει τη βαθύτερη μεταφυσική και γνωσιολογική συνέχεια της ελληνικής σκέψης από τους σοφιστές έως τον Επίκουρο.

Α. Το ιστορικό πλαίσιο 

  Το επεισόδιο έχει ως φόντο τη λεηλασία / κατάληψη του Ωρωπού από τους Αθηναίους (περί το 156–155 π.Χ.). Οι Ωρωπιοι παραπονέθηκαν στη Ρώμη και η Σύγκλητος επέβαλε αποζημίωση/πρόστιμο στην Αθήνα αρχικά 500 τάλαντα. Η Αθήνα έστειλε πρεσβεία στη Ρώμη για να υποβάλει ένσταση. Η αθηναϊκή πρεσβεία (155 π.Χ.) περιελάμβανε τρεις εξέχοντες φιλοσόφους: τον Διογένη τον Βαβυλώνιο (Στωικός), τον Κριτόλαο (Περιπατητικός) και τον Καρνεάδη (Ακαδημία / Σκεπτικισμός). Οι φιλόσοφοι στάλθηκαν όχι μόνο ως διπλωματικοί εκπρόσωποι αλλά και επειδή οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν πολύ την αθηναϊκή φιλοσοφική αίγλη — το κύρος της Αθήνας μπορούσε να επηρεάσει τους Ρωμαίους. Ο τελευταίος, τότε σχολάρχης της Νέας Ακαδημίας, προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στη ρωμαϊκή κοινωνία χάρη στους δύο διαδοχικούς λόγους του «περὶ δικαίου». Οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από τον Κικέρωνα (De re publica III, 8–9), τον Αύλο Γέλλιο (Noctes Atticae V, 11) και τον Πλούταρχο (Κατων ο Πρεσβύτερος 22–23). Σύμφωνα με τις πηγές, ο Καρνεάδης εκφώνησε δύο λόγους σε διαδοχικές ημέρες: ο πρώτος ήταν υπέρ του δικαίου, ο δεύτερος κατά του δικαίου. Η σκόπιμη αυτή αντιφατικότητα συνιστούσε φιλοσοφική μέθοδο: μέσω της ρητορικής αντιπαράθεσης, ο φιλόσοφος επεδίωκε να δείξει ότι καμιά θεωρία του δικαίου δεν μπορεί να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα — άρα, ο ορθός δρόμος είναι η κριτική αμφιβολία.

. 

 O βασικός σκοπός του Καρνεάδη ήταν πρακτικός — να στηρίξει την αθηναϊκή διπλωματική προσπάθεια και να πείσει τη ρωμαϊκή κοινή γνώμη / ηγεσία να μετριάσει ή να αναιρέσει το πρόστιμο. Ο Καρνεάδης, όμως, ήταν και μεγάλος ρήτορας και σκεπτικιστής: σύμφωνα με τις πηγές, εκφώνησε δύο αντιθετικές ομιλίες για τη «δικαιοσύνη» (μία υπέρ της δικαιοσύνης, μία που φαινόταν να την αμφισβητεί). Η τακτική αυτή αναδείκνυε τη σκεπτική μέθοδο (αναστολή κρίσης / επίδειξη επιχειρηματολογίας) και ταυτόχρονα εξέθεσε τη ρωμαϊκή νεότητα στην ελληνική φιλοσοφία.  Οι ομιλίες του Καρνεάδη (ιδιαίτερα η επιθετική, αμφισβητητική πλευρά τους) ανησύχησαν τους συντηρητικούς της Ρώμης. Ο Κάτο (Cato the Censor) φέρεται να παρενέβη και απαίτησε την αναχώρηση των φιλοσόφων, φοβούμενος υπονόμευση των ρωμαϊκών ηθών και της δημόσιας τάξης. Διπλωματικά, το πρόστιμο υπολογίζεται ότι μειώθηκε (αναφέρεται μείωση σε 100 τάλαντα) και τελικά δεν κατεβλήθη· αλλά η κύρια «πληγή» του επεισοδίου ήταν ο πολιτισμικός αντίκτυπος: η Ρώμη ξύπνησε σε μεγάλο βαθμό προς την ελληνική φιλοσοφία — και ταυτόχρονα επέδειξε φόβο για την επιρροή της.

Β. Η φιλοσοφική παράδοση

1. Πλάτων

α. Το φυσικό δίκαιο :  Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που θέτει το πρόβλημα της δικαιοσύνης σε φιλοσοφική βάση. Για εκείνον, το δίκαιο δεν είναι απλώς ανθρώπινη σύμβαση, αλλά έκφραση μιας αντικειμενικής, αιώνιας τάξης.
Η ιδέα του Δικαίου (όπως και όλες οι Ιδέες) υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, στον κόσμο των Ιδεών.
Στην Πολιτεία, η δικαιοσύνη είναι αρμονία: κάθε μέρος της ψυχής και της πόλης να επιτελεί το έργο που του αρμόζει.
Αυτό το "δίκαιο κατ’ φύσιν" είναι το ορθό δίκαιο, το οποίο πρέπει να μιμηθεί το ανθρώπινο, θετικό δίκαιο.  «Ἐν ἀνθρώπῳ καὶ πόλει δικαιοσύνη ἐστίν, ὅταν τὸ ἴδιον πράττῃ ἕκαστον.»Πολιτεία IV, 433a   β. Το θετικό δίκαιο : Στα έργα Νόμοι και Πολιτεία, ο Πλάτων δέχεται ότι οι νόμοι (ως θετικό δίκαιο) είναι αναγκαίοι για την παιδεία και την καθοδήγηση των πολιτών.
Όμως, επειδή θεσπίζονται από ανθρώπους, είναι ατελείς και μόνο όταν αντανακλούν την ιδέα του δικαίου, δηλαδή τη φύση του ορθού, έχουν κύρος.
Το θετικό δίκαιο είναι επομένως μιμητικό του φυσικού· αποκτά νομιμότητα μόνο όταν βρίσκεται σε αρμονία με την Ιδέα του Δικαίου. Ο Πλάτων, λοιπόν, θεωρεί τη φύση ως πηγή του δικαίου και τον νόμο ως μέσο προσέγγισης του φυσικού δικαίου.


2. Αριστοτέλης

α. Το φυσικό δίκαιο (φυσικόν δίκαιον): Ο Αριστοτέλης, στα Ηθικά Νικομάχεια (Ε΄, 7), διακρίνει το φυσικό δίκαιο από το νομικό«Τὸ μὲν φύσει, τὸ δὲ νόμῳ.» Το φυσικό δίκαιο είναι εκείνο που έχει ισχύ παντού, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν οι άνθρωποι·  αντιστοιχεί δηλαδή σε μια φυσική, καθολική λογική που εδράζεται στη φύση του ανθρώπου ως πολιτικού ζώου.
Δεν είναι όμως υπερβατικό (όπως η Ιδέα του Πλάτωνος), αλλά ενυπάρχει στη φύση και στην έμφυτη λογικότητα του ανθρώπου. β. Το θετικό δίκαιο (νομικόν δίκαιον) Το νομικό ή θετικό δίκαιο (νόμῳ δίκαιον) θεσπίζεται από τους ανθρώπους για να ρυθμίσει συγκεκριμένες σχέσεις μέσα στην πόλη.  Ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι, αν και σχετικό και μεταβλητό, πρέπει να εναρμονίζεται με το φυσικό δίκαιο, ώστε να υπηρετεί τον σκοπό της πόλεως, δηλαδή το κοινό αγαθό και την ευδαιμονία. Έτσι, το δίκαιο έχει τελολογικό χαρακτήρα: δεν είναι αφηρημένο, αλλά στοχεύει στην πραγμάτωση της ηθικής αρετής και της δικαιοσύνης μέσα στην πολιτική κοινότητα.


3. Από τους Σοφιστές στον Επίκουρο: η γένεση της αντίθεσης φύσει–νόμῳ. Η Σχέση με τη Σοφιστική Παράδοση

1. Σοφιστέςς

Η αντιπαράθεση αυτή έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική σκέψη. Οι σοφιστές πρώτοι εισήγαγαν τη διάκριση φύσει – νόμῳ ως κριτήριο ερμηνείας του δικαίου. Οι σοφιστές πρώτοι επεσήμαναν ότι το δίκαιο και οι νόμοι αποτελούν ανθρώπινες συμβάσεις (νόμῳ), σε αντίθεση με όσα θεωρούνται αναγκαία εκ φύσεως (φύσει). 

Ο Αντιφών στο έργο του Περὶ ἀληθείας θεωρεί ότι οι νόμοι της πόλεως καταπιέζουν τη φύση του ανθρώπου και τον εμποδίζουν να ζήσει σύμφωνα με αυτήν. 

Ο Πρωταγόρας βλέπει τον νόμο ως αναγκαία κοινωνική σύμβαση για τη διατήρηση της πόλης. Έθεσε το περίφημο μέτρο του ανθρώπου («πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»), διαλύοντας κάθε προϋπόθεση αντικειμενικής αλήθειας. 

Ο Θρασύμαχος και ο Καλλικλής προβάλλουν το δίκαιο ως έκφραση της δύναμης και ως εργαλείο της εξουσίας των ισχυρών. Η σοφιστική σκέψη εγκαινίασε την εννοιολογική αυτονομία του δικαίου: ο νόμος παύει να είναι θεϊκή ή φυσική επιταγή και γίνεται ανθρώπινο δημιούργημα, προϊόν της κοινωνικής βούλησης. Προβάλλει έτσι η αρχή του θετικού δικαίου, όπου το δίκαιο ταυτίζεται με τον νόμο ως κοινωνικό γεγονός.

2. Επίκουρος

Ο Επίκουρος επιχειρεί να αποκαταστήσει μια φυσική βάση της δικαιοσύνης χωρίς μεταφυσικά θεμέλια: «Ούτε φύσει δίκαιον καθ᾽ ἑαυτό ὑπάρχει, ἀλλὰ κατὰ συνθήκην» (Επιστολή προς Μενοικέα, §33). Για τον Επίκουρο, το δίκαιο είναι σύμβαση αμοιβαίου μη βλάπτειν, θεμελιωμένη στην ωφέλεια, όχι στην αντικειμενική αλήθεια. Έτσι, ενώ απορρίπτει τον θεϊκό χαρακτήρα του δικαίου, διατηρεί την καθολικότητά του μέσω της αιτιοκρατίας και της παρέγκλισης — μιας φυσικής δυνατότητας για επιλογή και ευθύνη. Αυτή η έννοια της παρέγκλισης (clinamen) αποτελεί το πρώτο βήμα προς την ανθρώπινη αυτονομία, που αργότερα θα αναπτυχθεί στον Καρνεάδη ως σχετικισμός της κρίσης. Ο Επίκουρος (341–270 π.Χ.) αποτέλεσε τον πρώτο συστηματικό στοχαστή που όρισε το δίκαιο με τρόπο καθαρά συμβατικό. Στην Κύρια Δόξα 33 αναφέρει: «Το δίκαιον ου φύσει εστί, αλλά συμβόλαιον του μη βλάπτειν μηδέ βλάπτεσθαι». Για τον Επίκουρο, οι νόμοι δεν είναι αιώνιοι ούτε καθολικοί· αποτελούν ανθρώπινες συμφωνίες που αποσκοπούν στην ασφάλεια και την ευδαιμονία. Το δίκαιο παύει να έχει μεταφυσική θεμελίωση και γίνεται πραγματική σύμβαση.

3. Στωϊκοί

Αντίθετα, οι Στωικοί (Ζήνων, Χρύσιππος, Κλεάνθης) επανέφεραν το φυσικό δίκαιο, ταυτίζοντάς το με τον λόγο της φύσεως. Ο άνθρωπος, ως λογικό ον, μετέχει στον παγκόσμιο νόμο (lex naturae), ο οποίος δεσμεύει όλους τους ανθρώπους. Ο Κικέρων, επηρεασμένος από τη στωική αυτή αντίληψη, θα γράψει αργότερα: «Est quidem vera lex recta ratio naturae congruens, diffusa in omnes, constans, sempiterna» (De Republica III 22).

Γ. Ο Καρνεάδης και οι δύο λόγοι περί δικαίου

Η σύγκρουση Επικούρειων και Στωικών περί δικαίου —συμβατικό ή φυσικό— αποτελεί το άμεσο φιλοσοφικό υπόβαθρο του Καρνεάδη, ο οποίος, διδάσκοντας στην Ακαδημία, υιοθέτησε μεν τη διαλεκτική τους, αλλά την ανέτρεψε σκεπτικιστικά. Ο Καρνεάδης αναβιώνει αυτή τη συζήτηση όχι ως δάσκαλος ρητορικής, αλλά ως σκεπτικιστής φιλόσοφος. Εκεί όπου οι σοφιστές επέλεγαν θέση, εκείνος επιδιώκει να δείξει τη λογική ισοτιμία των αντιθέτων. Στον Καρνεάδη, λοιπόν, η σοφιστική διάκριση μετασχηματίζεται σε μεθοδολογία αμφιβολίας: κάθε θέση περί δικαίου μπορεί να στηριχθεί με επιχειρήματα, αλλά και να ανατραπεί με εξίσου ισχυρά Ο Καρνεάδης (214 – 129 π.Χ.) υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές μορφές της Ακαδημίας μετά τον Πλάτωνα και θεμελιωτής της λεγόμενης Νέας Ακαδημίας. Ήταν Σκεπτικός φιλόσοφος και ρητορικός δεινός, γνωστός κυρίως για την κριτική του στο φυσικό δίκαιο και στη δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης.

1. Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στην Κυρήνη της Λιβύης γύρω στο 214 π.Χ. Σπούδασε στην Αθήνα, κοντά στον φιλόσοφο Αρκεσίλαο, ο οποίος είχε ήδη μετατοπίσει την Ακαδημία προς τον σκεπτικισμό. Διαδέχθηκε τον Χρύσιππο ως επικεφαλής της Ακαδημίας.«Ἔγραψε δ’ οὐδέν· ἀλλ’ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγεν, ἐξέθηκεν ὁ Κλείτομαχος ὁ Καρχηδόνιος.» (Διογ. Λαέρτιος, IV, 65).  Το 155 π.Χ. στάλθηκε στη Ρώμη ως μέλος φιλοσοφικής πρεσβείας . Εκεί προκάλεσε αίσθηση με τους δύο διαδοχικούς λόγους.

 2. Η φιλοσοφία του Καρνεάδη

α. Σκεπτικισμός και γνώση

Ο Καρνεάδης δεν αρνείται τη δυνατότητα γνώσης εξ ολοκλήρου, αλλά θεωρεί ότι η απόλυτη βεβαιότητα είναι αδύνατη.
Αντί για «γνώση» (ἐπιστήμη), προτείνει την πιθανότητα (πιθανόν).
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει την απόλυτη αλήθεια, μπορεί όμως να διαμορφώνει πιθανολογικές κρίσεις — αυτός είναι ο λεγόμενος πιθανολογικός σκεπτικισμός.

📜 «Ουδέν σαφές, αλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πιθανόν ζώμεν.»

Με αυτή τη στάση διαφοροποιείται τόσο από τον δογματισμό των Στωικών όσο και από την πλήρη αμφιβολία των Πυρρώνειων.


β. Κριτική στο φυσικό δίκαιο

Εδώ βρίσκεται η μεγάλη σημασία του για τη νομική και πολιτική φιλοσοφία.

Οι Στωικοί υποστήριζαν ότι υπάρχει φυσικό δίκαιο (νόμος κοινός και αιώνιος, έμφυτος στη λογική φύση του ανθρώπου).
Ο Καρνεάδης το αμφισβήτησε ριζικά:

  • Δεν υπάρχει, λέει, καθολικό και αμετάβλητο δίκαιο· οι νόμοι είναι συμβάσεις των ανθρώπων, που αλλάζουν ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο και το συμφέρον των κοινωνιών.

  • Το δίκαιο είναι σχετικό και ανθρωπογενές.

  • Αν υπήρχε φυσικό δίκαιο, όλοι οι λαοί θα είχαν τους ίδιους νόμους — κάτι που δεν ισχύει.

💬 «Το δίκαιον ου φύσει, αλλά νόμῳ και συνθήκῃ.»

Η θέση αυτή τον καθιστά πρόδρομο του νομικού σχετικισμού και αντίπαλο του φυσικού δικαίου ήδη από την ελληνιστική εποχή.

Ο Καρνεάδης, κορυφαίος εκπρόσωπος της Νέας Ακαδημίας, ταξίδεψε στη Ρώμη το 155 π.Χ. ως πρεσβευτής και εκφώνησε δύο διαδοχικούς λόγους: τον πρώτο υπέρ και τον δεύτερο κατά του δικαίου. Με την ανατροπή του δικού του επιχειρήματος, ήθελε να δείξει πως η απόλυτη βεβαιότητα είναι αδύνατη — ο πυρήνας του σκεπτικισμού.

Η φιλολογική παράδοση (Κικέρων, De re publica III, 8· De officiis III, 20) διασώζει αποσπασματικά τα επιχειρήματα. Ο πρώτος λόγος (στην παρούσα ερμηνευτική διάταξη) στηρίζεται στη νομιμότητα του θετικού δικαίου· ο δεύτερος αποκαλύπτει τη σχετικότητά του και την ανάγκη υπέρβασής του από το φυσικό δίκαιο.

3.Οι Δύο Λόγοι

α. Ο λόγος υπέρ του θετικού δικαίου

Στον πρώτο λόγο του, ο Καρνεάδης ανέπτυξε τη θέση ότι το δίκαιο είναι απαραίτητο θεμέλιο της πολιτείας. Χωρίς νόμο, δεν υπάρχει τάξη, ούτε κοινωνική συνοχή. Εδώ εκφράζει μια άποψη πλησιέστερη στο θετικό δίκαιο: κάθε οργανωμένη πόλη πρέπει να διαθέτει ένα δίκαιο που δεσμεύει τα μέλη της, ακόμη και αν ο νόμος είναι αυστηρός — dura lex, sed lex. Ο νόμος είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η ευνομία· ακόμη και άδικος νόμος είναι προτιμότερος από την αναρχία. Ο Καρνεάδης, μιλώντας ενώπιον των Ρωμαίων, υιοθετεί έτσι μια ρητορική που ευνοεί τη νομιμοφροσύνη και υπονοεί ότι η Αθήνα, ως πολιτισμένο κράτος, σέβεται τη νομοθετημένη εξουσία — και άρα δικαιούται επιείκεια.Ο Καρνεάδης υποστηρίζει ότι το δίκαιο πηγάζει από τον νόμο, άρα από την κοινωνική συμφωνία και τη συνήθεια. Εφόσον κάθε πόλη θεσπίζει τους δικούς της νόμους, το δίκαιο είναι σχετικό και ανθρώπινο. Έτσι, το δίκαιο  ταυτίζεται με το ισχύον· ό,τι είναι νόμιμο, είναι και δίκαιο. Το επιχείρημα αυτό ενσαρκώνει τον νομικό θετικισμό, δηλαδή τη θέση ότι το δίκαιο αντλεί την ισχύ του από την κρατική βούληση, όχι από την αλήθεια ή τη φύση. Η θέση αυτή επανεμφανίζεται στη νεότερη εποχή στον Thomas Hobbes (Leviathan, κεφ. 26) και τον John Austin’.

β. Ο λόγος υπέρ του φυσικού δικαίου

  Ο Καρνεάδης, ανατρέποντας την προηγούμενη ομιλία του υποστήριξε ότι υπάρχει φυσικό δίκαιο κοινό σε όλους τους ανθρώπους, θεμελιωμένο στη λογική φύση του ανθρώπου. Ο λόγος αυτός κινείται στο πνεύμα του Στωικισμού, με τον οποίο ο Καρνεάδης είχε πολεμική αλλά και δημιουργική σχέση. Οι Στωικοί θεωρούσαν ότι ο κόσμος κυβερνάται από τον λόγο και ότι ο άνθρωπος, ως έλλογον ον, συμμετέχει σ’ αυτόν τον καθολικό νόμο. Κατά συνέπεια, το δίκαιο υπάρχει «κατὰ φύσιν» και υπερβαίνει τις ανθρώπινες νομοθεσίες. Ο Καρνεάδης, αν και σκεπτικιστής, προχώρησε στη διατύπωση αυτής της θέσης για να δείξει τη δύναμη και τη συνοχή των επιχειρημάτων υπέρ ενός φυσικού, καθολικού δικαίου. Υποστήριξε ότι χωρίς την έννοια του φυσικού δικαίου δεν θα υπήρχε κοινή βάση ηθικότητας ούτε δυνατότητα να κρίνουμε τους θετικούς νόμους ως δίκαιους ή άδικους. Ο λόγος αυτός προκάλεσε θαυμασμό στους Ρωμαίους ακροατές, καθώς έθιγε άμεσα ζητήματα που αφορούσαν την ίδια τη ρωμαϊκή res publica: το δίκαιο ως έκφραση της ratio και της φυσικής τάξης.

  3. Ερμηνεία των δύο λόγων – Από τη διαλεκτική στη φιλοσοφία του δικαίου

 Ο Καρνεάδης επισημαίνει, ότι αν  δίκαιο είναι ό,τι ορίζει ο νόμος, τότε δεν υπάρχει καθολική δικαιοσύνη· η ίδια πράξη μπορεί να είναι δίκαιη στη μία πόλη και άδικη στην άλλη. Άρα, απαιτείται ένα μέτρο ανώτερο από τους θετούς νόμους: ο λόγος της φύσεως (ratio naturalis). Αυτός ο δεύτερος λόγος δεν αποκαθιστά το φυσικό δίκαιο ως δογματική αλήθεια, αλλά ως αξίωση καθολικότητας απέναντι στη σχετικότητα του θετικού. Το φυσικό δίκαιο λειτουργεί ως κριτήριο, όχι ως κανόνας· είναι η νοητική αναζήτηση της δικαιοσύνης πέρα από την εξουσία. Η έννοια αυτή, με την οποία ο Καρνεάδης «διασώζει το κύρος του δικαίου μέσα από τη σχετικότητά του» (βλ. Δεσποτόπουλος, Φιλοσοφία του Δικαίου, τ. Α΄, σ. 114), αποτελεί θεμέλιο της κριτικής νομικής επιστήμης: το δίκαιο υπάρχει όχι ως στατικό γεγονός, αλλά ως δυναμική διαδικασία κρίσης. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, στην Εισαγωγή στη Φιλοσοφία του Δικαίου, βλέπει στον Καρνεάδη τη «φιλοσοφική κορύφωση της αντίθεσης θετικού και φυσικού δικαίου». Κατά τον Δεσποτόπουλο, ο Καρνεάδης δεν αρνείται την ύπαρξη του δικαίου, αλλά αναδεικνύει την αδυναμία ορισμού του χωρίς αναφορά στη γνώση και στην ιστορικότητα.   Έτσι, το δίκαιο νοείται ως ιστορική μορφή της λογικής, που εναλλάσσει φάσεις θετικισμού και φυσιοκρατίας. Στη σύγχρονη εκδοχή, ο νομικός θετικισμός και το φυσικό δίκαιο δεν αντιπαρατίθενται απολύτως, αλλά συνυπάρχουν διαλεκτικά — όπως οι δύο λόγοι του Καρνεάδη.

Η παραδοσιακή ερμηνεία θεωρούσε τους δύο λόγους του Καρνεάδη ως ρητορική άσκηση. Ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα (βλ. Inwood 1985· Bobzien 1998· Schofield 2006) υποστηρίζει ότι οι λόγοι απηχούν την ουσία του ακαδημαϊκού σκεπτικισμού: την άρνηση κάθε δογματικής βεβαιότητας. Ο Καρνεάδης δεν υπερασπίζεται ούτε απορρίπτει το δίκαιο, αλλά δείχνει ότι καμία από τις δύο θέσεις —ούτε η φυσική ούτε η θετική— δεν μπορεί να θεμελιωθεί απολύτως.

Εκεί όπου οι Στωικοί έβλεπαν καθολικό λόγο, ο Καρνεάδης βλέπει σχετικότητα. Εκεί όπου ο Επίκουρος έβλεπε σύμβαση, ο Καρνεάδης βλέπει αμφιβολία: ακόμη και η σύμβαση αυτή δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβάλλεται διαρκώς. Το δίκαιο, συνεπώς, είναι ασταθές σημείο ισορροπίας ανάμεσα στη φύση και στην ανάγκη, μια προσωρινή κατασκευή που εξυπηρετεί τη διατήρηση της κοινωνικής συμβίωσης.

Στο επίπεδο της ρητορικής στρατηγικής, οι δύο λόγοι εξυπηρετούσαν και τον πολιτικό σκοπό της πρεσβείας. Ο πρώτος λόγος, υπέρ του θετικού δικαίου, μπορούσε να ερμηνευθεί ως σεβασμός προς τους ρωμαϊκούς θεσμούς· ο δεύτερος, ως λεπτή υπενθύμιση ότι και η Ρώμη δεν είναι υπεράνω της δικαιοσύνης, αφού κάθε νόμος που δεν ερείδεται στη λογική είναι απλώς νόμος της ισχύος.

Με αυτό τον τρόπο, ο Καρνεάδης δεν καταστρέφει το δίκαιο· το απογυμνώνει από κάθε απόλυτη αξίωση, για να το επαναθεμελιώσει στη λογική αμφιβολία. Είναι ο πρώτος φιλόσοφος που μετατρέπει τη νομική σκέψη σε κριτική λογική του δικαίου.

Ο Καρνεάδης δεν υπήρξε απλώς ρήτορας· υπήρξε κριτικός του ίδιου του θεσμού του δικαίου. Με τη διπλή ομιλία του, θέτει υπό δοκιμή την ιδέα της καθολικής δικαιοσύνης και αναδεικνύει τον σχετικισμό ως αναγκαία συνέπεια του ανθρώπινου ορθού λόγου. Το δίκαιο, για τον Καρνεάδη, είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο και ευμετάβλητο· ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό, είναι και λογικά θεμελιώσιμο μόνο μέσα από τη συνεχή αμφισβήτηση.

Η επιρροή του υπήρξε βαθιά: οι Ρωμαίοι νομικοί υιοθέτησαν, αργότερα, την ιδέα του ius gentium — ενός «κοινού λόγου» που δεν είναι φυσικός ούτε απόλυτος, αλλά πρακτικά κοινός. Μέσα από αυτή τη ρωμαϊκή οδό, η αμφιβολία του Καρνεάδη θα φτάσει στη νεότερη Ευρώπη: στον Χομπς, ως ρεαλισμός της ισχύος· στον Γρότιο, ως ορθολογική συμφωνία· και στον Καντ, ως αυτονομία του λογικού νόμου.

Έτσι, η διαλεκτική των δύο λόγων δεν είναι μόνο ρητορικό παράδοξο, αλλά προοίμιο της νεότερης φιλοσοφίας του δικαίου. Ο Καρνεάδης παραλαμβάνει τη σοφιστική διάκριση «φύσει–νόμῳ», την περνά μέσα από την επικούρεια εμπειρία και τη στωική μεταφυσική, και την αποδίδει ξανά στη λογική· εκεί όπου το δίκαιο δεν είναι ούτε φυσικό ούτε θεσμικό, αλλά λογικά αμφίβολο και γι’ αυτό ανθρώπινο.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ.  Η θεωρία της φύσεως του πράγματος και η εναρμόνιση φυσικού και θετικού δικαίου

Η διαλεκτική του Καρνεάδη δεν αποτελεί άρνηση του δικαίου, αλλά  αναστοχαστική του σωτηρία. Όπως ο Επίκουρος απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τη θεϊκή πρόνοια χωρίς να τον ρίξει στο χάος, έτσι και ο Καρνεάδης απελευθερώνει το δίκαιο από την απόλυτη αλήθεια χωρίς να το ακυρώνει. Η φιλοσοφία του δικαίου, από τους σοφιστές έως τον Δεσποτόπουλο, παραμένει ένας διάλογος ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την ελευθερία, στη φύση και στον νόμο, στην αλήθεια και στην ιστορικότητα. Το δίκαιο, τελικά, δεν είναι ούτε απλώς θετικό ούτε καθαρά φυσικό· είναι η ζώσα ένταση ανάμεσα στα δύο — η ίδια ένταση που καθιστά τον άνθρωπο φορέα ευθύνης μέσα στην ιστορία. 

Η θεωρία της «φύσεως του πράγματος» (Natur der Sache) επιχειρεί να γεφυρώσει τη διαχρονική αντίθεση μεταξύ φυσικού και θετικού δικαίου, αναδεικνύοντας τη λογική και ουσιαστική δομή που ενυπάρχει στα ίδια τα νομικά και κοινωνικά φαινόμενα. Δεν αναζητεί ένα δίκαιο υπερβατικό, όπως το φυσικό δίκαιο των κλασικών, ούτε περιορίζεται στον θετικό τύπο του νόμου, αλλά στηρίζεται στην αντικειμενική πραγματικότητα των σχέσεων και στη λογική του πράγματος. Οι ρίζες της θεωρίας εντοπίζονται ήδη στην αρχαία ελληνική σκέψη, όπου ο Αριστοτέλης όριζε το «φύσει δίκαιον» ως αυτό που έχει ισχύ παντού, επειδή εδράζεται στη φύση του ανθρώπου και της κοινωνικής του ύπαρξης. Η ρωμαϊκή νομική παράδοση συνέχισε αυτή τη γραμμή με την έννοια του naturalis ratio, του «φυσικού λόγου» που θεμελιώνει το ius gentium. Στη νεότερη εποχή, ιδιαίτερα στη γερμανική νομική επιστήμη του 19ου και 20ού αιώνα, νομικοί όπως ο Jhering, ο Bierling, o Radbruch, ο Larenz κ.ά ανέπτυξαν συστηματικά τη θεωρία, μετατρέποντάς την σε ερμηνευτική και συμπληρωματική αρχή του δικαίου.

Η «φύση του πράγματος» δεν αποτελεί αφηρημένη ηθική αξίωση αλλά κριτήριο ορθολογικότητας. Ο νομοθέτης και ο δικαστής, ερμηνεύοντας τον νόμο, οφείλουν να αντλούν το νόημά του από τη λογική και λειτουργική δομή της ρυθμιζόμενης σχέσης — από τη «φύση» της. Έτσι, αποφεύγεται τόσο η αυθαιρεσία του θετικισμού όσο και ο μεταφυσικός δογματισμός του φυσικού δικαίου. Όταν ο νόμος σιωπά ή είναι ελλιπής, η «φύση του πράγματος» λειτουργεί ως πηγή δικαίου, αποκαλύπτοντας τη λύση που υπαγορεύει η ίδια η πραγματικότητα.

Η θεωρία αυτή επιτυγχάνει μια εναρμόνιση των δύο παραδοσιακών αντιθέτων: το φυσικό δίκαιο, ως έκφραση του «δέοντος», και το θετικό δίκαιο, ως έκφραση του «όντος». Μέσα από τη «φύση του πράγματος», το δίκαιο αποκτά αντικειμενικό υπόβαθρο και ορθολογικό περιεχόμενο χωρίς να αποκόπτεται από την εμπειρία. Είναι η πραγμάτωση της δικαιοσύνης μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας.

Παρά τις κριτικές ότι η έννοια μπορεί να είναι αόριστη ή ιδεολογικά φορτισμένη, η θεωρία της φύσεως του πράγματος εξακολουθεί να αποτελεί ζωντανή φιλοσοφική και ερμηνευτική αρχή, ιδιαίτερα στο αστικό και συνταγματικό δίκαιο. Στην ουσία της, εκφράζει τη συμφιλίωση της λογικής του δικαίου με τη λογική της ζωής, την προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον νόμο όχι ως αυθαίρετο θέσπισμα, αλλά ως αντανάκλαση της ίδιας της δομής των πραγμάτων.



ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Πηγή / Στάδιο

Βασική Αρχή

Αντίληψη για το Δίκαιο

Μεταφυσικό Υπόβαθρο

Εκπρόσωποι

Σοφιστές

Νόμος ως σύμβαση (νόμῳ)

Σχετικό, εργαλείο εξουσίας

Ανθρωποκεντρισμός

Πρωταγόρας, Θρασύμαχος

Επίκουρος

Αμοιβαία ωφέλεια

Φυσική σύμβαση χωρίς θεϊκή επιβολή

Αιτιοκρατία – Παρέγκλιση

Επίκουρος

Καρνεάδης (1ος λόγος)

Θετικό δίκαιο

Δίκαιο = νόμιμο

Κοινωνικός συμβατισμός

Καρνεάδης

Καρνεάδης (2ος λόγος)

Φυσικό δίκαιο

Δίκαιο = λογική της φύσης

Ορθός λόγος

Καρνεάδης






Δεσποτόπουλος

Ιστορική διαλεκτική των δύο

Δίκαιο ως νοητική διαδικασία

Ιδεαλιστικός ρεαλισμός

Κ. Δεσποτόπουλος



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Αρχαίες πηγές

  • Κικέρων, De Republica και De Legibus, έκδ. Oxford Classical Texts.

  • Σέξτος Ἐμπειρικός, Πρὸς Μαθηματικούς, Βιβλία VII–VIII.

  • Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Βιβλίο Δ΄ (Περί Καρνεάδου).

  • Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι και Περί του μη δεῖν εύκολα πιστεύειν τοῖς λόγοις.

  • Αύλος Γέλλιος, Noctes Atticae, XV, 5 (αναφορά στον Καρνεάδη και την αποστολή στην Ρώμη).

  • Πολύβιος, Ἱστορίαι, XXXII, 12–13 (αναφορές στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής).

Β. Ελληνική βιβλιογραφία

  • Βαβούσκος, Ν., Η Σκέψη του Καρνεάδη και η Προϊστορία του Νομικού Θετικισμού, Αθήνα: Παπαζήσης, 1982.

  • Βερτουδάκης, Κ., Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία του Δικαίου, Αθήνα: Σάκκουλας, 2007.

  • Δεσποτόπουλος, Κ., Φιλοσοφία του Δικαίου, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, 1983.

  • Θεοδωρακόπουλος, Ι., Η Ελληνική Σκέψη από τον Όμηρο έως τον Αριστοτέλη, τόμ. Γ΄, Αθήνα: Εστία, 1959.

  • Κούρτης, Δ., Η Σκεπτικιστική Φιλοσοφία στην Ύστερη Ελληνιστική Εποχή, Αθήνα: Ζήτρος, 2011.

  • Πελεγρίνης, Θ., Ιστορία της Φιλοσοφίας, τόμ. Α΄, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000.

  • Τζαβάρας, Ν., Φιλοσοφία του Δικαίου: Από τη Φύση στον Νόμο, Αθήνα: Σάκκουλας, 1995.

  • Χριστοδουλίδης, Π., Η Έννοια του Δικαίου στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, 2014.

  • Φιλιππάτος, Σ., Η Αντίθεση Φύσει–Νόμῳ και η Γένεση της Νομικής Σκέψης, Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1999.

  • Φιλολόγου, Μ., Καρνεάδης: Ο Σκεπτικισμός και η Ηθική, Αθήνα: Εκδόσεις Δωδώνη, 2003.

  • Ξενοπούλου, Ε., Επίκουρος και Καρνεάδης: Δύο Αντιλήψεις για το Δίκαιο, Αθήνα: Gutenberg, 2017.


Γ. Ξένη βιβλιογραφία

  • Annas, J., Hellenistic Philosophy of Mind, Berkeley: University of California Press, 1992.

  • Barnes, J., The Cambridge History of Hellenistic Philosophy, Cambridge: CUP, 1999.

  • Brunschwig, J., Carneades and the Skeptic Tradition, Paris: Vrin, 1995.

  • Glucker, J., Antiochus and the Late Academy, Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1978.

  • Inwood, B., Ethics and Human Action in Early Stoicism, Oxford: Clarendon Press, 1985.

  • Long, A.A. & Sedley, D.N., The Hellenistic Philosophers, vols. I–II, Cambridge: CUP, 1987.

  • Powell, J.G.F., Cicero: De Republica, De Legibus, Oxford: Clarendon Press, 2006.

  • Striker, G., Essays on Hellenistic Epistemology and Ethics, Cambridge: CUP, 1996.

  • Schofield, M., Saving the City: Philosopher-Kings and Other Classical Paradigms, London: Routledge, 1999.

  • Vander Waerdt, P.A. (ed.), The Socratic Movement, Ithaca: Cornell University Press, 1994.

  • Wood, N., Cicero’s Social and Political Thought, Berkeley: University of California Press, 1988.

Δ. Συνοπτικές διαδικτυακές πηγές

  • Stanford Encyclopedia of Philosophy: “Carneades” (2023 update).

  • Internet Encyclopedia of Philosophy: “Natural Law and the Sophists”.

  • Perseus Digital Library: Cicero, De Legibus και De Republica (μεταφράσεις και πρωτότυπο κείμενο).

  • Loeb Classical Library: Aulus Gellius, Attic Nights XV.5 (Harvard University Press)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου