Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ


ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ  ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές, το ίδρυμα ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗ, προσωπικά την κ.  Κατερίνα Πορφυρογένη και να καλωσορίσω εκ μέρους της Νομικής Σχολής Αθηνών τους συναδέλφους από το Εξωτερικό, οι οποίοι με  τις θαυμάσιες πράγματι εισηγήσεις τους, στην κυριολεξία του όρου μας έκαναν σοφότερους. Eίναι μεγάλο πράγμα να ακούς για δημοψήφισμα από Ελβετικά και ιταλικά χείλη, διότι είναι ένας θεσμός, ο οποίος πράγματι έχει ευδοκιμήσει στην Ελβετία αλλά και στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια. Η παρουσία μου εδώ οφείλεται σε πολλούς λόγους. Πράγματι ένιωσα την υποχρέωση να συμμετάσχω σε αυτό το Συνέδριο που έχει τον τίτλο  «Σύγχρονη Δημοκρατία και Δημοψήφισμα». Δύο από τα βιβλία μου έχουν ακριβώς αυτούς τους τίτλους (Η Δομή και η Λειτουργία της σύγχρονης Δημοκρατίας 1974. Το Δημοψήφισμα 1997). Έχουμε επίσης ιδρύσει ήδη από το 1994 την «Ένωση Ενεργών Πολιτών», στην οποία δραστηριοποιούνται  πολλοί πανεπιστημιακοί, άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, νομικοί, Πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων κλπ.  Έχουν διοργανωθεί  πάρα πολλές διαλέξεις ανά την Ελλάδα, ακριβώς με αυτό το αντικείμενο, δηλαδή το Δημοψήφισμα σε εθνικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Μάλιστα είμαστε σε συζητήσεις με τον Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου, για τη διοργάνωση μίας ομιλίας ανάλογου περιεχομένου και στην πόλη σας. Με την Ένωση Ενεργών πολιτών έχουμε διοργανώσει επτά τοπικά δημοψηφίσματα. Σε ένα μάλιστα από αυτά στη Νέα Φιλαδέλφεια, που έγινε σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση έλαβαν μέρος 12.000 πολίτες. Η απόφαση αφορούσε την επέμβαση που ήθελε ο Δήμαρχος της περιοχής να πραγματοποιήσει, στο γνωστό άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας. 
Η σημερινή μου παρέμβαση θα επικεντρωθεί σε ένα - δύο σημεία. Πρώτον στο τι γίνεται στην Ελλάδα, τι ορίζει δηλαδή το Σύνταγμά μας και τι γίνεται στη πραγματικότητα. Δεύτερον στη μεγάλη σημασία του δημοψηφίσματος, το οποίο δεν είναι απλώς ένας «χρήσιμος θεσμός». Πολύ περισσότερο το δημοψήφισμα είναι η ίδια η Δημοκρατία. Δημοκρατικό, είναι το πολίτευμα, στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ίδιο τον Λαό. Αντίθετα αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι κάθε σύστημα κατά το οποίο, οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από τον ίδιο το Λαό αλλά από άλλους, τους αντιπροσώπους. Ήδη από αυτή την τοποθέτηση γίνεται αντιληπτό, ότι η διαφορά ανάμεσα στο δημοψήφισμα και την Δημοκρατία δεν είναι ποιοτική είναι καθαρά ποσοτική. Όσο περισσότερα δημοψηφίσματα τόση περισσότερη Δημοκρατία. Και οφείλω να τονίσω, ότι ο θεσμός είναι απόλυτα Ελληνικός, όπως κάθε τι που έχει σχέση με τη Δημοκρατία. Με την ουσιαστική έννοια του όρου, «δημοψήφισμα» σημαίνει ακριβώς  απόφαση του λαού, «Ψήφισμα του Δήμου». Είναι θεσμός, που έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα -όχι μόνο στην Αρχαία Αθήνα αλλά και στη Σπάρτη- όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τον ίδιο το Λαό, από τους πολίτες και συγκεκριμένα από την «Εκκλησία του Δήμου»  στην Αθήνα και από την «Απέλλα» στην Σπάρτη. Με την πάροδο του χρόνου και την έξοδο από την αρχαιότητα φθάνουμε στους νεότερους χρόνους, όπου τη σκυτάλη αναλαμβάνει πλέον η Ελβετία από το Σύνταγμα του 1848 και μετά. Η Ελβετία πράγματι έχει διδάξει τον κόσμο Δημοκρατία στη σύγχρονη εποχή. Ότι ήταν η Ελλάδα στο παρελθόν, στο αρχαίο κόσμο, είναι χωρίς υπερβολή η Ελβετία σήμερα. Η Ευρώπη είναι ακόμη πίσω σε σύγκριση με τους σημερινούς Ελβετικούς θεσμούς και με το επίπεδο Δημοκρατίας που υπάρχει στην Ελβετία.
Στην Ελλάδα, το Σύνταγμά μας ρυθμίζει το δημοψήφισμα στο άρθρο 44. Όπως ορίζει το άρθρο αυτό μπορεί να προκηρυχθεί δημοψήφισμα δύο ειδών, είτε «εθνικό» -για εθνικούς λόγους δηλαδή- είτε «κοινωνικό δημοψήφισμα», για ψηφισμένο νομοσχέδιο, που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Η βασική διαδικαστική διαφορά τους βρίσκεται στο ότι στην πρώτη περίπτωση μπορεί να τεθεί ένα θέμα σε δημοψήφισμα ανεξάρτητα από τη κοινοβουλευτική διαδικασία. Στη δεύτερη περίπτωση μόνον εφόσον έχει ήδη ψηφιστεί από τη Βουλή ένα νομοσχέδιο. Πρόκειται για ρύθμιση, όπως πιστεύω, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη.  Πριν από την συνταγματική αναθεώρηση του 1986 , μπορούσε μόνον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αποταθεί στο Λαό. Ίσως είναι η μόνη αρμοδιότητα, που δεν θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά να προστεθεί και η σχετική αρμοδιότητα της Κυβέρνησης, έτσι ώστε να μπορούν όχι μόνον  ο Πρόεδρος αλλά και η Κυβέρνηση να απευθύνονται στο Λαό. Δύο λοιπόν τα προβλεπόμενα από το ελληνικό Σύνταγμα είδη  δημοψηφίσματος, το Εθνικό και το Κοινωνικό.
Στην Ελλάδα όμως δεν έχει γίνει -όπως γνωρίζετε- ποτέ δημοψήφισμα για άλλο θέμα εκτός από το πολιτειακό. Έχουν λάβει χώρα διαδικασίες, που ονομάστηκαν δημοψηφισματικές, σχετικές με την ανάδειξη στο βασιλικό αξίωμα, οι οποίες όμως δεν ήταν κατά κυριολεξία δημοψηφίσματα, διότι όπως πολύ σωστά παρατήρησαν και οι συνάδελφοι, η εκλογή δεν είναι δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα είναι ουσιαστική διαδικασία. Οι εκλογές είναι προσωπική διαδικασία. Το ένα έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, το άλλο έχει χαρακτήρα προσωπικό. Ψηφίζω στο δημοψήφισμα σημαίνει, ότι εκφράζω τη γνώμη μου για ένα συγκεκριμένο θέμα.  Εκλέγω, σημαίνει, ότι επιλέγω ανάμεσα σε περισσότερα πρόσωπα.  Άρα η εκλογή δεν είναι δημοψήφισμα. Τέτοιας μορφής ήταν η πρώτη, ας την πούμε, δημοψηφισματική διαδικασία στην Ελλάδα του 1864, με την οποία αναδείχθηκε ο Βασιλιάς και μάλιστα εκείνος, που συγκέντρωσε τις λιγότερες ψήφους, διότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν να βασιλεύσει στην Ελλάδα Βασιλιάς από συγκεκριμένους βασιλικούς οίκους. Αναφορικά τώρα προς το τελευταίο δημοψήφισμα του 1974, που το ζήσαμε οι περισσότεροι σε αυτή την αίθουσα. Στη διαδικασία αυτή ο Λαός είπε την τελευταία λέξη για τη μορφή του Πολιτεύματος, που ήθελε να έχει. Η Ελληνική Ιστορία επεφύλαξε πράγματι ένα ρόλο ιδιόμορφο στο δημοψήφισμα. Όλες οι σχετικές δημοψηφισματικές διαδικασίες που μεσολάβησαν είχαν σχέση με το Πολιτειακό. Δηλαδή, ναι ή όχι στο συγκεκριμένο Βασιλιά, ναι ή όχι στη Βασιλεία ως θεσμό. Έτσι λειτούργησε το δημοψήφισμα στη χώρα μας.
Αν τώρα εξετάσουμε την εξέλιξη του Δημοψηφίσματος στην Ευρώπη, θα παρατηρήσουμε, ότι έχει μία μεγάλη πράγματι πρόοδο και από άποψη ποιότητας αλλά και ποσότητας, κυρίως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι ακριβώς συμβαίνει; Η εμφάνιση του δημοψηφίσματος στα νεώτερα χρόνια - όπως έγινε ακριβώς στην Καλιφόρνια, ένα παράδειγμα, το οποίο είναι σπουδαίο αλλά όχι πολύ γνωστό - συνδέεται – και εξαιρώ την Ελβετία εδώ- με αυτό που ονομάζεται «κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος».
Κυρίες και Κύριοι η Δημοκρατία επιστημονικά τριχοτομείται (άμεση, έμμεση, μικτή).  Βασικά διχοτομείται  σε άμεση και έμμεση αν και έχει μία μόνο (άμεση) μορφή.  Η Δημοκρατία μπορεί να είναι μόνον άμεση. Και όταν κάτι είναι μόνον άμεσο δεν διακρίνεται και σε έμμεσο. Άμεση είναι αυτή που ονομάζουμε Δημοκρατία των δημοψηφισμάτων, Δημοκρατία των πολιτών και έμμεση είναι η λεγόμενη αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όπου κυριαρχεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η λέξη αντιπροσωπεύω είναι εύγλωττη λέξη. Αντιπροσωπεύω…..αντί του προσώπου, δηλαδή, ο αντιπρόσωπος  αντικαθιστά την θέληση του αντιπροσωπευομένου και τοποθετεί στη θέση της, τη δική του θέληση. Αναδύεται έτσι η  βασική διάκριση ανάμεσα στη Δημοκρατία από τη μία πλευρά και στο αντιπροσωπευτικό σύστημα από την άλλη. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα, είναι  ευρύτερο σύστημα, που περιλαμβάνει κάθε μορφή λήψης αποφάσεων από άλλο όργανο εκτός του Λαού. Η πλέον παραδεκτή και διαδεδομένη μορφή αντιπροσωπευτικού συστήματος, είναι το σύστημα των εκλεγμένων αντιπροσώπων, στο οποίο και κατά κύριο λόγο αναφερόμαστε. Πρόκειται για  το αντιπροσωπευτικό σύστημα, το οποίο κατηγορήθηκε πολλές φορές ως «άδικο», ως ελάχιστα δημοκρατικό κλπ. Και πράγματι, αν ερευνήσουμε τη δικαιολογητική του βάση θα εντοπίσουμε ελλείμματα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Κατά το αντιπροσωπευτικό σύστημα  ο Λαός δεν μπορεί να αποφασίζει. Ο Λαός δεν γνωρίζει τα θέματα, δεν έχει μόρφωση. Δεν έχει άλλωστε και τον χρόνο, διότι πρέπει να εργάζεται. Επομένως δεν μπορεί να αποφασίζει για τα κοινά. Άλλοι πρέπει να αποφασίζουν για τα κοινά, αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν, οι «αντιπρόσωποι ποιότητας», δηλαδή αυτοί, που μπορούν και πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις αντί του Λαού. Αυτή είναι η δικαιολογητική βάση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, η οποία  διακρίνει ανάμεσα στην «πηγή» και στην «άσκηση» της εξουσίας. Ο Λαός είναι μεν η «πηγή», αλλά δεν μπορεί να πιει ο ίδιος από την πηγή αυτή. Διότι η όλη άσκηση ανήκει στους αντιπροσώπους (όχι εκπροσώπους) του λαού. 
Αυτό λοιπόν το αντιπροσωπευτικό σύστημα, διέρχεται κρίση. Για αυτή τη κρίση έχουν μιλήσει επιφανείς συνταγματολόγοι και στη Γαλλία και στη Γερμανία και στην Ελβετία και αλλού, από τις αρχές του περασμένου αιώνα και έχει βασικά δύο πλευρές.  Η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος  αφορά αφενός το συνταγματικό δόγμα. Η σύγχρονη Δημοκρατία δεν λειτουργεί σήμερα σύμφωνα με τις αρχές, που προβλέπονται στα Συντάγματα. Παράλληλα υπάρχει και η πιο «πεζή» κρίση, η κρίση του πολιτικού προσωπικού. Εδώ ανήκουν πχ τα διάφορα σκάνδαλα, η κακή διαχείριση, η αδιαφάνεια κ.α. που τα ζούμε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού. Αυτήν λοιπόν η συνολική κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος οδηγεί νομοτελειακά σε μία νέα μορφή διακυβέρνησης.  Οδηγεί δηλαδή, σε μία νέου τύπου Δημοκρατία, σε μία διέξοδο προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση προς το ίδιο το εκλογικό σώμα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι από το 1960 και μετά τα δημοψηφίσματα πολλαπλασιάζονται σημαντικά στον ευρωπαϊκό χώρο.
Κυρίες και Κύριοι προσωπικά πιστεύω, ότι η Ιστορία δεν κινείται τυχαία. Τίποτα άλλωστε δεν κινείται τυχαία. Υπάρχουν νόμοι στην ιστορία όπως υπάρχουν και στη φύση. Βέβαια οι νόμοι της ιστορίας δεν είναι τόσο συγκεκριμένοι και απόλυτοι. Εντούτοις με τη λογική  μπορούμε να διακρίνουμε αμυδρά τις κατευθύνσεις προς τις οποίες κινείται η εξέλιξη. Και ειλικρινά πιστεύω ότι μέσα από τις διαδικασίες οι οποίες επιτελούνται, αναδεικνύεται ένα  μήνυμα πράγματι αισιόδοξο για τους Λαούς. Διότι οι όλες διεργασίες οι οποίες συντελούνται, οδηγούν πράγματι προς την ανατολή μιας Δημοκρατίας των πολιτών, μιας νέου τύπου σύγχρονης Δημοκρατίας. Πολλές φορές διατυπώνονται επιφυλάξεις  απέναντι στο δημοψήφισμα. Συχνά παρατίθενται τα υπέρ και τα κατά. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν θα απαντήσω στο «οικονομικό επιχείρημα", διότι δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος, ο οποίος «ένεκα του κόστους» θα προτιμούσε τη δικτατορία από τη Δημοκρατία. Θα απαντήσω σε κάτι όμως που πολλές φορές αγγίζει ευαίσθητες χορδές. Τελικά έχει πράγματι την ικανότητα ο Λαός να αποφασίζει; Μπορεί ο Λαός να λαμβάνει αποφάσεις για σοβαρά θέματα;
Θα απαντήσω με μια ιστορία: Κάποτε ο Όθωνας ο πρώτος Βασιλιάς της Ελλάδας συνάντησε, κάπου έξω από την Αθήνα, ένα βοσκό. Ήταν την δεκαετία του 1830, κατά την οποία οι Έλληνες απαιτούσαν την σύνταξη Συντάγματος. Δεν επιθυμούσαν απόλυτη Μοναρχία αλλά ήθελαν Σύνταγμα και μάλιστα είχαν βγει στους δρόμους για αυτό. Και ο βοσκός -όπως και οι άλλοι Έλληνες- ήθελε Σύνταγμα. Ρώτησε λοιπόν ο Βασιλιάς τον ταλαιπωρημένο Βοσκό για το θέμα εποχής.
-      Καλά θες και εσύ Σύνταγμα, ξέρεις τι είναι Σύνταγμα;
-      Πως δεν ξέρω Μεγαλειότατε του απαντά. « Είναι ένα χαρτί που χαρτί που γράφει τι δικαιώματα έχεις εσύ και τι δικαιώματα έχουμε εμείς».
 Και πρέπει να σας πω ότι είναι ένας πολύ απλοϊκός αλλά συνάμα παραστατικός ορισμός του Συντάγματος της εποχής εκείνης (Σύνταγμα – συνάλλαγμα). Όταν μιλάμε και αναφερόμαστε στην κρίση και στη γνώση του Λαού και ενός εκάστου εξ ημών, εννοούμε ασφαλώς την πολιτική κρίση και γνώση όχι την τεχνοκρατική.  Δεν υπάρχει  Δημοκρατία τεχνοκρατών. Υπάρχει μόνο Δημοκρατία Λαού. Αν αποφασίζαμε τεχνοκρατικά, τότε και στη Βουλή θα έπρεπε για νομικά θέματα να ψηφίζουν μόνο οι νομικοί Βουλευτές , για τα ιατρικά μόνο οι Βουλευτές - ιατροί, για τα αμυντικά μόνο οι Βουλευτές - αξιωματικοί κ.ο.κ. Η κρίση για πολιτικές αποφάσεις είναι καθαρά πολιτική και όταν απευθυνόμαστε και στο Λαό. Οφείλω επίσης να σημειώσω, ότι ιστορικά οι αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου αποδείχθηκαν ορθές! Άλλωστε ποιος νομιμοποιείται και ποιος διαθέτει κριτήρια για να κρίνει την πλειοψηφία, τον ίδιο τον Λαό;  Στην αντίθετη περίπτωση εισερχόμαστε σε άλλα πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Ο Αριστοτέλης συντηρητικός από τη φύση του τάχθηκε υπέρ της Δημοκρατίας για καθαρά πρακτικούς λόγους. Διότι, όπως είπε, τους πολλούς δεν μπορείς να τους εξαγοράσεις με ρουσφέτια και χάρες όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ολίγων. Δεν νομίζω πάντως πως σε ένα κοινό όπως αυτό εδώ σήμερα, θα επιχειρηματολογήσω υπέρ της Δημοκρατίας ή υπέρ του Δημοψηφίσματος. Είναι ζητήματα αυτά τα οποία έχουν ειπωθεί επανειλημμένα. Και κλείνω αυτή τη σύντομη παρέμβασή μου, με πολλές ευχαριστίες και με το παράπονο, ότι ενώ σε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες, έχουν γίνει δημοψηφίσματα για πάρα πολύ σοβαρά θέματα, στη χώρα μας, στη γενέτειρα της Δημοκρατίας δεν συνέβη το ίδιο. Και για να απαντήσουμε στο ερώτημα του 1981 (ότι δηλαδή, αν είχε γίνει τότε δημοψήφισμα στην Ελλάδα δεν θα είχε εισέλθει η χώρα στην ΕΟΚ), δημοψήφισμα δεν μπορεί ασφαλώς να πραγματοποιείται μόνον όταν έχει εξασφαλισθεί το αποτέλεσμα, γιατί με αυτή τη λογική πρέπει και εκλογές να πραγματοποιούνται όταν είναι εξασφαλισμένη η επανεκλογή. Σε κάθε όμως περίπτωση – και πέραν του ότι το προεξοφλούμενο αρνητικό αποτέλεσμα δεν είναι οπωσδήποτε βέβαιο- υπάρχει και άλλη απάντηση. Αν η Ελλάδα πράγματι δεν έμπαινε στην ΕΟΚ το 1981 και η είσοδος αυτή ακολουθούσε λίγο μετά, ποιος αποκλείει ότι η όλη εξέλιξη δεν θα ήταν καλλίτερη; Σε τελική ανάλυση  δεν υπάρχει βέβαιο επιχείρημα,  τουλάχιστον εγώ δεν βρίσκω, κατά της Δημοκρατίας και κατά των δημοκρατικών θεσμών, όπως είναι το δημοψήφισμα.
Οι θεσμοί άμεσης Δημοκρατίας είναι βασικά τρεις. Ο θεσμός των θεσμών, δηλαδή το δημοψήφισμα, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και η ανάκληση , ένας προχωρημένος – ελληνικής και αυτός καταγωγής - θεσμός ο οποίος υπάρχει στην Καλιφόρνια και σε άλλες Πολιτείες  των ΗΠΑ. Ο συνδυασμός αυτός των τριών βασικών θεσμών παρέχει πολλές μερικότερες μορφές θεσμών άμεσης Δημοκρατίας.

Ολοκληρώνοντας, ειλικρινά θέλω να συγχαρώ τους διοργανωτές για τη σημερινή εκδήλωση – διοργάνωση, να συγχαρώ τους εισηγητές για τις θαυμάσιες εισηγήσεις τους τις οποίες ακούσαμε όλοι μας με αμέριστο ενδιαφέρον, και να υποσχεθώ και εγώ από την πλευρά μου ότι πολύ σύντομα θα σας καλέσουμε σε εκδήλωση της Νομικής σχολή Αθηνών, η οποία και πάλι θα έχει ως θέμα της το δημοψήφισμα και την άμεση Δημοκρατία.


                                                                    ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Η ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ



του Ανδρέα Δημητρόπουλου
Ομ. Καθηγητή  Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Από την συστηματική ερμηνεία των: άρθρ.5 παρ.4 , Ερμην. Δήλ., άρθρ,7 παρ 2, άρθρ. 21 παρ.3, άρθρ. 22.παρ.4, άρθρ 44 παρ.1 Σ  προκύπτει, ότι ο συντακτικός νομοθέτης  ιδρύει ειδική κυριαρχική σχέση μέσα στην οποία και για την προστασία της δημόσιας υγείας υφίστανται ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ τα ασκούμενα συνταγματικά δικαιώματα περιοριζόμενα ποσοτικά και χρονικά κατά το επιβαλλόμενο μέτρο, όπως προκύπτει από την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ειδικής κυριαρχικής σχέσης και ενός εκάστου συνταγματικού δικαιώματος. Η ειδική σχέση δημοσίου δικαίου ενεργοποιείται με την εμφάνιση της απειλής (πχ επιδημία) και εντείνεται ανάλογα προς την έντασή της απειλής περιορίζοντας αναλόγως τα συνδεόμενα δικαιώματα.  Η συνταγματικότητα των μέτρων εξαρτάται από την αλήθεια της απειλής.  Βλ αναλ. Α.Δημητρόπουλου Συνταγματικά Δικαιώματα κυρίως σ. 67 επ.     

1. Η επιδημία του Κορονοϊού οδήγησε στη λήψη αρχικά ηπιότερων και ύστερα αυστηρότερων μέτρων περιοριστικών των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών. Η  απαγόρευση κυκλοφορίας – παρά τις εξαιρέσεις της- αποτελεί  πράγματι σημαντικό περιορισμό της ελευθερίας κίνησης, η οποία συνιστά πρωτογενές  μητρικό δικαίωμα από το οποίο εξαρτάται και η άσκηση πολλών άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων. Τέθηκε έτσι το ζήτημα της συνταγματικής νομιμότητας των μέτρων αυτών;  Παράλληλα είναι αναμφισβήτητο, ότι καταστάσεις, όπως αυτή που ζούμε, αντικειμενικά και πέρα από την αλήθεια της συγκεκριμένης περίπτωσης, περιέχει μελλοντικούς για την Δημοκρατία κινδύνους Ο εύκολος περιορισμός των Συνταγματικών Δικαιωμάτων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βασίζεται σε λευκή επιταγή. Είναι βέβαιο, πως ό,τι γίνεται σήμερα αποτελεί ‘συνταγματικό δεδικασμένο» για αυτό και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Είναι επομένως απαραίτητη μια τέτοια συνταγματική αιτιολογία, που να εξηγεί την παρούσα περίπτωση και να αποκλείει μελλοντικές καταχρήσεις.
2. Το Σύνταγμα προβλέπει και ρυθμίζει αρμονικά Δικαιώματα και Θεσμούς. Τα ΣΔ ασκούνται είτε στη γενική σχέση κράτους – πολίτη είτε σε ειδικότερες έννομες σχέσεις και μερικότερους εντός του κράτους θεσμούς. Η είσοδος των συνταγματικών δικαιωμάτων μέσα στους μερικότερους αυτούς νομικούς χώρους συνεπάγεται την θεσμική τους προσαρμογή, την επιβολή δηλαδή απλών επιβαλλόμενων περιορισμών των οποίων η νομιμότητα εξαρτάται από την αιτιώδη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος και του θεσμού. 
3.  Διττή προστασία: Το Σύνταγμα [στα άρθρα άρθρα 5 παρ.4  και  Ερμ. Δήλ.,   7 παρ 2,  21 παρ.3,  22.παρ.4,  44 παρ.1 Σ.]  ρυθμίζει την υγεία αντικειμενικά ως συλλογικό και ως ατομικό συνταγματικό αγαθό και ως δημόσια υγεία και υποκειμενικά ως δικαίωμα, ως ατομικό αγαθό. Υποκειμενική και αντικειμενική προστασία βρίσκονται σε αρμονία, έτσι ώστε η προστασία του αγαθού  της δημόσιας υγείας να μην προσβάλλει τα ΣΔ και ανάστροφα η άσκησή των ΣΔ να μην εμποδίζει και να μη διακινδυνεύει την προστασία της δημόσιας υγείας. Ο συντακτικός νομοθέτης προστατεύοντας την δημόσια υγεία ιδρύει και την ομώνυμη ειδική κυριαρχική σχέση - κράτους πολιτών [άρθρ.5 παρ.4 και Ερμη.Δήλ. άρθρ.22.].   Μέσα στο μερικότερο νομικό πλαίσιο της ειδικής αυτής σχέσης δημόσιας υγείας ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών. Και όπως συμβαίνει και με τις άλλες  κυριαρχικές και λοιπές ειδικές σχέσεις, από το σύνολο  των συνταγματικών δικαιωμάτων, άλλων μεν επιβάλλεται η συρρίκνωση ενώ άλλων η αλώβητη, απεριόριστη άσκηση, καθ όλο το μήκος και πλάτος τους. 
4. Περιοριζόμενα Δικαιώματα: Στην ειδική κυριαρχική σχέση προστασίας της δημόσιας υγείας η άσκηση ορισμένων ΣΔ και συγκεκριμένα εκείνων, που αιτιωδώς συνδέονται με το αγαθό της υγείας,  απλώς περιορίζεται, δηλαδή προσαρμόζεται στις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης ειδικής κυριαρχικής σχέσης. Πρόκειται για τα δικαιώματα εκείνα των οποίων η απεριόριστη άσκηση θέτει σε διακινδύνευση την δημόσια υγεία κατά συνέπεια  υγεία και την ατομική υγεία ενός εκάστου πολίτη. Σε περιπτώσεις πανδημίας υπάρχει μεγάλη απειλή της δημόσιας υγείας και  διακινδύνευση της ατομικής υγείας ενός εκάστου.
    Το μέτρο του περιορισμού ενός εκάστου των αιτιωδώς συνδεόμενων δικαιωμάτων καθορίζεται επίσης από το Σύνταγμα καθόσον η αιτιώδης συνάφεια δεν καθορίζει μόνον το εάν αλλά και το πόσο, την έκταση δηλαδή του περιορισμού ενός εκάστου δικαιώματος. Περιορισμοί πέραν του ποσοτικά και χρονικά απαιτούμενου μέτρου δεν είναι σύμφωνοι προς το Σύνταγμα.
5. Η ελευθερία κίνησης: Συνταγματικό δικαίωμα που ιδιαίτερα συνδέεται με την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι η ελευθερία κίνησης (άρθρ.5 Σ). Την συνταγματική βάση της  θεσμικής προσαρμογής του δικαιώματος αυτού μέσα στο πλαίσιο της ειδικής κυριαρχικής σχέσης δημόσιας υγείας απαιτεί την συστηματικής εμηνεία των άρθρων 5 και των άρθρων στα άρθρα άρθρα 5 παρ.4  και  Ερμ. Δήλ.,   7 παρ 2,  21 παρ.3,  22.παρ.4,  44 παρ.1 Σ. Η αιτιώδης σχέση του δικαιώματος της ελεύθερης κίνησης με το αγαθό της  δημόσιας υγείας στις περιπτώσεις πανδημίας, συνίσταται στο ότι  η επαφή και επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι η αιτία της μετάδοσης της νόσου στον πληθυσμό. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι η ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος κίνησης εμπεριέχει μέγιστη διακινδύνευση του αγαθού της δημόσιας υγείας. Είναι επομένως αναγκαίος ο κατά  χρόνο και τρόπο περιορισμός του δικαιώματος κατά το μέτρο πάντα που αυτό είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Κατά συνέπεια οι εν μέσω της πανδημίας επιβληθέντες περιορισμοί της ελευθερίας κίνησης ως αιτιώδεις, είναι απλοί περιορισμοί και όχι προσβολές της ελευθερίας κίνησης. Είναι συνταγματικά επιτρεπόμενοι, ορθότερα επιβαλλόμενοι περιορισμοί που θεμελιώνονται στα άρθρα 5 παρ.4  και  Ερμ. Δήλ.,   7 παρ 2,  21 παρ.3,  22.παρ.4,  44 παρ.1 Σ.
6. Μη περιοριζόμενα Δικαιώματα: Στην ειδική αυτή κυριαρχική σχέση στην οποία βρισκόμαστε η Εκτελεστική Εξουσία δεν μπορεί να περιορίσει τα δικαιώματα εκείνα των οποίων η άσκηση δεν συνδέεται με μετάδοση της νόσου και με την προστασία της υγείας. Έτσι θα ήταν αντίθετος  προς το Σύνταγμα ο περιορισμός πχ της ελευθερίας του τύπου, της ελευθερίας της γνώμης, της ελευθερίας της τέχνης, της επιστήμης κλπ. Είναι επίσης αντίθετη προς το Σύνταγμα η υπέρβαση του επιβαλλόμενου μέτρου, πχ η παράταση της απαγόρευσης ελεύθερης κίνησης πέραν του αναγκαίου χρόνου κλπ 
7. Συνταγματικές Εγγυήσεις: Δεν είναι λίγες οι ανησυχίες που – ίσως όχι πάντα αδικαιολόγητα - εκφράζονται για ενδεχόμενες μελλοντικές καταχρήσεις, Τέτοιες ανησυχίες δεν αφορούν την συνταγματική ρύθμιση. Ο ισχυρισμός βέβαια ότι εν όψει ενός τέτοιου μελλοντικού κινδύνου δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί το Σύνταγμα κστά τον τρόπο αυτό και επομένως να κριθούν τα μέτρα αντισυνταγματικά είναι ανεδαφικός και επικίνδυνος. Στην περίπτωση αυτή το Σύνταγμα δεν θα υπηρετούσε αλλά θα υπονόμευε το κράτος και την κοινωνία. Κατά δεύτερο η υπάρχουσα συνταγματική ρύθμιση  δεν παρέχει εν λευκώ εντολή στην εκτελεστική εξουσία να περιορίζει ελεύθερα τα συνταγματικά δικαιώματα αλλά  μόνον στις περιπτώσεις εκείνες, που προβλέπει το Σύνταγμα και κατά το μέτρο, τον τρόπο και τον χρόνο που οι περιορισμοί αυτοί συνδέονται με αιτιώδη συνάφεια με τα θεσμικό αντικειμενικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκούνται. Η συνταγματικότητα των μέτρων εξαρτάται από την αλήθεια της απειλής. Συνταγματικές εγγυήσεις παρεμπόδισης μιας ενδεχόμενης μελλοντικής κατάχρησης είναι η ίδια η Βουλή, διότι οι ΠΝΠ εγκρίνονται, άρα και τροποποιούνται από τη Βουλή, Είναι η Δικαστική Εξουσία η οποία θα κρίνει την νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων. Είναι τέλος η ενεργοποίηση του δικαιώματος αντίστασης των πολιτών στις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται.

dikastiko.gr 31.3/2020