Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΕΣΩ ΜΗ ΕΚΛΟΓΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ «Καταστρατήγηση» ή «Συμπλήρωση» του Συντάγματος;


 

 

Του Ανδρέα  Δημητρόπουλου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Η μεγάλη απόκλιση κυβερνητικής πολιτικής και προεκλογικών εξαγγελιών οδηγεί στην αντίθετη προς το Σύνταγμα δυσαρμονία Λαού – Κοινοβουλίου, η οποία αποτελεί  πραγματικό και συνταγματικό λόγο μετάλλαξης της διαδικασίας εκλογής ΠτΔ σε νόμιμο μέσο πρόωρης διάλυσης της Βουλής, πράγμα το οποίο διευκολύνουν ένα «κενό» (ανυπαρξία μηχανισμού εναρμόνισης) και μια «κακή ρύθμιση» (σύνδεση εκλογής ΠτΔ και διάλυσης της Βουλής) του Συντάγματος. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση  ζούμε σήμερα.

Είναι η δεύτερη φορά (μετά το 2009) κατά την οποία η εκλογή του ΠτΔ «χρησιμοποιείται» για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, λόγω της αυξημένης πλειοψηφίας που απαιτείται κατά την πρώτη φάση, πριν δηλαδή από τη προβλεπόμενη διάλυση της Βουλής. Είναι επομένως επόμενο να βρίσκεται το ζήτημα και πάλι στο κέντρο του  επιστημονικού και πολιτικού ενδιαφέροντος, πεδίο σύγκρουσης δύο βασικών αντιμαχόμενων απόψεων με εκατέρωθεν παραλλαγές. Κατά τη πρώτη πρόκειται για καταστρατήγηση του Συντάγματος ή και για συνταγματική   εκτροπή. Η δεύτερη δεν «βλέπει»  κάποια ιδιαίτερη παραβατικότητα. Τι πράγματι συμβαίνει από τα δύο;  Τα κριτήρια για την απάντηση και για τη συγκεκριμένη περίπτωσης, όπως και σε όλες τι άλλες η συνταγματική πρόβλεψη και η συνταγματική πραγματικότητα.

Οι δύο αντίθετες θέσεις ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία. Η πρώτη θέση, η επικριτική  – καθόσον επικρίνει τη χρησιμοποίηση της διαδικασίας εκλογής ως μηχανισμού πρόωρης διάλυσης της Βουλής – επικαλείται τη βούληση και τον σκοπό του συντακτικού νομοθέτη κατά τον οποίο οι συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις έχουν ως ρυθμιστικό προορισμό την ανάδειξη ΠτΔ και επομένως η χρησιμοποίησή τους για άλλο σκοπό συνιστά «καταστρατήγηση του Συντάγματος». Λησμονεί πάντως η επικριτική θέση, ότι οι συνταγματικές διατάξεις με την ένταξή τους στο συνολικό συνταγματικό οικοδόμημα αποκτούν αντικειμενικό νόημα,   το οποίο δεν ταυτίζεται αναγκαία με την ιστορική βούληση του συντακτικού νομοθέτη. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξής της η συνταγματική διάταξη καλείται να λειτουργήσει αντικειμενικά μέσα στο συνολικό Σύνταγμα σε συνδυασμό προς τη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα.  Η δεύτερη θέση, η «υπερασπιστική» της «μετάλλαξης» της διαδικασίας εκλογής σε μηχανισμό πρόωρης διάλυσης, χωρίς να αρνείται την αναμφισβήτητη άλλωστε θέληση του συντακτικού νομοθέτη αλλά και χωρίς να εμποδίζεται από αυτή -  στρέφεται, προς τη δυσαρμονία Λαού – Κοινοβουλίου την οποία και αντιτάσσει ως βασικό επιχείρημα. Συμπερασματικά η θέληση του συντακτικού νομοθέτη δεν εμποδίζει τη μετάλλαξη της διαδικασίας εφόσον αντικειμενικά συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Και η αλήθεια είναι ότι η παραπάνω (πραγματικά δυνατή και συνταγματικά επιτρεπτή μετάλλαξη είναι αναγκαίο αποτέλεσμα, που οφείλεται στον αρκετά σπάνιο συνδυασμό ενός συνταγματικού κενού και μιας «κακής» ρύθμισης του Συντάγματος, ο οποίος λειτουργεί «μεταλλακτικά» κυρίως πάνω στο έδαφος έντονης  πραγματικής δυσαρμονίας Λαού και Κοινοβουλίου μετατρέποντας τη διαδικασία εκλογής ΠτΔ σε μέσο πρόωρης διάλυσης της Βουλής. 

(α)Το συνταγματικό κενό βρίσκεται στο ότι  το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει κάποιο «συνταγματικό μηχανισμό» κάποιο «συνταγματικό μέσο»  με το οποίο θα μπορούσε να διακριβωθεί κατά το μεταξύ δύο εκλογών χρονικό διάστημα, η απαραίτητη για τη λειτουργία του πολιτεύματος αρμονία Εκλογικού Σώματος και Κοινοβουλίου. Η αρμονία αυτή προβλεπόταν πριν από την Αναθεώρηση του 1986 σε συνάρτηση με την σχετική αρμοδιότητα του ΠτΔ να παραπέμπει σε Δημοψήφισμα σοβαρό κατά τη κρίση του ζήτημα. Η κατάργηση της ρητής αυτής αναφοράς στην αρμονία Λαού και Κοινοβουλίου δεν σημαίνει ασφαλώς ότι το Σύνταγμα δεν την αναγνωρίζει και δεν τη προϋποθέτει καθόσον ανήκει στις βάσεις της λειτουργίας του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος.  Πράγματι στο μεταξύ δύο εκλογών χρονικό διάστημα, είναι δυνατό – και κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες η κυβερνητική πολιτική διαφέρει σημαντικά από τις προεκλογικές εξαγγελίες – να εκδηλωθεί έντονη δυσαρμονία και αντίθεση Λαού και Κοινοβουλίου. Απαραίτητος είναι επομένως κάποιος συνταγματικός μηχανισμός αποκατάστασης της διαταραγμένης ισορροπίας, όπως πχ το προβλεπόμενο σε ορισμένα Συντάγματα Δημοψήφισμα   για τη πρόωρη διάλυσης της Βουλής.  Το ισχύον Σύνταγμα περιοριζόμενο σε γενική και προαιρετική πρόβλεψη του Δημοψηφίσματος δεν καλύπτει αυτό το κενό του εξισορροπητικού μέσου. Έτσι η συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα σε περιπτώσεις δυσαρμονίας καλύπτει η ίδια το κενό της συνταγματικής  ρύθμισης και η εκλογή του ΠτΔ ανάγεται κυρίως σε μηχανισμό πρόωρης διάλυσης της Βουλής.

            (β) Η «κακή ρύθμιση» του ισχύοντος Συντάγματος βρίσκεται στη σύνδεση της διαδικασίας εκλογής του ΠτΔ με τη διάλυση της Βουλής, που πραγματοποιείται μετά τις άκαρπες τρεις πρώτες ψηφοφορίες. Ο συντακτικός νομοθέτης, όχι άδικα, απαιτεί πράγματι ιδιαίτερα αυξημένες πλειοψηφίες (200,200,180) για την εκλογή του ΠτΔ στη πρώτη φάση, πλην όμως, ως ένα είδος «απειλής» προς τους βουλευτές προκειμένου να εκλέξουν ΠτΔ, προβλέπει τη διάλυση της Βουλής. Όμως η σύνδεση του βίου της Βουλής από την «ικανότητά» της να εκλέξει ΠτΔ, είναι ιδιαίτερα προβληματική, ακριβώς διότι συνδέει δύο θέματα και δύο διαδικασίες άσχετες μεταξύ τους. Ο συντακτικός νομοθέτης στη προσπάθειά του να εξασφαλίσει όσο το δυνατό μεγαλύτερη συναίνεση εμπλέκει στον πολιτικό ανταγωνισμό την εκλογή του ΠτΔ.

            Απαραίτητη είναι σε μελλοντική Αναθεώρηση: (α) Η κάλυψη του κενού, δηλαδή η πρόβλεψη συνταγματικού μηχανισμού επιβεβαίωσης της αρμονίας Λαού – Κοινοβουλίου που ανήκει στις βάσεις της ομαλής και δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος (πχ ρητά προβλεπόμενο Δημοψήφισμα για τη διάλυσης της Βουλής, Ανάκληση κλπ).  (β) Η απεμπλοκή  προεδρικών και βουλευτικών εκλογών με τη πρόβλεψη άμεσης εκλογής του ΠτΔ είτε σε κάθε περίπτωση είτε μετά τις τρείς πρώτες άκαρπες ψηφοφορίες.  Μέχρι τότε η διαδικασία εκλογής  ΠτΔ θα εξακολουθήσει να συμπληρώνει το συνταγματικό κενό και να μετατρέπεται σε μηχανισμό πρόωρης διάλυσης της Βουλής για την αποκατάσταση της αρμονίας Λαού και Κοινοβουλίου.