Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Η ΤΥΡΑΝΝΙΚΗ "ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ"


ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
 ΟΜ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ


Εδώ και μερικά χρόνια  ζούμε στην Ελλάδα ίσως την πλέον εκφυλιστική μορφή του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, το φαινόμενο της «τυραννικής πλειοψηφίας».  Ο τίτλος φαίνεται να περιέχει κάποιαν αντίφαση. Πλειοψηφία και τυραννική; Προφανώς πρόκειται για κοινοβουλευτική πλειοψηφία τυραννική απέναντι στη μεγάλη πλειοψηφία του Λαού. Πρόκειται για κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία συμπεριφέρεται ως δυνάστης, κραδαίνοντας μάλιστα αναιδώς και «πιστοποιητικό δημοκρατικής νομιμοποίησης», αν και η ίδια καλά γνωρίζει, ότι το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της την εγκατέλειψαν και ότι πλέον δεν αντιπροσωπεύει παρά μικρό ποσοστό του Εκλογικού Σώματος. Ενεργεί σε πολλές περιπτώσεις προφανώς αντίθετα προς την θέληση – αλλά και τα «καθημερινά συμφέροντα» (υπερφορολόγηση κλπ) - του Λαού, επικαλούμενη το «χρέος» της να ενεργεί προς το συμφέρον του, επικαιροποιώντας έτσι το περιβόητο από το δυναστικό παρελθόν: «όλα για τον Λαό, αλλ΄ ουδέν δια του Λαού». Η διαφορά της βέβαια από τον κληρονομικό δυνάστη είναι, πως γνωρίζει, ότι – αντίθετα προς αυτόν-  είναι αναλώσιμη και προσπαθεί έτσι να εκμεταλλευθεί και το τελευταίο δευτερόλεπτο παραμονής της στην εξουσία.
Η τυραννική πλειοψηφία, ακραία περίπτωση απομάκρυνσης από την αρχή της ταυτότητας και εναρμόνισης Κοινοβουλίου \ Λαού (όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ταυτίζεται με την πλειοψηφία Λαού) και κορυφαία έκφραση της μεταξύ τους αντίθεσης / δυσαρμονίας (όταν η μειοψηφία Λαού είναι κοινοβουλευτική πλειοψηφία). Κάποτε μια τέτοια αντίθεση ήταν πολιτικά αδιανόητη και οπωσδήποτε σπάνια και περιστασιακή, κυρίως σε περιπτώσεις μετάστασης βουλευτών από κόμμα σε κόμμα (βλ τα γεγονότα του 1965) ή σε κακή λειτουργία του εκλογικού συστήματος (βλ βουλευτικές εκλογές 1956) . Ήταν η εποχή, που η Δημοκρατία συμβάδιζε με τον κοινοβουλευτισμό ενάντια στην Μοναρχία. Τότε που το κοινοβουλευτικό ήταν εξ ορισμού και δημοκρατικό, η περίοδος της παντοδυναμίας της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η ιστορική πορεία κατέδειξε, ότι Δημοκρατία και Κοινοβουλευτισμός δεν ταυτίζονται. Δημοκρατικά και αντιπροσωπευτικά στοιχεία του πολιτεύματος δεν βαίνουν  πάντοτε παράλληλα, αλλά υπάρχουν στιγμές και ενίοτε –  ιδίως σήμερα - περίοδοι όχι μόνον αντίθεσης αλλά και ισχυρής σύγκρουσης. Στην Ελλάδα το ζήσαμε αυτό με τα γεγονότα του 1965, που ορθά θεωρήθηκαν ως «συνταγματική παρέκβαση», πέρα από τη συνταγματική κανονικότητα - παρά το ότι διετηρείτο η «τυπική κοινοβουλευτική νομιμότητα» -  και γι’ αυτό επιδιώχθηκε η επανεναρμόνιση του Κοινοβουλίου προς την Λαϊκή Θέληση. Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης η εναρμόνιση Λαού και Κοινοβουλίου ήταν αρχικά φυσικό αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτεύματος. Η αντίθεση κοινοβουλίου Λαού άρχισε να επανεμφανίζεται με την εισβολή του χρηματοπιστωτισμού και την συνακόλουθη παραμόρφωση του πολιτεύματος σε «χρηματοπιστωτικό αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτισμό». Στις αρχές κατά τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, μέλη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αντιστάθηκαν σθεναρά σε αυτή την συνταγματική και πολιτική παραμόρφωση. Τελικά κάμφθηκαν οι μεμονωμένες αντιστάσεις. Σαν να κυριάρχησε μια  συνταγματική αδιαφορία,  συνοδευόμενη από κάποιας μορφής πολιτικό αμοραλισμό.  Ο χρηματοπιστωτικός κοινοβουλευτισμός βασίστηκε στην κομματική πειθαρχία, η οποία ξεκίνησε ως υγιές δημοκρατικό συνταγματικοπολιτικό φαινόμενο, ως μέσο άμυνας εναντίον παρεμβάσεων του στέμματος στα εσωτερικά των κομμάτων και διαφύλαξης της εσωτερικής τους ενότητας, ως ισχυρός μοχλός μετατροπής της Λαϊκής Θέλησης σε κοινοβουλευτική – κρατική θέληση. Ποιος μπορούσε τότε να φαντασθεί, ότι η κομματική πειθαρχία θα έστρωνε τον  δρόμο για την κοινοβουλευτική επικράτηση του πολιτικού  χρηματοπιστωτισμού και την μετατροπή του Εθνικού Κοινοβουλίου από κρατικό όργανο λήψης αποφάσεων – με πλήρη κυριαρχία – υπέρ του Λαού και του Έθνους, σε όργανο τυπικής επικύρωσης ξένων αποφάσεων και επιψήφισης μεταφρασμένων νομοσχεδίων, δηλαδή σε χρηματοπιστωτικό παράρτημα. Δύναμη της χρηματοπιστωτικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν είναι η αλήθεια και η ουσία των θέσεων της, αλλά η πολυσήμαντη αδυναμία των μελών της. Όσο μεγαλύτερη πνευματική, οικονομική, πολιτική, χαρακτηρολογική κλπ αδυναμία, τόσο πιο συμπαγής πλειοψηφία.  Η κυριαρχία της μετριότητας και της «τυφλότητας» αποτελεί προϋπόθεση της τυραννικής πλειοψηφίας. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυρισθεί: και πως διαπιστώνεται αυτή η διάσταση κοινοβουλίου και Λαού; Ποιες είναι οι ενδείξεις – αν όχι αποδείξεις – που αποδεικνύουν αυτή την μεταβολή; Το ερώτημα αυτό θυμίζει έντονα την πρώϊμη κοινοβουλευτική περίοδο, στην οποία οι κυβερνήσεις μειοψηφίας δεν συγκαλούσαν τη Βουλή για να μην αποδειχθεί η μειοψηφία τους. Και τελικά οι έλληνες εξεγέρθηκαν για να επιβάλλουν την αρχή κατά την οποία η κυβέρνηση πρέπει να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή σε κάθε χρονικό σημείο, είτε η βουλή είναι παρούσα, δηλαδή σε σύνοδο, είτε απούσα. Και καθιερώθηκε έτσι και η απόλυτη αρχή της διατήρησης και αμέσως μετά η σχετική αρχή της δεδηλωμένης. Τότε η κομματική ιδιότητα των βουλευτών βοηθούσε περισσότερο τον προσδιορισμό  της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Σήμερα προβάλλεται, ότι η διάσταση πλειοψηφίας του Εκλογικού Σώματος και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι δύσκολο και δεν μπορεί να «αποδειχθεί» παρά μόνον με εκλογές. Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις δεν παρέχουν ασφαλές κριτήριο γιατί εκτός του ότι είναι «φωτογραφίες της στιγμής» δεν είναι δύσκολο να προσκομιστούν δημοσκοπήσεις με αντίθετα συμπεράσματα (αν και υπάρχουν  και περιπτώσεις, που λίγο πολύ όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τα ίδια αποτελέσματα). Αλλά και κάποιες συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες  πάντοτε μπορούν να οργανωθούν από τους πολιτικούς αντιπάλους. Υπάρχουν βέβαια και  οι παλλαϊκές συγκεντρώσεις (όπως τα συλλαλητήρια της 21ης Ιανουαρίου και 4ης Φεβρουαρίου 2018),  των οποίων «το μέγα πάθος και το μέγα πλήθος» δεν μπορεί να αποκρυβεί, δεδομένων μάλιστα των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας. Πέραν όμως από όλα αυτά - αλλά και άλλα που θα μπορούσαν να προστεθούν - υπάρχει ένα αδιάψευστο και αμάχητο τεκμήριο της αναντιστοιχίας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πλειοψηφίας Λαού. Είναι η ίδια η αιτία που την δημιούργησε.  Είναι η απεμπόληση του προεκλογικού προγράμματος και η μεταστροφή της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι, ότι άλλο διακηρύχθηκε προεκλογικά και άλλο εφαρμόζεται μετεκλογικά, είναι η μετεκλογική μεταμόρφωση με την λήψη βαρύτατων αντιλαϊκών μέτρων. Και θα αποτελούσε παράβαση κάθε κανόνα της λογικής, αν ισχυριζόταν κανείς, ότι ο Λαός εξακολουθεί να είναι  υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας,  δηλαδή και υπέρ των μέτρων που λαμβάνονται εις βάρος του, ερήμην του κατά παραπλάνησή του και ενάντια στο στοιχειώδη κανόνα pacta sunt servanda. Η εφαρμογή δυσβάστακτης αντιλαϊκής πολιτικής (πχ υπερφορολόφηση, μείωση μισθών/συντάξεων, αποδόμηση του Κοινωνικού Κράτους κλπ) διαφορετικής από εκείνη, που εξαγγέλθηκε προεκλογικά δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο δυσαρμονίας πλειοψηφίας Λαού και πλειοψηφίας Κοινοβουλίου, το οποίο μόνον με αντίθετο εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να ανατραπεί.
Η τυραννική πλειοψηφία οφείλεται στην «μετεκλογική μεταμόρφωση», στη διάσταση μεταξύ  προεκλογικών διακηρύξεων - υποσχέσεων και μετεκλογικής κυβερνητικής πολιτικής. Κυρίως στην περίπτωση της χρηματοπιστωτικής τυραννικής πλειοψηφίας δεν πρόκειται απλώς για αθέτηση ορισμένων προεκλογικών υποσχέσεων, κάτι το οποίο λίγο πολύ πάντοτε υπήρχε στην πολιτική ζωή. Η μετεκλογική μεταμόρφωση της χρηματοπιστωτικής τυραννικής πλειοψηφίας έχει πολύ πιο έντονα ποσοτικά και ποιοτικά γνωρίσματα. Πρόκειται για κυβερνητική πρακτική εκ διαμέτρου αντίθετη από την διακηρυχθείσα προεκλογικά, δηλαδή τελικά  για συνολική άρνηση των βασικών κ.ά διακηρύξεων.  Και αυτό «δικαιολογείται» με το επιχείρημα, της άγνοιας, σαν να επιτρέπεται και να συγχωρείται η άγνοια σε τόσο σοβαρά θέματα.  Η τυραννική πλειοψηφία συνεχίζει  να ενεργεί «προς όφελος του Λαού» (όπως επιχειρηματολογεί) ερήμην όμως και αντίθετα προς την θέληση του Λαού. Οι πραγματικοί λόγοι της μετεκλογικής μεταστροφής της πλειοψηφίας, ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία πραγματοποιείται έχουν πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον, βρίσκονται όμως έξω από τα όρια του παρόντος. Νομική – συνταγματική βάση αυτής της μετεκλογικής μετατροπής αυτό το ίδιο το αντι-προσωπευτικό σύστημα, η πολιτική αντι-προσώπευση

 Εξαιρετικά ενδιαφέρον και κρίσιμο συνταγματικά και πολιτικά θέμα είναι αυτό της αντιμετώπισης της τυραννικής πλειοψηφίας. Το ζήτημα είναι μείζον διότι αφορά αυτή την ίδια την Δημοκρατία, στην οποία η πλειοψηφία (Λαού και Κοινοβουλίου «κυβερνά» και η μειοψηφία (Λαού και Κοινοβουλίου «ελέγχει»). Διάφορα Συντάγματα, όπως και το ελληνικό δεν έχουν συνταχθεί σε κλίμα  αντιμετώπισης  της τυραννικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.  Το Κοινοβούλιο ως ¨μικρογραφία» και «καθρέφτης» του Λαού -και κατ΄ αναλογία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία- εθεωρείτο  πάντοτε  a priori φύλακας και προστάτης του Εκλογικού Σώματος και σε καμία περίπτωση απειλή, από την οποία χρειάζεται προστασία. Έτσι σε πολλά Συντάγματα δεν προβλέπονται κατάλληλα συνταγματικά μέσα για την αντιμετώπιση της «πλειοψηφικής απειλής».  Στο ελληνικό Σύνταγμα η αντίθεση κοινοβουλίου και Λαού προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1975 ως  προφανής «δυσαρμονία» κοινοβουλίου και «λαϊκού αισθήματος».  Ως μέσο αντιμετώπισης της αντίθεσης αυτής και της επαναναρμόνισης  Κοινοβουλίου – Λαού προβλεπόταν η προεδρική διάλυση της βουλής μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (άρθρ. 41 παρ.1) αλλά και το «προεδρικό δημοψήφισμα» δηλαδή το δημοψήφισμα  με πρωτοβουλία του  Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ. 43 παρ. 2). Το προεδρικό δημοψήφισμα ήταν μια ορθή – ‘όχι όμως πλήρης – συνταγματική πρόβλεψη, που δυστυχώς απαλείφθηκε με την αναθεώρηση του έτους 1986  και η οποία σε μια μελλοντική αναθεώρηση πρέπει να επανέλθει παράλληλα με το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών.  Η ίδρυση Γερουσίας  σε συνδυασμό με τον επανασχεδιασμό  των διαιτητικών κυρίως προεδρικών αρμοδιοτήτων  και η αξιοποίηση του Δημοψηφίσματος (πχ για πρόωρη διάλυση της Βουλής) μπορούν να  αποτελέσουν αποτελεσματικές συνταγματικές διεξόδους για την συνταγματική αντιμετώπιση της τυραννικής πλειοψηφίας.  Μέχρι τότε δεν μένει παρά η ενεργοποίηση των πολιτών και η φιλοπατρία των  Ελλήνων, στους οποίους ο συντακτικός νομοθέτης εναποθέτει την φύλαξη του Συντάγματος(άρθρ. 120).


2 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ισως βασικη αιτια πολλων ειναι η παιδεια π.χ.Τι θα ελεγαν ευρωπαιοι δικαστες οταν μικρες επιμελημενες σιωπες με μη εφαρμογη του Ν 2690/1999 ... ηγετων πνευματικων σε ΝΠΔΔ εκπαιδευουν για μεγαλες με απροβλεπτες αρνητικες οικονομικες,πολιτικες συνεπειες? π.χ.Tην 27-6-17 υπεβαλα αιτηση στη Πρυτανεια να ενεργησει ωστε η Νομικη Σχολη να εφαρμοσει τον Ν 2690/1999 αρθρο 4(ως οφειλει διοτι το ΑΠΘ ειναι ΝΠΔΔ) σχετικα με αιτηματα /ερωτησεις μου για 1. την νομιμοτητα της κρισης απο τριμελη επιτροπη(Φραγκακις ,Καμαρινοπουλος,Κορτεσης) του Γενικου Τμηματος της διδακτορικης μου διατριβης 6 ετη μετα την καταθεση της, 2. για το αν νομικα επιβαλεται τα αιτηματα να τεθουν στη Συνελευση της Νομικης Σχολης και 3 την χοροιγηση αντιγραφου πρακτικων της σχετικης συνελευσης.Ο Ν 2690/1999 αρθρο 4 επιβαλει η Νομικη Σχολη να απαντησει σε καθε αιτηση εντος χρονικου οριου και αν η αιτηση υποβληθει σε αναρμοδια υπηρεσια αυτη οφειλει εντος 5 ημερων να την διαβιβασει στη αρμοδια υπηρεσια και να γνωστοποιησει τουτο στον ενδειαφερομενο. O Πρυτανης στην απαντηση του θεωρει ως δεουσα ενεργεια για να εφαρμοσει η Νομικη Σχολη τον Ν 2690/1999 αρθρο 4 να διαβιβασει το θεμα στον Προεδρο του Τμηματος Αγρονομων και Τοπογραφων Μηχανικων Καθηγητη κ Δημητριο Τσουλη αλλα το ανωτερω Τμημα δεν με εχει ενημερωσει για καμια σχετικη ενεργεια του μετα τις υποδειξεις του Πρυτανη ενω και απο 26-6-2015 του εχω υποβαλει τα νομικα ερωτηματα για την κριση του διδακτορικου., ..https://www.facebook.com/media/set/?set=a.526469284395243.1073741828.491131944595644&type=3

    ΑπάντησηΔιαγραφή