Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Η ΑΔΕΣΜΕΥΤΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ




Του Ανδρέα  Δημητρόπουλου

1.      Κομματική και επιστημονική ερμηνεία
Τόσο εκτός όσο και εντός Βουλής – κατά την  συζήτηση στην Ολομέλεια του πορίσματος της Επιτροπής Αναθεώρησης, τέθηκε – ως μη όφειλε- επανειλημμένα και μετ΄ επιτάσεως το ζήτημα της δέσμευσης της επόμενης αναθεωρητικής Βουλής από την απόφαση της παρούσας Βουλής, ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητικών της προτάσεων. Η κυβερνητική πλειοψηφία υποστήριξε σθεναρά την θέση, που είχε και παλαιότερα διατυπώσει ο πρωθυπουργός, ότι οι αναθεωρητικές προτάσεις  της παρούσας Βουλής είναι δεσμευτικές ως προς το περιεχόμενό τους και οφείλει να τις ακολουθήσει η επόμενη Βουλή. Αντίθετα η αντιπολίτευση αντέτεινε ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «κομματική ερμηνεία» του Συντάγματος εμπεριέχει σκοπιμότητες και πέρα από τα μειονεκτήματά της, βοηθά στην κατανόηση της «πραγματικής λειτουργίας» της διάταξης. Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δεσμευτικός χαρακτήρας της πρότασης εξασφαλίζει την υλοποίηση της πολιτικής βούλησης της σημερινής πλειοψηφίας, ενώ η αντίθετη λύση επιτρέπει στην νέα πλειοψηφία να ρυθμίσει το όλο ζήτημα.
Η ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορεί παρά να προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων και κριτηρίων και το τελικό αποτέλεσμά της αναγκαία θα υιοθετήσει κάποια άποψη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθετεί και οποιαδήποτε κομματική υστεροβουλία.

2.      Αναθεωρητική πρόταση και Αναθεώρηση
Αφετηρία της απάντησης αποτελεί η αυστηρότητα του Συντάγματος. Το Ελληνικό Σύνταγμα είναι αυστηρό, δηλαδή για όσες διατάξεις του επιτρέπεται η αναθεώρηση, καθιερώνει αναθεωρητική διαδικασία πιο δύσκολη από εκείνη των νόμων, αποτρέποντας έτσι τις «εν θερμώ» ή τις «γρήγορες» αναθεωρήσεις. Η παραδοχή δεσμευτικού χαρακτήρα της πρότασης αποδυναμώνει τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Για τον λόγο αυτό –μεταξύ άλλων-  η όλη ρύθμιση του Συντάγματος βασίζεται στην διάκριση μεταξύ αναθεωρητικής πρότασης και αναθεώρησης. Η αναθεωρητική πρόταση γίνεται από οποιαδήποτε «κοινή» δηλαδή Βουλή, από την κοινή δηλαδή νομοθετική εξουσία. Η αναθεώρηση όμως γίνεται από την επόμενη, μετά δηλαδή τις εκλογές Βουλή, η οποία είναι και η αναθεωρητική, η Βουλή που ασκεί αναθεωρητική εξουσία.  Για τον χαρακτήρα των συμπραττουσών Βουλών ως κοινής μεν της πρώτης και ως αναθεωρητικής της δεύτερης δεν φαίνεται να υπάρχει εύλογη  αμφιβολία.

3.      Η Ιεραρχική σχέση
Μεταξύ όμως των Βουλών αυτών δεν υπάρχει ισοτιμία αλλά ιεραρχική σχέση. Η συντακτική αναθεωρητική εξουσία υπερέχει της κοινής νομοθετικής εξουσίας. Είναι επομένως η ιεραρχία των εξουσιών και των οργάνων, εκείνη η οποία θέτει το απαραίτητο ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να λυθεί οποιαδήποτε ερμηνευτική αμφιβολία. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο εφόσον πρόκειται για ζητήματα «δέσμευσης». Πως είναι δυνατόν να υποστηρίζεται, ότι  η κοινή νομοθετική Βουλή δεσμεύει την Αναθεωρητική, δηλαδή, ότι η νομοθετική εξουσία δεσμεύει την συντακτική/αναθεωρητική εξουσία; Η ιεραρχία των εξουσιών αποκρούει την εκδοχή της δέσμευσης
Δέσμευση της δεύτερης από την πρώτη Βουλή με καθαρά επιστημονικά κριτήρια θα μπορούσε να υποστηριχθεί, μόνον εφόσον το όριζε ρητή συνταγματική διάταξη με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία. Όμως στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για καθιέρωση άλλου συστήματος, δηλαδή αναθεωρητική θα ήταν και η πρώτη και η δεύτερη Βουλή, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με την ισχύουσα ελληνική ρύθμιση.  Στο ισχύον σύστημα οι συμπράττουσες Βουλές βρίσκονται σε ιεραρχική σχέση.  Γι αυτό η πρώτη Βουλή απλώς προτείνει και η επόμενη αναθεωρεί.

4.      Ανάγκη αναθεώρησης και Αναθεώρηση
Όπως ρητά ορίζει το Σ. άρθρ, 110 παρ 2 η προτείνουσα Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος δηλαδή δεν αναθεωρεί αλλά εντοπίζει ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι αναγκαία. Και είναι πολύ μακράν και του γράμματος του Συντάγματος η άποψη, ότι η διαπίστωση της ανάγκης συνιστά αναθεώρηση. Κατά μείζονα λόγο, όταν η επόμενη η Αναθεωρητική δηλαδή Βουλή έχει την εξουσία να μην προχωρήσει στην αναθεώρηση, να κρίνει δηλαδή, ότι η αναθεώρηση δεν είναι αναγκαία. Πως είναι επομένως δυνατόν να υποστηρίζεται  και πέρα των άλλων, ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται να προβεί στην αναθεώρηση, αν όμως προχωρήσει δεσμεύεται από το περιεχόμενο της πρότασης; Καταλήγει δηλαδή στο άτοπο, ότι η Αναθεωρητική Βουλή αν δεν συμφωνεί με την πρόταση, τελικά δεν θα προβεί στην αναθεώρηση προκειμένου να αποφύγει την δέσμευση. Πάλι δηλαδή μπορεί να ματαιώσει την «δεσμευτικότητα». Δεν αντέχει επομένως η άποψη αυτή σε  λογική ανάλυση.

5.      Ο ειδικός καθορισμός των διατάξεων
Κατά την ίδια διάταξη του άρθρ. 110 παρ. 2 με την απόφαση της νομοθετική εξουσίας καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Με την διάταξη αυτή ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει το περιεχόμενο και την μορφή της πρότασης. Ρητά ορίζει ότι καθορίζονται οι αναθεωρητέες διατάξεις. Αρκεί δηλαδή η αναφορά στην πρόταση της νομοθετικής εξουσίας των αριθμών των διατάξεων και δεν απαιτείται να αναφέρεται οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο. Και από αυτή επίσης την διατύπωση συνάγεται ότι δεν υπάρχει δεσμευτικότητα ως προ το περιεχόμενο της πρότασης , εφόσον δεν ορίζεται ότι πρέπει να αναφέρεται οποιοδήποτε αναθεωρητικό περιεχόμενο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η νομοθετική Βουλή δεν μπορεί να διατυπώσει κάποιο αναθεωρητικό περιεχόμενο. Ασφαλώς μπορεί ΄και οπωσδήποτε είναι πολύ καλλίτερα να συμπεριλάβει και συγκεκριμένες νομοτεχνικά διατυπωμένες προτάσεις. Σημαίνει μόνον ότι οι προτάσεις αυτές δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Η λεγόμενη «θεωρία των κατευθύνσεων» όχι μόνον δεν βοηθά αλλά και περιπλέκει τα πράγματα. 
Η αναθεωρητική πρόταση περιορίζεται στον εντοπισμό των διατάξεων. Όπως ρητά ορίζεται στο άρθρ. 110 παρ.3    αφού η αναθεώρηση – δηλαδή η ανάγκη αναθεώρησης-  αποφασιστεί από τη (κοινή) Βουλή η επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή κατά την πρώτη σύνοδό της αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις. Ρητά η αποφασιστική εξουσία ανατίθεται στην επόμενη Βουλή.

6.      Η παρεμβολή των Εκλογών
Η μεγάλη εγγύηση της όλης αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η παρεμβολή των εκλογών. Τα βασικά προς αναθεώρηση θέματα οπωσδήποτε ενδιαφέρουν τους ψηφοφόρους αλλά και ευρύτερα η ανάδειξη της ίδιας πλειοψηφίας αποτελεί συμφωνία προς την  αναθεωρητικής της πρωτοβουλία και έτσι η αναθεωρητική της πρόταση αποκτά πολιτικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Αντίθετα η ανάδειξη άλλης πλειοψηφίας έχει τις ανάλογες επιπτώσεις επί της αναθεώρησης (όπως έγινε το 2008).  

Επιλογικά και αναφορικά πάντα γενικότερα προς την δεσμευτικότητα πρέπει να τονιστεί, ότι  η αναζήτηση του δεσμευτικού χαρακτήρα της αναθεωρητικής πρότασης έχει πολύ λιγότερη σημασία από το μείζον ζήτημα της  εφαρμογής της βέβαιης δεσμευτικότητας του αποτελέσματος των κατά το άρθρο 44 δημοψηφισμάτων.  



ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ομ, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών



.



Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΙ ΑΚΡΟΒΑΤΙΣΜΟΙ




  

1. Στην μνημονιακή Ελλάδα στην οποία η τήρηση και η εφαρμογή του Συντάγματος αγκομαχά και υποφέρει κάτω από την πίεση του χρέους και των δανειστών,  δεν είναι ασφαλώς λίγες οι φορές, κατά τις οποίες η κοινοβουλευτική πραγματικότητα βγαίνει έξω από το όρια της συνήθους κοινοβουλευτικής πρακτικής, των κοινοβουλευτικών ηθών και της κοινοβουλευτικής κανονικότητας. Στο πλαίσιο αυτό  ανήκουν, οι προσπάθειες ad hoc τροποποίησης του Κανονισμού της Βουλής και οι νεόκοπες  ¨δηλώσεις στήριξης¨.
2.        Την έννοια και τη συγκρότηση των Κοινοβουλευτικών ομάδων (ΚΟ) ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής (ΚΒ).  O ελάχιστoς αριθμός Boυλευτών για τη συγκρότηση μιας Koινoβoυλευτικής Oμάδας είναι δέκα. Αν στην πορεία αποχωρήσουν βουλευτές ο χαρακτήρας και η αναγνώριση όπως επίσης και τα προνόμια της κοινοβουλευτικής ομάδας διατηρούνται μέχρι και του αριθμού των πέντε βουλευτών, εφόσον συντρέχουν οι (δύο) προϋποθέσεις που ορίζει ο ΚΒ. Κατά την πρώτη που ενδιαφέρει  εν προκειμένω, πρέπει  οι  πέντε βουλευτές να εκλέχθηκαν με το συγκεκριμένο κόμμα και  εξακoλoυθoύν να ανήκoυν σε αυτό. Αν επομένως έχουν απομείνει 4 από τους παλαιούς βουλευτές και έχει προσχωρήσει ένας, πληρούται το αριθμητικό όχι όμως και το «ποιοτικό» κριτήριο. Είναι ακριβώς η κατάργηση του ποιοτικού κριτηρίου εκείνη που επιδιώκεται με την τροποποίηση του ΚΒ έτσι ώστε να αρκεί ο αριθμός των βουλευτών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πολιτική τους καταγωγή. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι θα είναι καλλίτερη και η μείωση του ελάχιστου αριθμού που απαιτείται για την συγκρότηση ΚΟ. Πέρα από την θέση, υπέρ ή κατά, που μπορεί να έχει κανείς για τα συγκεκριμένα θέματα, αναντίρρητο είναι ότι αλλαγές τόσο στον ΚΒ ή και οπουδήποτε αλλού πρέπει να γίνονται γενικά και απρόσωπα και όχι να έχουν φωτογραφικό χαρακτήρα ή και να επιτρέπουν την υπόνοια έστω ότι γίνονται ανταποδοτικά.
3.         Κατά τον ΚΒ κάθε βoυλευτής μπoρεί να ανήκει σε μία μόνo Koινoβoυλευτική Oμάδα. Κάθε βουλευτής μπορεί είτε να ανήκει σε μια ΚΟ είτε να μην ανήκει, δηλαδή να είναι ανεξάρτητος. Εφόσον όμως ανήκει σε ΚΟ, μπορεί να επιλέξει μόνον μία, δεν μπορεί δηλαδή να είναι μέλος δύο κοινοβουλευτικών ομάδων. Δεν μπορεί ένας βουλευτής να είναι μέλος δύο πχ συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων ΚΟ  και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι μέλος της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης. Τέτοιες καταστάσεις δεν αντιβαίνουν απλά στην κοινοβουλευτική πρακτική αλλά και στην κοινοβουλευτική και την κοινή λογική. Από την άποψη αυτή οι ¨δηλώσεις στήριξης¨ των 6 βουλευτών είναι ιδιαίτερα προβληματικές και κυρίως των δύο εξ αυτών οι οποίοι δεν είναι ανεξάρτητοι αλλά ανήκουν ήδη σε άλλη κοινοβουλευτική ομάδα. Και τούτο διότι αφενός με απαγορεύεται ένας βουλευτής να ανήκει σε δύο κοινοβουλευτικές ομάδες, αφετέρου διότι είναι αδιανόητο βουλευτής  κοινοβουλευτικής ομάδας να μη στηρίζει την ομάδα στην οποία ανήκει αλλά να υποβάλλει δήλωση στήριξης υπέρ άλλης.
4.        Οι Boυλευτές θεωρoύνται ότι ανήκoυν στην Koινoβoυλευτική Oμάδα τoυ Kόμματoς με τo oπoίo εκλέχθηκαν, εκτός αν δηλώσoυν ενυπόγραφα διαφoρετική πρoτίμηση. H ενυπόγραφη αυτή δήλωση μπoρεί να υπoβληθεί στoν Πρόεδρo της Boυλής oπoτεδήπoτε κατά τη διάρκεια της βoυλευτικής περιόδoυ. Κατά τον ΚΒ στον Πρόεδρο υποβάλλεται δήλωση προτίμησης για την ένταξη σε κάποια ΚΟ ή δήλωση αποχώρησης και ανεξαρτητοποίησης. Δήλωση ¨στήριξης¨ δεν προβλέπεται, προφανώς διότι εμπεριέχει έντονη αντιφατικότητα. Ουσιαστικά σημαίνει ένταξη στην ΚΟ υπέρ της οποίας δηλώνεται η στήριξη, τυπικά όμως … διατηρείται η ιδιότητα του … ανεξάρτητου ή του μέλους άλλης ΚΟ. Όμως έχοντας υποβάλλει τέτοια δήλωση ουδείς είναι πλέον ούτε  … ανεξάρτητος ούτε…. μέλος άλλης ΚΟ. Είναι χρέος του Προέδρου της Βουλής να άρει τους αντίθετους προς την κανονικότητα κοινοβουλευτικούς αυτούς ακροβατισμούς.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ     5.2/2019