Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η Συνταγματικότητα της Υποχρέωσης Εμβολιασμού εν μέσω πανδημίας Δεν υπάρχει ελευθερία μόλυνσης,

 


Ανδρέας Δημητρόπουλος 

Ομ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου 

Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών



 

Η πανδημία δικαίωσε την θεωρία την θεσμικής προσαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων, των οποίων οι περιορισμοί δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα παραδοσιακά συνταγματικά κριτήρια.Η πανδημία συνιστά Έκτακτη κατάσταση Υγειονομικής ανάγκης  η οποία θέτει το ευρύτερο θεσμικό - συνταγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνται προσαρμοζόμενα τα συνταγματικά  δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό τα δικαιώματα υφίστανται  θεσμική προσαρμογή, προσαρμόζονται δηλαδή περιορίζονται κατά το μέτρο εκείνο που επιβάλλει η αιτιώδης συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στο συγκεκριμένο δικαίωμα και στο θεσμικό περιβάλλον της πανδημίας. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι δικαιώματα των οποίων η άσκηση διευκολύνει την παραπέρα μετάδοση της νόσου πρέπει να περιορίζονται κατά το αναγκαίο μέτρο, ώστε να εμποδίζεται η μετάδοση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι η ελευθερία άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν εμπεριέχει ελευθερία μετάδοσης της νόσου. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ελευθερία μόλυνσης ούτε με την παθητική ούτε με την ενεργητική έννοια του της λέξης. 

  Η ένταση της δεν είναι σταθερή, άλλοτε αυξάνεται και άλλοτε μειώνεται. Οι διακυμάνσεις της νόσου προκαλούν και τις ανάλογες διακυμάνσεις στο θεσμικό συνταγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα.  Άλλη λοιπόν είναι η ένταση των περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων στην αρχή μιας πανδημίας και άλλοι είναι στην κορύφωση της. Περιορισμοί που στην αρχή της πανδημίας μπορούσαν να είναι αρκετοί για την αντιμετώπιση της νόσου ενδεχομένως να μην επαρκούν με την αύξηση της έντασης και την κορύφωση της. Η αντιμετώπιση της στο στάδιο αυτό εύλογα χρειάζεται εντονότερους περιορισμούς.  Εδώ ακριβώς, εν μέσω δηλαδή της κορύφωσης  της πανδημίας,  ανακύπτει το θέμα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού ως επιτακτικά αναγκαίου κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης μέσου για την προστασία ενός εκάστου ατόμου και του κοινωνικού συνόλου. Όταν λοιπόν παρά τη λήψη διαφόρων μέτρων η πανδημία εξακολουθεί να καλπάζει και να αποτελεί έτσι υπαρκτό άμεσο και μέγιστο κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο, όταν όλα τα άλλα μέτρα δεν έχουν αποδώσει και δεν έχουν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα τότε αποκτά μεγάλη σημασία η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Η συνταγματικότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού βαίνει παράλληλα και ανάλογα προς την κρισιμότητα της κατάστασης της πανδημίας

   Γεννάται το ερώτημα αν μπορούν να γίνονται διαφοροποιήσεις και κυρίως με το ηλικιακό κριτήριο. Η απάντηση στο ερώτημα για την δυνατότητα  επιβολής  γενική υποχρέωσης εμβολιασμού είναι καταφατική, καθόσον ο κίνδυνος μετάδοσης υπό τις παρούσες συνθήκες κορύφωσης της πανδημίας, στις οποίες ακόμη οι εμβολιασμένοι μπορούν να νοσήσουν και να μεταδώσουν τη νόσο, υπάρχει σε κάθε περίπτωση. Επιφυλάξεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν μόνο για αποδεδειγμένα αναμφισβήτητες περιπτώσεις απομόνωσης χωρίς δυνατότητα παραπέρα μετάδοσης της νόσου. Η γενική υποχρέωση εμβολιασμού δεν έρχεται πάντως σε αντίθεση με την σταδιακή επιβολή του μέτρου βασιζόμενη σε διάφορα κριτήρια όπως είναι η αναγκαιότητα της προστασίας για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ο ριθμός των διαθέσιμων εμβολίων ή εμβολιαστικών κέντρων κλπ.

   Τα παραπάνω αφορούν την ουσία της όλης αντιμετώπισης του μέγιστου κινδύνου της πανδημίας. Όμως στις Δημοκρατίες θεματοφύλακας της ουσίας είναι ο τύπος. Η Δημοκρατία και τα συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να διαφυλάσσονται και από κάθε κίνδυνο όχι μόνον παρόντα αλλά και μελλοντικό  που αν και δεν υπάρχει την δεδομένη στιγμή μπορεί να εμφανιστεί και να απειλήσει αργότερα, Οι θεσμοί δεν σχεδιάζονται μόνο για το παρόν αλλά για να διαρκούν και να εφαμόζονται και  στο μέλλον.  Η υγειονομική κατάσταση ανάγκης όπως έχει σήμερα είναι άτυπη. Τόσο η διάρκεια εμφάνισης της όσο και η ένταση των περιορισμών που έχουν επιβληθεί και ενδεχομένως πρόκειται να επιβληθούν αλλά κι οι πιθανότητες επανεμφάνισης της κατάστασης αυτής που δεν φαίνονται λίγες,  απαιτούν τη μετατροπή  από άτυπη σε τυπική.  Αυτό σημαίνει κυρίως ότι ιδιαιτέρως η έναρξη η παράτασης και η λήξη  της υγειονομικής κατάστασης ανάγκης, όργανα διαδικασίες περιορισμοί και άλλες προϋποθέσεις πρέπει να ρυθμιστούν λεπτομερώς. Η συμμετοχή του κοινοβουλίου πρέπει να αποκτήσει θεσμικό χαρακτήρα και να μην έχει μόνον τον πυροσβεστικό χαρακτήρα  της κύρωσης των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.


Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ


ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ 

Oμ. Καθηγητής Νομικής Σχολής

Πανεπιστημίου Αθηνών

Δημοσιεύθηκε στις 11 Ιουνίου 2021 στο News 247, συνέντευξη στην Αντ. Ξυνού μαζί με κείμενα των Κ, Χρυσόγονου και Π. Λαζαράτου 

Η πανδημία δοκιμάζει όχι μόνο την υγεία αλλά και τις διανθρωπικές σχέσεις και τους θεσμούς και αυτό το ίδιο το Συνταγματικό Δίκαιο το οποίο με τις παραδοσιακές  υποκειμεωικές - δικαιωματοκεντρικές μεθόδους δεν μπορεί να εξηγήσει την «συρρίκνωση» που αναγκαία υφίστανται σήμερα τα Συνταγματικά Δικαιώματα. Πράγματι η μόνη μέθοδος που μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις αλλά και να θέσει τα απαραίτητα όρια είναι η μέθοδος της Θεσμικής Προσαρμογής των συνταγματικών Δικαιωμάτων η οποία εκτός από το (υποκειμενικό) δικαίωμα λαμβάνει υπόψη και το (αντικειμενικό) νομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκείται δηλαδή τους θεσμούς.

Κατά πρώτο πρέπει να τονιστεί ότι στο δημοκρατικό κοινωνικό κράτος δικαίου κανείς δεν μπορεί νόμιμα να υποχρεώσει άμεσα οποιοnδήποτε άνθρωπο και να τον υποβάλλει σε εμβόλιο ή άλλη επέμβαση σώματος. Η ελευθερία του ατόμου επάνω στο σώμα του κατοχυρώνεται συνταγματικά.

Ωστόσο είναι δυνατή η έμμεση υποχρέωση εμβολιασμού. Και τούτο διότι στον κοινωνικό χώρο δεν είμαστε μόνοι μας, τα δικαιώματα μας δεν τα ασκούμε μεμονωμένα. Αντίθετα, αποκτούν αξία και αναδύεται η χρησιμότητα και η σκοπιμότητα τους, όταν είμαστε μέσα στην κοινωνία. Τα δικαιώματα μας δεν τα ασκούμε σε "κοινωνικό κενό" στο άπειρο, αλλά στο πλαίσιο μερικότερων θεσμών. Για αυτό δεν τίθεται μόνο το ζήτημα της άσκησης των δικαιωμάτων ενός εκάστου, αλλά ταυτόχρονα και το ζήτημα της επίδρασης της άσκησή τους  στα δικαιώματα των άλλων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες, που έχει η άσκηση των δικαιωμάτων μας στο κοινωνικό χώρο, οι οποίες  μπορεί να είναι  αφενός μεν απλές επιδράσεις -όπως π.χ. είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος που προκαλεί ένα αυτοκίνητο- αφετέρου δε απλοί περιορισμοί ή και προσβολές των δικαιωμάτων των άλλων. Επειδή ακριβώς τα δικαιώματα  ασκούνται μέσα σε κάποιο θεσμικό περιβάλλον, το Σύνταγμα  προβλέπει  την άσκησή τους σε συνάρτηση με τους επίσης συνταγματικά προβλεπόμενους θεσμούς. 

Στην προκειμένη περίπτωση της πανδημίας που μαστίζει, το Ελληνικό Σύνταγμα με την προστασία της δημόσιας υγείας ιδρύει μια υγειονομική κυριαρχική σχέση δημοσίου δικαίου (αντικειμενικό νομικό περιβάλλον). Όταν η σχέση αυτή ενεργοποιείται όπως τώρα με την πανδημία, το κράτος μπορεί να λάβει ορισμένα αναγκαία μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, τα οποία μπορεί να επηρεάζουν ορισμένα συνταγματικά δικαιώματα. Ουσιαστικά πρόκειται για τη θεσμική προσαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων, που σημαίνει εν προκειμένω ότι το κράτος μπορεί να περιορίζει μόνο τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία συνδέονται με αιτιώδη συνάφεια με τη μετάδοση του ιού, και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο. Μέσα στην επιδημία, δηλαδή, το κράτος δεν μπορεί να λογοκρίνει, να περιορίσει την ελευθερία του λόγου κλπ, αλλά μπορεί να περιορίζει την ελευθερία της κίνησης ως προς τις μορφές εκείνες και κατά το μέτρο που είναι απαραίτητο για να προστατεύεται η δημόσια υγεία, η υγεία ενός εκάστου.

Έτσι λοιπόν ως γενικό κανόνα μπορούμε να πούμε ότι λόγω της πανδημίας είναι θεμιτός ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης μόνο όμως κατά το μέτρο εκείνο που επιβάλλεται από υγειονομικούς λόγους επιστημονικά θεμελιωμένους και συνίσταται στις περιπτώσεις όπου συγκεντρώνονται πολλά άτομα στο ίδιο χώρο, κυρίως σε κλειστό. Αντίθετα, είναι αντισυνταγματικός ο περιορισμός της ελευθερίας της κίνησης σε χώρους που δεν υπάρχει ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού, αυτό που θα ονομάζαμε ανέπαφη κίνηση. Για παράδειγμα, η μετάβαση με το αυτοκίνητο στο εξοχικό όπου θα είμαι μόνος, είναι θεμιτή διότι δεν εμπεριέχει κίνδυνο μετάδοσης του ιού και επομένως η απαγόρευσή της δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα.

Πράγματι μπορούν να επιβληθούν έμμεσοι περιορισμοί επιβαλόμενοι από την αιτιώδης συνάφεια. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η είσοδος σε αεροπλάνα, η είσοδος σε αίθουσες διδασκαλίας ή σε άλλες κλειστές αίθουσες, όπως του κινηματογράφου, ή ακόμη και η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς όπου υπάρχει συνωστισμός. Εκεί υπάρχει πράγματι κίνδυνος μετάδοσης και μπορούν να υπάρξουν περιορισμοί, μέχρι να εξαλειφθεί ο κίνδυνος, οπότε και παύει η συνταγματικότητα των περιοριστικών αυτών μέτρων.

Το κλειδί για την απέραντη περιπτωσιολογία είναι η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην απαγόρευση και στο δικαίωμα κίνησης και συγκεκριμένα, αν η κίνηση εμπεριέχει κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Αν για την εργασία είναι απαραίτητος ο περιορισμός του δικαιώματος, τότε είναι θεμιτός κατά το μέτρο. Παραδείγματος χάριν αν κάποια προσλαμβανόταν ως νοσοκόμα που θα έπρεπε να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο, ασφαλώς και ο εμβολισμός θα πρέπει να είναι υποχρεωτικός. Αν όμως, κάποιος εργάζεται από το σπίτι μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, τότε δεν υπάρχει αυτή η αιτιώδης συνάφεια και οποιαδήποτε υποχρέωση είναι άκρως αντισυνταγματική. Δεν μπορεί να επιβληθεί ο εμβολιασμός.

Αντίστοιχα, ο καταστηματάρχης βλάπτεται στην επιχείρηση του από την είσοδο ενός ανεμβολίαστου πελάτη γιατί κινδυνεύει να κολλήσει τόσο ο ίδιος και το προσωπικό του, όσο και οι υπόλοιποι πελάτες. Εφόσον όμως, είναι χώρος κλειστός και υπάρχει και συνωστισμός. Ωστόσο, αν μιλάμε για μια αγορά ανοιχτή και αραιά τοποθετημένη, έτσι ώστε δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού, ουδείς δικαιούται να αρνηθεί την πώληση ή την είσοδο σε αυτή ατόμων, με το επιχείρημα ότι δεν έχει εμβολιαστεί.


Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Η Αρχή της Δεδηλωμένης ως ιδιαίτερη έκφραση του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού

 



 Ανδρέας Γ Δημητρόπουλος 

Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 

                                    

Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τα 150 χρόνια του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού 1844 - 1994 Διοργάνωση: Η Βουλή των Ελλήνων  Αθήνα 15 - 17 Μαρτίου 1995. Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών Μελέτες 12 2000 σ. 173 -180 

  

1. Το κοινοβουλευτικό σύστημα ξεκίνησε από την μεγάλη Βρετανία και διαδόθηκε στις χωρίσει πει της ηπειρωτικής Ευρώπης. Όμως δεν μεταφέρθηκε στις χώρες αυτές. Αντίθετα είπες στην εθνική διαμόρφωση, απέκτησε πολλά εθνικά στοιχεία που αρμόζω ‘μουνα έτσι στις ιδιαίτερες συνταγματικού πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα. Παρά τα πολλά κοινά σημεία και τις ομοιόμορφες εξελικτικές τάσεις ανάμεσα στα κοινοβουλευτικά συστήματα διαφόρων κρατών, υπάρχουν μεταξύ τους και διαφορές. Ο κοινοβουλευτισμός απέκτησε στις διάφορες χώρες – και στην Ελλάδα – εθνικές ιδιαιτερότητες. Είμαι πάντως δυνατή η διάκριση δύο βασικών ομάδων. Στην πρώτη ανήκουν οι χώρες που διατήρησαν το τυπικό παραδοσιακό σχήμα της επιλογής του πρωθυπουργού Από τον ανώτατο άρχοντα, τον οποίο όμως βασικά «προτείνουν» τα πολιτικά κόμματα (σύστημα πρότασης). Στο σύστημα αυτό το οποίο ακολουθείται στην Ελλάδα, ιδιαίτερη θέση κατέχει η αρχή της δεδηλωμένης. Στην δεύτερη ομάδα ανήκουν οι χώρες που προχώρησαν στην συνταγματική καθιέρωση της εκλογής του πρωθυπουργού από το κοινοβούλιο (σύστημα εκλογής). Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί την αιχμή του δόρατος του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Αποτελεί την βασική έκφραση της ελληνοποιήσης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η καθιέρωση και η εξέλιξη της συνδέθηκαν με έντονες πολιτικές αναταραχές σε όλη την διαδρομή της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας. Η αρχή της δεδηλωμένης στην σχετική της μορφή, διακηρύσσεται και καθιερώνεται στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα το 1875. Αποκτά αυτόνομη διατύπωση του 1975 οπότε εμφανίζεται για πρώτη φορά ως ρητά διατυπωμένος ως κανόνας δικαίου.Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί την κορυφαία συνταγματική μεταβολή της αναθεώρησης του 1986 με την οποία μετατρέπεται από σχετική απόλυτη. Κατά την ισχύουσα απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης (Σ. 1986 άρθρ. 37) Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στην Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία και οι υπουργοί διορίζονται μετά από πρότασή του. Αν δεν σχηματίζεται πλειοψηφία η Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές. Η κυβερνητική πλειοψηφία είναι δεδηλωμένη, δηλαδή φανερή γνωστή πριν από τον διορισμό της κυβέρνησης και την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.

  2. Ο προσδιορισμός του περιεχομένου της αρχής της δεδηλωμένης προϋποθέτει την αναφορά στο γενικότερο κοινοβουλευτικό σύστημα, του οποίου η έννοια δεν προσδιορίζεται πάντοτε με την απαιτούμενη ακρίβεια. Βασικό χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού συστήματος - που το διακρίνει άλλωστε από το προεδρικό - Είναι η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η συνολική εικόνα του κοινοβουλευτικού συστήματος προκύπτει από την ανάλυση των μερικότερων πλευρών αυτής της εξάρτησης, Δηλαδή των μερικότερων διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι διαστάσεις αυτές είναι - κατά λογική σειρά - Η ανάδειξη, η διατήρηση και ο έλεγχος της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο. Στις δύο πρώτες που το αρχικό ρόλο κατέχει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ στην τρίτη η μειοψηφία. Θα μπορούσαμε έτσι να ορίσουμε το κοινοβουλευτικό σύστημα ως το κυβερνητικό σύστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από το κοινοβούλιο, δηλαδή αναδεικνύεται και διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Ελεγχόμενη κατά την διάρκεια του βίου της από την μειοψηφία. Στο ευρύτερο αυτό κοινοβουλευτικό σύστημα εντάσσεται η αρχή της δεδηλωμένης, η οποία αποτελεί την κεντρική αρχή που ρυθμίζει την λογικά πρώτη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή την ανάδειξη της κυβέρνησης. Η αρχή της δεδηλωμένης δεν αναφέρεται ούτε στον έλεγχο ούτε στην διατήρηση της η κυβέρνηση στην εξουσία αλλά μόνο στην ανάδειξη της. Η αρχή της δεδηλωμένης δεν ταυτίζεται με το κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά αποτελεί μερικότερη αρχή του.

  3. Σύμφωνα με το γενικό περιεχόμενο της αρχής της δεδηλωμένης επιβάλλεται ο διορισμός κυβέρνησης από την πλειοψηφία. Η αρχή αυτή επιβάλλει τον διορισμό κυβέρνησης από την πλειοψηφία και ταυτόχρονα απαγορεύει τον διορισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Ο ειδικότερος προσδιορισμός της αρχής της δεδηλωμένης συνδέεται αναγκαία με την διάκριση της αρχής σε απόλυτη και σχετική. Συνδέεται επίσης και με την εξέλιξη του όλου ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Απαραίτητη είναι επομένως η σύντομη αναφορά στο πριν την εμφάνιση της αρχής ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα, του οποίου συνέχεια υπήρξε η αρχή της δεδηλωμένης. Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν εμφανίστηκαν στο ιστορικό γίγνεσθαι με την παραπάνω λογική σειρά. Η πρώτη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος που εμφανίστηκε στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα, είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης, η δεύτερη η διατήρηση και τελευταία ιστορικά εμφανίστηκε η κατα λογική ακολουθία πρώτη, Δηλαδή η ανάδειξη της κυβέρνησης. Η ιστορική αυτή η εμφάνιση των διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος συνιστά παράλληλα και τα τρία βασικά στάδια της εξέλιξης του.

  4. Στην Ελλάδα η πρώτη διάσταση, η διάσταση του ελέγχου, εμφανίστηκε την περίοδο 1843 - 1862. Πρόκειται για την περίοδο του υποτυπώδους κοινοβουλευτικού συστήματος, της υπεροχής του μονάρχη έναντι του κοινοβουλίου. Την περίοδο αυτή του κοινοβουλίου απλά και μόνον ελέγχει την κυβέρνηση. Το σύστημα της περιόδου αυτής δεν είναι κυβερνητικό στην κυριολεξία του όρου, καθόσον δεν μπορεί να προκαλέσει κυβερνητική μεταβολή. Δεν ισχύει δηλαδή η αρχή της διατήρησης ούτε ασφαλώς και η αρχή της ανάδειξης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Η κυβέρνηση αναδεικνύεται σύμφωνα με την απόλυτη βούληση του μονάρχη και οφείλει την διατήρηση της στην ίδια θέληση. Το κοινοβούλιο απλά και μόνον ελέγχει. Είναι πάντως σημαντικό να σημειωθεί και για την περίοδο αυτή, η ανάστροφη λειτουργία της αρχής της διατήρησης, όπως εμφανίστηκε στο ελληνικό υποτυπώδης κοινοβουλευτικό σύστημα στον υποτυπώδη δηλαδή κοινοβουλευτισμό. Μεταξύ Βουλής και κυβέρνησης εξασφαλίζει ισορροπία, η οποία όμως δεν επιτυγχάνεται με την αλλαγή της κυβέρνησης - Όπως θα γινόταν αν εφαρμοζόταν η κοινοβουλευτική αρχή της διατήρησης - αλλά, με την αλλαγή του κοινοβουλίου. Όταν η Βουλή είναι αντίθετη προς την κυβέρνηση, διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές και με διάφορα μέσα επιδιώκεται η εξασφάλιση σύνθεσης της Βουλής ευνοϊκής προς την κυβέρνηση.

  5. Με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα εισέρχεται στο δεύτερο στάδιο εξέλιξης του, στην εφαρμογή δηλαδή της Αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου (1862 -1875). Με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα της μεταβατικής περιόδου πριν την ανάληψη των καθηκόντων του νέου εκλεγμένου βασιλιά, κατά το οποίο εφαρμόστηκε και το σύστημα της ανάδειξης, την περίοδο αυτή, της ισορροπίας μονάρχη - κοινοβουλίου, εφαρμόζεται το λεγόμενο γνήσιο, ορθότερα πρώιμο κοινοβουλευτικό σύστημα. Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι και στην Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, προϊόν της αντίθεσης μονάρχη κοινοβουλίου. Όμως στον ελληνικό χώρο η αντίθεση αυτή οδήγησε στην εξουσία του μονάρχη και την ενθρόνιση νέου, που αποδέχτηκε από την αρχή το κοινοβουλευτικό σύστημα. Στην Ελλάδα εκθρόνιση, ενθρόνιση Και επικράτηση του πρώιμου κοινοβουλευτικού συστήματος συμπίπτουν και επιταχύνθηκε έτσι σημαντικά γενικότερη κοινοβουλευτική εξέλιξη. Την περίοδο αυτή εφαρμόζεται η αρχή του ελέγχου, αλλά προστίθεται και η εφαρμογή της αρχής της διατήρησης. Η νέα κατανομή εξουσίας έχει το εξής σχήμα. Η κυβέρνηση επιλέγετε και διορίζεται από τον μονάρχη, η παραμονή της όμως την εξουσία εξαρτάται από την θέληση της Βουλής. Από το 1862 εισάγεται έτσι και εφαρμόζεται στον ελληνικό χώρο η αρχή της διατήρησης, Η οποία συνάγεται από τα άρθρα 58 και 78 του Συντάγματος το 1864. Στο Σύνταγμα αυτό κατά την εποχή της δημιουργίας του, δεν περιέχεται η αρχή της δεδηλωμένης. Ο ανώτατος άρχοντας είναι συνταγματικά ελεύθερος να επιλέξει κυβέρνηση και δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε υπόδειξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο συνταγματικός αυτός κανόνας είναι άλλωστε σύμφωνος με την συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν αναπτυχθεί. Κανένας δε γνωρίζει πριν από την ψηφοφορία για την παροχή εμπιστοσύνης, όποιος διαθέτει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Είναι επομένως απαραίτητος ο διορισμός κυβέρνησης, την οποία επιλέγει ο ανώτατος άρχοντας. Άλλη κυβέρνηση αυτή οφείλει να εμφανίσει στο κοινοβούλιο και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Αν καταψηφιστεί είναι υποχρεωμένοι να παραιτηθεί. Το κοινοβουλευτικό αυτό σύστημα εφαρμόζεται χωρίς παρεκκλίσεις για όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Η αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου διακρίνεται σε σχετική και απόλυτη. Η πρώτη μορφή εφαρμόστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1870. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της παρούσας Βουλής. Η κυβέρνηση για να διατηρηθεί στην εξουσία έχει ανάγκη της εμπιστοσύνης της Βουλής, που βρίσκεται σε σύνοδο. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αυτή η πλειοψηφία, όταν η Βουλή είναι απούσα, όταν δηλαδή δεν βρίσκεται σε σύνοδο. Της με την παραπάνω έννοια απουσίας της Βουλής έγινε επιμελής χρήση την περίοδο εκείνη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 τέθηκε επανειλημμένα το ζήτημα, ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να διαθέτει την πλειοψηφία, όχι μόνον όταν η Βουλή βρίσκεται σε σύνοδο, αλλά και όταν είναι απούσα. Η απολυτοποίηση αυτή της αρχής της διατήρησης δεν συνάντηση ιδιαίτερες δυσκολίες. Η απόλυτη αρχή της διατήρησης καθιερώνεται σήμερα στο άρθρο 84 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος.

  6. Δημιουργία και εξέλιξη της αρχής της δεδηλωμένης ανήκουν στις χαρακτηριστικές περιπτώσεις σύζευξης δέοντος και είναι, συνταγματικού κανόνα και συνταγματικής πραγματικότητας. Η αρχή της δεδηλωμένης γεννήθηκε από την δεδηλωμένη η πραγματική κατάσταση, ως status. Δύο είναι τα στοιχεία αυτού του status, το οντολογικό (corpus), δηλαδή η ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και το βουλητικό (animus), δηλαδή η βούληση της πλειοψηφίας να σχηματίσει κυβέρνηση. Το ζήτημα της αρχής της δεδηλωμένης τίθεται στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Η ισορροπία του πρώιμου κοινοβουλευτικού συστήματος, που εξασφαλίστηκε με το Σύνταγμα του 1864, διαταράχτηκε σύντομα και σημαντικά. Βασική αιτία της διαταραχής αυτής ήταν η εμφάνιση στην ελληνική συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα της δεδηλωμένης ως συνταγματικοπολιτικής κατάστασης ως status. Η κάποια σχηματοποίηση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων είχε ως αποτέλεσμα - λόγω ακριβώς της κομματικής ένταξης των βουλευτών - την δημιουργία της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, της φανερής δηλαδή πλειοψηφίας πριν από τον διορισμό της κυβέρνησης και την ψηφοφορία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης. Η βούληση της πλειοψηφίας είναι γνωστή η εκ των προτέρων από την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων. Είναι επομένως ορατό και γνωστό από την αρχή αν καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση η πλειοψηφία ή η μειοψηφία. Η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης απλά επικυρώνει την ήδη γνωστή, δηλαδή φανερή, δηλαδή δεδηλωμένη, θέλησή της πλειοψηφίας. Η δημιουργία δεδηλωμένης βούλησης της πλειοψηφίας στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα συνδέει έτσι την διαδικασία ανάδειξης με την διαδικασία διατήρηση της κυβέρνησης. Εφόσον είναι γνωστό πριν από τον διορισμό της κυβέρνησης ποια παράταξη μπορεί να εξασφαλίσει την πλειοψηφία, θα πρέπει η παράταξη αυτή να καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση. Αμφισβητεί και έτσι η κατά την προηγούμενη συνταγματική ερμηνεία εξουσία του ανώτατου άρχοντα να επιλέγει την κυβέρνηση. Η μεταβολή της τερματικό πολιτικής πραγματικότητας οδηγεί αρχικά στην αμφισβήτηση και τελικά στην μεταβολή του νοήματος του κανόνα δικαίου.

  7. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι έκρυθμη. Η συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα έχει πλέον ωριμάσει στο βαθμό που απαιτείται για να κινηθεί η δικαιοπαραγωγική της δύναμη. Αντιδράσεις και συζητήσεις προκάλεσε ο διορισμός της 46ης «στηλιτικής» κυβέρνησης του Δημητρίου Βούλγαρη. Η παρερμηνεία σε αυτές των συνταγματικών διατάξεων, που ρύθμιζαν την απαραίτητη για την λήψη απόφασης πλειοψηφία, αποτελεί το έναυσμα. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α εξαναγκάζεται να απομακρύνει την «στηλιτική» κυβέρνηση Βούλγαρη και να καλέσει την εξουσία την 47η κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη. Το αποκορύφωμα την συνταγματικοπολιτικής εξελίξης της περιόδου εκείνης αποτέλεσε ο λόγος του χρόνου τις 11 της Αυγούστου 1875,Οι προγραμματικές δηλαδή δηλώσεις της κυβέρνησης, τις οποίες είχε συγγράψει ο πρωθυπουργός και ανέγνωσε κατά τα τα συμβαίνοντά την εποχή εκείνη  ο ανώτατος άρχοντας. Ο Γεώργιος διαβεβαίωσε την Βουλή, ότι αναγνωρίζει τις συνταγματικές προνομίες των εκλεκτών του έθνους και ότι έρεισμα της ειδικής και υλικής ευημερίας και προόδου της χώρας είναι οι  κοινοβουλευτικοί  θεσμοί ειλικρινώς εφαρμοζόμενοι. Παράλληλα υποσχέθηκε ότι στο εξής θα απαιτεί «ως όσο απαραίτητον προσόν των καλούμενων …. εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένη προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους...». Το περιεχόμενο αυτής της επίσημης δηλώσεις, που περιέχεται στον λόγο του χρόνου αποτελεί την περίφημη αρχή της δεδηλωμένης. Ένθερμη υπήρξε η ανταπόκρισή της Βουλής. Όπως αποδεικνύεται και από την μετέπειτα εφαρμογή της, η αρχή που διακηρύχθηκε το 1875, είναι η σχετική αρχή της δεδηλωμένης. Σύμφωνα με την σχετική αυτή η αρχή, απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης από την μειοψηφία, όταν υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αντίθετα εφόσον δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιτρέπεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας. Η σχετική δηλαδή αρχή της δεδηλωμένης δεν αποκλείει τον διορισμό κυβέρνησης από την μειοψηφία, ο οποίος όμως είναι δυνατός μόνον όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη, δηλαδή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιθυμεί τον σχηματισμό κυβέρνησης. Διακρίνονται επομένως το σύστημα αυτό ε κυβέρνησης μειοψηφίας σε συγγνωστές, δηλαδή επιτρεπόμενες και ασύγγνωστες, δηλαδή απαγορευόμενες σύμφωνα με το σύστημα της σχετικής αρχής της δεδηλωμένης, όταν δεν υπάρχει πλειοψηφία ο ανώτατος άρχοντας ανακτά την εξουσία επιλογής της κυβέρνησης.

  8. Η σχετική αρχή της δεδηλωμένης - μΜε μία όχι σημαντική εξαίρεση- Εφαρμόστηκε χωρίς παρεκκλίσεις σε όλη τη διαδρομή της ελληνικής συνταγματικής  ιστορίας. Η πλειοψηφία εκαλείτο πάντοτε στην εξουσία ακόμη και σε περιόδους έντονης διαφωνίας αρχηγού της πλειοψηφίας και ανώτατου άρχοντα. Σε περιπτώσεις βέβαια συγκρούσεις, ο ανώτατος άρχοντας έβρισκε τρόπους για να απαλλαγεί από την ενοχλητική, την ανυπάκουη κυβέρνηση και η πλειοψηφία εξωθείτο σε παραίτηση. Αλλά το πολύ ενδιαφέρον αυτό ζήτημα δεν αφορά την αρχή της δεδηλωμένης. Όπως συνάγεται και από την μετέπειτα εφαρμογή της, η αρχή της δεδηλωμένης ενσωματώθηκε από και με την διακήρυξη του 1875, χωρίς αναθεώρηση στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα. Η ενσωμάτωση αυτή έγινε μετά από μεταβολή του νοήματος του αρχικού Συντάγματος το 1864. Μεταβολή του νοήματος (Bedeutungswandel der Verfassungsnormen) είναι η χωρίς τη μεσολάβηση αναθεώρησης μεταβολή του νοηματικού περιεχομένου του συνταγματικού κάνόνα, μετά από αλλαγή της πραγματικότητας, στην οποία βασίστηκε η αρχική του διαμόρφωση, κατά το μετρό που επιτρέπεται από την λεκτική διατύπωση και το νόημα του γραπτού Συντάγματος. Ο ορισμός αυτός της μεταβολής του νόημά τους εξηγεί με ακρίβεια την αλλαγή ερμηνείες που διακινήθηκε ομόφωνα το 1875. Η διακήρυξη της αρχής δεδηλωμένης δεν έχει μόνον ιστορική αλλά και μεγάλη νομική σημασία. Δεν είναι μόνον ιστορικό, αλλά και σημαντικό νομικό γεγονός.

  9. Στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε μέχρι το επίπεδο εξέλιξης της σχετικής αρχής της δεδηλωμένης, λειτούργησε από το 1875 μέχρι το 1986. Η αναθεώρηση του 1911 δεν ρύθμισε ειδικότερα το κοινοβουλευτικό σύστημα. Το Σύνταγμα του 1927, το οποίο προέβλεπε αιρετό ανώτατο άρχοντα, Πρόεδρο Δημοκρατίας, Είναι το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα που περιέχει ρητά διατυπωμένες διατάξεις, Αναφερόμενες στην κοινοβουλευτική αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Η σχετική αρχή της δεδηλωμένης δεν ρυθμίζεται με το Σύνταγμα αυτό, το οποίο Ρίτα απλά και μόνο γνωρίζει ότι υπουργοί διορίζονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του πρωθυπουργού. Αλλά και η διάταξη αυτή παραλείπετε στο Σύνταγμα του 1952, το οποίο προέβλεπε την βασιλεία. Είναι ακριβώς αιώνα μετά την διακήρυξη του 1875, δηλαδή το 1975, η σχετική αρχή της δεδηλωμένης περιέχεται για πρώτη φορά Ρίτα διατυπωμένη στο ελληνικό Σύνταγμα του ίδιου έτους. Με την αναθεώρηση του 1000 ακούσια 86 καταργείται η σχετική και εισάγεται πλέον η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης. Ως προς το πρώτο σκέλος τους απόλυτη και σχετική αρχή της δεδηλωμένης συμπίπτουν. Όταν υπάρχει πλειοψηφία πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός της πλειοψηφίας. Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 37 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο απλά επαναλαμβάνει την αντίστοιχη διάταξη του Συντάγματος του 1975 Η νέα ρύθμιση αναφέρεται στο δεύτερο σκέλος της αρχής της δεδηλωμένης, όταν δηλαδή δεν υπάρχει πλειοψηφία. Στις περιπτώσεις αυτές ο εκλεγμένος πλέον ανώτατος άρχοντας δεν ανακτά την εξουσία επιλογής της κυβέρνησης, όπως συνέβαινε και με το Σύνταγμα του 1975, αλλά σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση είναι υποχρεωτική ex constitutione η προσφυγή στις εκλογές. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει πλειοψηφία το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει διερευνητική διαδικασία για τον σχηματισμό κυβέρνησης σε δύο στάδια, την παροχή διερευνητικών εντολών και το στάδιο της σύγκλισης των πολιτικών αρχηγών. Όταν η διερευνητική διαδικασία αποβεί άκαρπη και βεβαιωθεί έτσι η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, τότε διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται εκλογές με κυβέρνηση οικουμενική υπηρεσιακή η δικαστική. Απαγορεύεται δηλαδή - και ορθά - σε κάθε περίπτωση ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, ούτε και για αυτή μόνη την διεξαγωγή των εκλογών. Αυτή είναι η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης, όπως προβλέπεται από το ισχύον Σύνταγμα. Η εισαγωγή της κατέστησε την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης λόγο διάλυσης της Βουλής. Η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης κατοχυρώνεται όχι μόνον για την τακτική, αλλά και για την προεκλογική κυβέρνηση, δηλαδή την κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών. Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει μόνο μία και όχι σημαντική εξαίρεση από την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης. Κατά το άρθρο 41 παρ.1 μπορεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας εφόσον έχουν εναλλαχθεί δύο τουλάχιστον κυβερνήσεις την ίδια βουλευτική περίοδο και παρά το ότι προτείνεται κυβέρνηση συνασπισμού, να αρνηθεί τον διορισμό της Τρίτης κυβέρνησης και να διαλύσει την Βουλή για κυβερνητική αστάθεια.

  10. Ήδη από το μεσοπολέμο διάστημα γίνεται λόγος για «κρίση» του κοινοβουλευτισμού και εννοείται με τον όρο αυτό, ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν λειτουργεί σύμφωνα με τις παραδοσιακές του αρχές. Η φανερή πλειοψηφία η δηλωμένη, η οποία με την εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων κατέστη και συμπαγής, αποτελεί όχι μόνον την εξέλιξη, αλλά και την βασική έκφραση της κρίσης του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η συνταγματικοπολιτική γοητεία του κοινοβουλευτισμού βρίσκεται στην αμφιβολία του αποτελέσματος της ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο. Όμως αυτή η αμφιβολία έχει εξαφανιστεί πλέον στην σύγχρονη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα. Οι κυβερνήσεις βασιζόμενες σε συμπαγείς πλειοψηφίες Δεν φοβούνται την πτώση τους. Κυβέρνηση και κοινοβουλευτική συμπολίτευση αποτελούν ενότητα. Η γενεσιουργός του κοινοβουλευτικού συστήματος αντίθεση, η αντίθεση μονάρχη - κοινοβουλίου, δεν υπάρχει πλέον. Η κινητήρια του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος αντίθεση δεν βρίσκεται, όπως οι προηγούμενοι, στην σχέσεις νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και μέσα στην Βουλή, ως αντίθεση συμπολίτευσης – αντιπολίτευσης. Η συζήτηση στο κοινοβούλιο έχασαν τον δημιουργικό χαρακτήρα της παλιάς εποχής, καθόσον ο σχηματισμός της γνώμης των βουλευτών έχει συντελεστεί έξω από την Βουλή στα κομματικά όργανα και δεν εξαρτάται από την ικανότητα των ρητόρων. Η Βουλή δεν είναι πλέον το κέντρο του σχηματισμού τον θελήσεων, άλλο τόπος όπου η σχηματισμένες ήδη θελήσεις συμπράττουν για τον σχηματισμό της κοινής απόφασης. Τέθηκε έτσι εύλογα το ερώτημα για αυτήν την ίδια την σκοπιμότητα των συζητήσεων του κοινοβουλίου. Τι εξυπηρετούν οι συζητήσεις αυτές, όταν δεν υπάρχει πιθανότητα να μεταπεισθεί ο πολιτικός αντίπαλος; Και η απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι μόνον, ότι οι συζητήσεις στο κοινοβούλιο δεν απευθύνονται προς τους βουλευτές, αλλά απευθείας προς το εκλογικό σώμα, τους ψηφοφόρους τους οποίους προσπαθούν να επηρεάσουν. Αναδεικνύεται έτσι μεγάλη σημασία της τεχνολογίας για την λειτουργία της σύγχρονης Δημοκρατίας. Η τηλεοπτική μετάδοση των συνεδριάσεων του κοινοβουλίου – η οποία πρέπει να γίνεται εγώ όχι ευκαιριακά, αλλά σε μόνιμη βάση – μετατρέπει ολόκληρη την χώρα σε μια απέραντη λαϊκή συνέλευση, σε μια μεγάλη εκκλησία του δήμου, στην οποία όλοι είμαστε οπτικοακουστικά παρόντες, χωρίς όμως να έχουμε δικαίωμα λόγου άλλα αντ’ αυτού δικαίωμα ψήφου κι άλλα μέσα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σήμερα δεν υπάρχει απλά κρίση, αλλά μετάβαση σε μία νέα μορφή κοινοβουλευτισμού με εξωκοινοβουλευτική βασικά κατεύθυνση, προς το εκλογικό σώμα. Η παλιννόστηση του παραδοσιακού κοινοβουλευτισμού δεν είναι εφικτή, αλλού και πρέπει να είναι και επιθυμητή. Το νέο κοινοβουλευτικό σύστημα της συμπαγούς πλειοψηφία δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα, όπως η κυβερνητική σταθερότητα κι άλλα, αλλά και μειονεκτήματα. Σε αυτά ανήκει κυρίως η συγκέντρωση της εξουσίας, ο πρωθυπουργοκεντρικός χαρακτήρας του.  Και δεν φαίνεται σύμφωνοι, όχι μόνο προς την ελληνική, αλλά και στην γενικότερη ευρωπαΐκή κοινοβουλευτική παράδοση, η άποψη ότι η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να δώσει τη λύση. Το σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα είναι σαφώς σύστημα υπεροχής του κοινοβουλίου έναντι του ανώτατου άρχοντα. Μείωση ή και εξαφάνιση των μειονεκτημάτων του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού είναι δυνατή με την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της εσωκομματικής Δημοκρατίας με την εφαρμογή του αξιώματος: δημοκρατικά κόμματα σε δημοκρατικό κράτος.


Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Platonic and Legal World

 

 


                by 

     Andreas Dimitropoulos

         Emeritus Professor, 

Law School, University of Athens

 

1. Studying the Platonic theory of ideas, I found myself in the middle of two conflicting ascertainments. From a philosophical point of view, agreeing with Aristotle - and many others - I could not accept the existence of a second essentially imaginary world of Ideas simultaneous and parallel to the real world. From a legal point of view, however, I could not help but admit that the Platonic theory of Ideas, as a theory of a "world-model", is of particular interest to legal thought. Regardless of its general philosophical value and impact, its importance for legal science must be recognized. The theory of ideas, transferred and adapted to the legal field, as a theory of legal ideas, really has a lot to offer in legal thought. Making it clear that the real world is reflected in the legal space without its imperfections, reformed and embellished, emerges as a powerful tool of legal elaboration. It provides a clear picture of the overall legal structure of its operation, the size and boundaries of the legal space, the relationships and the perpetual interaction of legal regulation and reality. It lays the foundations for a deeper understanding of legal concepts and their relationship to real ideas and the real world.

  The acceptance of the theory of Ideas as a tool of legal thought is anything but a triumph of idealism in the legal field. There is indeed a close relationship between the theory of ideas and legal science. After all, legal thought basically revolves around a "top idea", the idea of ​​justice. It is indeed this innate affinity of Platonism and legal thought that often leads some jurists to an unrealistic legal idealism. Indeed, no one is more prone to idealism than the jurist. The correct approach to Platonism and legal thought is anything but an idealistic explanation of the origin, existence and function of law, the construction or support of an idealistic legal conception. It means much more the correct use of the theory of ideas for the benefit of legal science, which based on a non-idealistic theory of legal concepts, can actually lead to a realistic legal theory. 

 

2. The paternity of the conception of the existence of a separate ethical world - model, "eternal and unchangeable", of the world of ideas, belongs to the founder of idealism, Aristocles, the philosopher with the broad front, Plato. Plato spoke in the State about the place where there are ideas, the meanings and the place where there are the things. The philosopher recognizes two different worlds, the sensible which is variable and is in constant flow according to Heraclitus and the imaginary world, which is unchangeable, that is, the celestial world in which ideas are located. There is therefore a clear hierarchy between the two worlds. The world of ideas precedes and the real follows. 

According to Platonic theory, ideas are archetypal eternals and unchanging models of tangible material things, transcendental entities, which are not perceived by the senses but only by logic. Perceptible objects are the idols of Ideas. According to Plato, ideas do not exist in the terrestrial world, but in a heavenly world of Ideas. Platonic ideas are therefore not "simple concepts" but existing entities. According to Platonic theory, ideas are self-existent entities, independent of reality. The argument that tries to convince about the self-existence of ideas has the peculiarity that it is based on the futility of the opposite version. According to Platonic reasoning, research to identify and define any general pattern makes absolutely no sense if it does not exist. For example, what is the meaning of the definition of justice and what is the benefit of trying to determine if it is only imaginary? According to Plato, it must be accepted that concepts such as justice, virtue, beauty do not exist only in our minds, they are not just concepts. Much more they are entities, which are a special "species" {orαidea) of these and other concepts.  

Platonic ideas are in fact general concepts as Aristotle assures us. Their "ontological upgrade" from Platonic theory is due to their placement in the "heavenly world of ideas" and their rendering of "life", that is, their reduction to existing entities that are eternal and unchanging. Aristotle, as a student of Plato, was taught the theory of ideas, however, not only does he not support it, but he proceeds to a strict critique of this Platonic theory, mainly in his work "After the Natural" (book A, chapter 9). Aristotle points out that Ideas do not cause any movement or change in sentient beings, they have nothing to do with the physical world and its changes. The real cause that makes nature work has absolutely nothing to do with Ideas. Therefore the Platonic Ideas are not useful for explaining the world and they were given too much importance without being worth it. Aristotle's main objection, then, is that Ideas are not autonomous beings and cannot explain the physical world and its changes. If we accept, as Plato argues, that every existing sensible being corresponds to a separate Idea, then, as Aristotle argues, we "double" the beings of the sensible world without it being of any use.   

But also none of Plato's successors defended the theory of Ideas as presented in the Platonic dialogues and each gave different interpretations. Following the critique of the theory of ideas by Aristotle, the thought of Epicurus and many others but also the empirical rules, a world of ideas can not be accepted in parallel with the existing world. The Platonic world is a fantasy world, a world that ultimately does not exist.

 

3. The basic differentiation from the theory of Ideas goes back to the acceptance of the essential sources of law. A prudent idealistic conception should accept that law is a product of the idea of ​​justice. But law is not a product of the idea but of the living reality. Nature and power are the creators, the natural sources of law and the legal world. 

Legal world is the world of legal ideas / concepts, the world of legal rules and legal entities. The idea of ​​the legal world as a world of legal ideas arose from the comparison and finding of "natural kinship", which connects it with the Platonic world of ideas. In other words, it is the "legal world" as a world of legal ideas, a product of philosophical and legal cooperation, from which the latter always benefits mainly from the former. Because legal thought without a philosophical foundation is poor and meteoric. The legal space is indeed an "other area", in which the real world is ethically reflected. The legal world is closely related to the real but different from it and accompanies almost every aspect of our lives. The legislator, bound by the general regulatory principles inherent in the nature of the matter, sets rules of law, organizes and regulates the overall social coexistence. In this way he builds a legal world parallel to the real one. The legislator with the establishment of institutions, the recognition of legal relations, the securing of rights and the imposition of obligations, the direct or indirect definition of legal concepts that do not exist in reality or even concepts different from those corresponding to their real idols, with the "creation" legal formations and creatures of law, constructs an imaginary world of legal ideas / concepts. The legislator does indeed have life-giving power in the formations of the legal world. It is not surprising that all of the above cannot be fully expressed without the appropriate verbal investment. The legal field is an area in which - as is the case in other sciences or other special areas - a "special language" is spoken, where many "common words" take on a very different content, an area where legal experts are created. needs of technical terms (terminus technicus) of special legal terminology with a specified specific semantic load capable of the legal translation of the real world

 

4. The natural affinity of the Platonic and legal worlds highlights the usefulness of the theory of ideas for legal science, which proves useful for the foundation, organization and orientation of legal thought. From the first contact with the Platonic theory of ideas, the jurist realizes the close relationship that exists between the world of ideas and the legal world. Despite their great differences, there are common features between them. The characteristics of the world of ideas immediately seem very familiar to the legal. But also the brief reference to the legal world and its characteristics, refers to the Platonic world of ideas. Many of the characteristics of the world of ideas match the particularities of legal science, serve and aid legal thought.

 

- Like the Platonic, the legal world refers to the real world without which they have no meaning. Each of them necessarily "coexists" in parallel with the real. Legal and real world are two "parallel worlds". 

- The legal world, like the Platonic world, is an imaginary world, conceivable. Both the legal and the Platonic are both worlds of ideas, imaginary worlds. But at the same time they are ideal worlds, model worlds.

- Both consist of ideas, of general concepts. 

- The legal world is the world of perfection, the world of standards, just like the Platonic world of ideas. 

 

5. The conclusion that the world of ideas is, after all, an imaginary world, in no way precludes the establishment of the existence of the legal world, the main creator of which is the legislator. The first big difference between the Platonic and the legal world concerns their existence. The first does not exist, while the second is real, it is present here and indisputable. The world of ideas may not exist, as Plato imagined, but there is the legal order and the imaginary legal world. The existence of the legal world is self-evident and indisputable. Thus the legal world differs and has an advantage over the Platonic world of ideas. There is a capital difference between them.

The legal world is conceivable but not imaginary. There is no doubt that it exists in parallel with the real world in which we live. The legal world exists not in some imaginary or any other space, but here in the pre-legal world it exists, for example, through the visible action of legal formations. agmatic space parallel to and simultaneously towards it. The existence of the legal world distinct and different from the real world is indisputable. This existence is largely synonymous with legal force. Rules of law acquire legal breath through force and many formations of legal life with their recognition by law. In the legal world, legal life unfolds simultaneously and in parallel with real life, but there is also legal death. The legal world exists because and in the way that there is law. His condition, his presence becomes strongly visible mainly in cases of delinquency. Because it exists precisely if you violate it you will be punished. The legal world, although imaginary, exists, it is not "heavenly" but it is here parallel to the real, it is not independent of it, it is inextricably linked to it. 

The world of law is the world of due diligence and the real world is. Real-world persons and things have their respective legal idols. Almost everything that exists is "reflected" in the legal sphere. The legal world is the regulatory functional set, which as such does not fall into our senses but is perceived by the mind. It is therefore an imaginary world. The legal world consisting of ideas, standards, general and abstract concepts is not perceived by the senses and is not in the real but in the imaginary spiritual world.

Although as an abstract concept the whole legal world is not perceived through the senses, the effects of non-compliance with its requirements are visible in everyday reality. While he himself as a whole general and abstract belongs to the spiritual realm, manifestations from specific cases of its application are visible in the real realm. 

Jurisprudence is faced with two worlds, the real and the legal, law and things, reality. Law and reality are the two poles to which legal thought must simultaneously turn. It thus seems at first sight to be based on a dualistic basis, such as that of Platonic dualism. But the confrontation of the two worlds of the legal and the real must not lead to either legal dualism or legal idealism. The parallel management of law and reality in legal processing is certainly not without difficulties. The lawyer can very easily turn in one direction or the other. The jurist should not be led to dualism but to the monistic synthesis of a real and legal element. Not to look exclusively at the legal world and the declared content of the rule of law, thus joining the positivist school and following a positivist or even idealistic interpretation, ignoring reality. It is legal monism that helps to properly deal with the relationship between law and reality. According to a monotheistic legal approach, law and reality, on the one hand, are distinct on the other hand and are inseparable as they are integral parts of a single whole. Just like one thing and its shadow. The legal world is completely dependent on the real world. These two worlds are not independent of each other, but are integral parts of a larger unity. Properly, justice and reality are inextricably linked. They are two subsets of a larger set. The legal world is not understood without a view of the real world. It is not exclusively a brain creation but was created in view of a specific reality. 

 

6. Based on the fundamental position of Socratic thought on the definitions of concepts, Plato went much further by constructing the theory of ideas. Belief in Ideas that exist in a separate world constitutes what is known as the "Platonic Theory of Ideas". 

Just as the world of ideas is made up of ideas, so the world of legal ideas is made up of legal ideas, concepts. In other words, the legal space is the space in which legal entities, legal ideas, concepts exist and operate. In both cases - the Platonic and the legal world - these are basically general concepts. Concept refers to reality, to the things around us, and legal concepts to things in the legal world. Legal concepts are the "component" of the legal world. 

   (a) The term "concept" expresses a minimal semantic unit, a unit of knowledge.  

 (b) The concept itself does not really exist. It is an inner semantic unit - image, which is (inside) our mind, en-on (en-meaning). The understanding of people is that with words they perceive exactly or approximately the same images, which they see with the eyes of the mind. 

 (c) The breadth of a concept is the number of similar things it contains. 

  (d) The depth of a concept is its essential features, which are common to all the similar things to which it refers. 

According to Th. North (Logical) meaning is a universal representation, which includes the main features of one or more objects, with which their essence is expressed. In terms of width and depth, a concept is the set of main features of a set of similar objects, specific (eg man, building, triangle, tree) or abstract (eg time, justice, bravery), as well as the permanent and definite image (representation). , formed in our minds by them.

 

The great question of the more specific definition, that is, the definition of concepts, was first posed by Socrates and belongs together with dialectics to his valuable contributions to human thought and philosophy. Socrates argued - according to Plato, Aristotle and Xenophon - that there is no point in discussing moral issues, such as how to act justly, or aesthetic issues, e.g. if a thing is beautiful or ugly, unless the meaning of the words "justice" and "beauty" has been previously defined. Without this (pre) definition we do not know exactly the subject of the discussion because the interlocutors may have different representations and give different conceptual content to the same words. The (pre) definition, that is, the definition of concepts, provides the criteria by which it is possible to evaluate acts and objects. This claim seems partly true. Indeed, the truth of the Socratic assertion concerns only the special scientific fields, but not the general, common use of words. Words in the context of specific sciences or in other specific areas acquire more specific content, acquire specialized semantic charge, and often change into technical legal terms. For example, the word law, justice definitely need a definition in the context of legal science. But the same is not true for the common use of words in everyday life. The common or general use of words does not need any (predefined) definition. Words, as verbal clothing of nouns, have a semantic core and a semantic periphery. The "hard" semantic core of words remains essentially unchanged and is perceived by the average, non-specialist person who feels and understands the content of words without the need for any prior definition. Otherwise it would be extremely difficult if not impossible to simply communicate between people.

 

7. The Platonic ideas according to their inspirer exist in a world separate in a world different from the one in which we live. in the world of ideas. The result of the creation of the parallel to the real, legal world is that the citizen of every state, of every organized society lives simultaneously within these two parallel worlds, on the one hand in reality and on the other hand within the framework of the overall legal regulation. The coexistence of these two parallel worlds is of particular importance to legal science. The idea of ​​the right, of the perfect, of the model, governs both the Platonic world of ideas and the legal world, is inherent in the nature of both, establishing an inseparable bond between them, which automatically refers to each other. The meaning of the model belongs to this very nature of law, as right and the rule of law, which indicates the "straight" that is not the wrong, the right and not the wrong. The conceivable "infallible" "eternal" model of the legal world, the "legal idea" indicates and illuminates the real world. The legal world is, like the Platonic world of ideas, free from the imperfections of the real world, a model to which the real world must adapt. It is an imaginary world but also an ideal one. It is, in the judgment of the legislator, "perfect world", exemplary, "model world". The legislator acts like the painter, who paints the portrait of the real world, removing the spots, the wrinkles, the unnecessary weight and any other imperfection that aggravates or tarnishes his image. Ultimately the legislator designs an exemplary copy of the real world. The individual regulatory interventions added, constitute an exemplary set. An exemplary picture of reality. What is commonly said, that law regulates social coexistence, means precisely that it creates some models which together compose an exemplary world. For example, the organizational part of constitutional law describes a model of the state, such as the provisions on the social rule of law that regulate a specific model of state organization and operation. At the same time, the set of provisions referring to constitutional rights describes the model of a citizen. legislator establishes the constitutional model of the free man. Law creates models for the real world. The legislator with prohibitive and other provisions creates standards of behavior, standardized forms of behavior. The legal world is an exemplary world, a model, a beacon that illuminates the real world. These standard images are Ideal, they do not exist in reality themselves, but in the mind, in the mind, as concepts, they are understood, that is, they are conceivable, abstract ideas that are not perceived through the senses but only with logic, with the mind. . 







Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Αντικειμενισμός και Νομική Σκέψη



 



 

του Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής

Πανεπιστημίου Αθηνών

 

  1. Εν αρχή η διάκριση αντικειμενικού και υποκειμενικού. Αντικειμενικό είναι ό,τι υπάρχει στην πραγματικότητα, ό.τι υφίσταται αντικειμενικά ανεξάρτητα δηλαδή από την ύπαρξη ή την συνείδηση του υποκειμένου. Το αντικειμενικό υφίσταται και όταν το υποκείμενο δεν το αντιλαμβάνεται αλλά και όταν το υποκείμενο δεν  υπάρχει. Το αντικειμενικό στοιχείο βρίσκεται στην φύση ή στην κοινωνία ανεξάρτητα από την θέληση των υποκειμένων έξω και πέρα από την ανθρώπινη  μας βούληση. Υποκειμενικό είναι ό,τι δημιουργείται στην ατομική ή την συλλογική συνείδηση. 

- Η ανθρώπινη σκέψη άλλοτε προσανατολίζεται κυρίως, υπαρβολικά ή και αποκλειστικά προς το αντικειμενικό, υποτιμώντας ή και αγνοώντας το υποκειμενικό και  άλλοτε προς το υποκειμενικό. Η ύπαρξη αντικειμενικού και υποκειμενικού και ο υπέρ του ενός και εις βάρος του  άλλου προσανατολισμός οδήγησε στην δημιουργία δύο μεγάλων ρευμάτων σκεψης, του αντικειμενισμού και του υποκειμενισμού. 

- Αντικειμενικό και υποκειμενικό αναγκαία συνυπάρχουν. Από την συνύπαρξη αυτή καθορίζεται και η ορθή - πέραν από κάθε αντικειμενική ή υποκειμενική υπερβολή - αντιμετώπιση των σχέσεων υποκειμενικού και αντικειμενικού. Το αντικειμενικό προϋπάρχει είναι ευρύτερο και το υποκειμενικό εντάσσεται σε συγκεκριμένο αντικειμενικό πλαίσιο. Από την συνύπαρξη υποκειμενικού και αντικειμενικού προκύπτει, ότι η ορθή αντιμετώπιση δεν είναι η παντελής παραγνώριση του ενός ή του άλλου αλλά η αναγνώριση της μεταξύ τους ορθής σχέσης. Η αντικειμενική πραγματικότητα είναι αυτή μέσα στην οποία υπάρχει το κάθε τι.  Επομένως το υποκειμενικό υπάρχει  πάντοτε στο πλαίσιο του  αντικειμενικού. - 

- Αντικειμενισμός είναι η προσέγγιση, που στρέφεται έξω και πέρα από το υποκείμενο, στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο και την περιβάλλουσα αντικειμενική πραγματικότητα. Υποκειμενισμός είναι η θεώρηση, η οποία βασίζεται στο  υποκείμενο και στρέφεται προς αυτό.   Στην αφετηρία της σκέψης ανήκει  η υπόμνηση των δύο αυτών διαφορετικών τρόπων προσέγγισης των πραγμάτων, των γενικότερων και επιμέρους θεμάτων, του υποκειμενισμού και του αντικειμενισμού. Πρόκειται στην κυριολεξία για δύο διαφορετικές προσβάσεις στην κατανόηση των “πραγμάτων” των φαινομένων και των εννοιών. Τόσο οι πηγές, από τις οποίες αντλούν όσο και οι στόχοι προς τους οποίους στρέφονται οι δύο προσεγγίσεις, διαφέρουν και κατ΄ επέκταση διαφοροποιούνται και τα συμπεράσματα, στα οποία καταλήγουν. - Ο υποκειμενισμός όπως και ο αντικειμενισμός είναι θεωρήσεις, που αφορούν κυρίως  την επιστημολογία την ηθική και την πολιτική  και αναφέρονται ιδιαιτέρως σε κρίσεις. Ο υποκειμενισμός αντανακλά κρίσεις εκπορευόμενες  από το υποκείμενο, ενώ ο  αντικειμενισμός εκφράζει κρίσεις αναφερόμενες στο αντικείμενο. Η διάσταση απόψεων υποκειμενισμού και αντικειμενισμού, εκδηλώνεται περισσότερο ή λιγότερο έντονη σε κάθε γενικότερο ή μερικότερο ζήτημα. Πολλές φορές δεν διαγράφεται συνειδητά στις προβαλλόμενες απόψεις, δεν παύει όμως να ενυπάρχει.

 

2. Υποκειμενισμός (subjectivιsm) έιναι η  τάση προς το υποκειμενικό. Ο όρος υποκειμενισμός δηλώνει την θεώρηση προς την κατεύθυνση του υποκειμένου, την τάση ενατένισης των πραγμάτων μέσω του υποκειμένου. Υποκειμενισμός είναι η τάση προσέγγισης, ´έρευνας  και κατανόησης των πράγματων μλεσω του υποκειμένου, υποκειμενικά, η τάση να ανάγεται κάθε αξιολογική η πραγματική κρίση σε πράξεις ή καταστάσεις της ατομικής συνείδησης. Ο υποκειμενισμός αποτελεί προσέγγιση, η οποία ανάγει το παν -τόσο στον οντολογικό όσο και στο γνωσιολογικό πεδίο- στο υποκείμενο, στην συνείδηση. Τα πάντα ανάγονται στο υποκείμενο και εξαρτώνται από αυτό.

- Από γνωσιολογική απόψη  υποκειμενισμός είναι η προσέγγιση, η οποία επιδιώκει την γνώση βασιζόμενη στο υποκείμενο και στρεφόμενη προς αυτό.

Ο υποκειμενισμός ως δόγμα πρεσβεύει, ότι το δίκαιο,  η αλήθεια, η γνώση και οι ηθικές αρχές δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση και αξία αλλά καθορίζονται από τις διαθέσεις και τις καταστάσεις του υποκειμένου, του ατόμου. Η αλήθεια δεν έχει αντικειμενική υπόσταση και αξία αλλά μόνον υποκειμενική. Δεν υπάρχει επομένως αντικειμενική αλήθεια αλλά μόνον υποκειμενική. Αληθές είναι ό,τι ο καθένας θεωρεί αληθές.   Σύμφωνα με τον υποκειμενισμό οτιδήποτε θεωρείται μέσα από την ανθρώπινη αντίληψη έχει υποκειμενικό μόνο χαρακτήρα, δεν πηγάζει από την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλ΄από τον εσωτερικό κόσμο και τις αντιδράσεις του ατόμου στο εξωτερικό περιβάλλον.   Η ατομική κατάσταση και ευτυχία καθορίζει τις ηθικές αξίες, την διάκριση του καλού και του κακού και βασίζεται αποκλειστικά στην υποκειμενική αντίληψη του ατόμου. Στην τέχνη ο υποκειμενισμός θεωρεί, ότι η αισθητική βασίζεται μόνο στην υποκειμενική αντίληψη και κρίση.

- Ο άκρατος υποκειμενισμός οδηγείται στην άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και των φυσικών νόμων, ερχομενος τελικά σε ρήξη με την ´ιδια την πραγματικότητα.  

- Απαραίτητη είναι η διάκριση του υποκειμενισμού από συναφείς έννοιες. Ο υποκειμενισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον εγωϊσμό ούτε και με την υποκειμενικότητα ή τον σχετικισμό.  (α) Ο εγωισμός εκφράζει μία προσήλωση προς το εγώ και  τοποθετεί το υποκείμενο στο κέντρο του ενδιαφέροντος. (β) Ο σχετικισμός αφορά κυρίως σε αντικειμενικές διαπιστώσεις που αναφέρονται αυστηρά σε κρίσεις και πηγάζουν από πολιτισμικές ή άλλες διαφορές.  (γ) Από τον υποκειμενισμό διαφέρει επίσης η υποκειμενικότητα. Υποκειμενικότητα είναι η προσέγγιση των πραγμάτων από συγκεκριμένο άνθρωπο. Ακόμη ως υποκειμενισμός χαρακτηρίζεται το να σκέφτεται κανείς και να δρα σύμφωνα με τις ατομικές του ιδέες και διαθέσεις’΄ να βλέπει και να κρίνει κανείς τα πράγματα μόνον  από τη δική του σκοπιά.

 

3.  Γενικά ως αντικειμενισμός (objectivism} μπορεί να χαρακτηριστεί η  τάση προς το αντικειμενικό. Ο όρος αντικειμενισμός δηλώνει την θεώρηση προς την κατεύθυνση του αντικειμένου, την τάση προς ενατένιση των πραγμάτων μέσω του αντικειμένου. Αντικειμενισμός είναι η τάση του ατόμου να προσεγγίζει, να ερευνά και να αντιλαμβάνεται  τα πράγματα αντικειμενικά, η τάση να ανάγεται κάθε αξιολογική ή πραγματική κρίση στην αντικειμενική πραγματικότητα. Ο αντικειμενισμός αποτελεί τάση η οποία ανάγει το παν τόσο στον οντολογικό όσο και στο γνωσιολογικό πεδίο στο αντικείμενο, στην  αντικειμενική πραγματικότητα. Αντικειμενισμός είναι η προσέγγιση, η οποία επιδιώκοντας  την γνώση βασίζεται στο  αντικείμενο και στρέφεται προς αυτό. Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η αλήθεια έχει αντικειμενική αξία. Τα πάντα ανάγονται στο αντικείμενο και εξαρτώνται από αυτό. Έτσι και η αλήθεια έχει αντικειμενική υπόσταση. Αληθές δεν είναι ό,τι ο καθένας θεωρεί ως αληθινό αλλά το αντικειμενικά αληθινό. Αντικειμενισμός είναι τάση και αντίληψη κατά την οποία η αλήθεια έχει υποκειμενική μόνο και όχι αντικειμενική αξία. Ο αντικειμενισμός  ως δόγμα πρεσβεύει, ότι η ύπαρξη, η αλήθεια, η γνώση και οι ηθικές αξίες έχουν αντικειμενική αξία και δεν καθορίζονται από τις διαθέσεις και τις καταστάσεις του υποκειμένου του ατόμου.  - Αντικειμενισμος είναι η τάση που δίνει την έμφαση προς τα έξω, στο εξωτερικό στοιχείο της γνώσης. Στην λογοτεχνία αντικειμενισμός θεωρείται η τάση του συγγραφέα να ασχολείται με πράγματα εκτός του νου και όχι με σκέψεις συναισθήματα κλπ. Αντικειμενισμος είναι η θεωρία κατά την οποία ο προσανατολισμός της γνώσης πρέπει να έχει αυστηρή κοινωνικοπολιτική ουδετερότητα.  Σύμφωνα με τον αντικειμενισμό η γνώση πρέπει να απέχει από εκτιμήσεις και κρίσεις κοινωνικού και ιδεολογικού χαρακτήρα καθώς και από αναλύσεις για τις κοινωνικές αιτίες και την  ιδεολογική αξιολογική  σημασία των προβλημάτων.  O Γερμανός φιλόσοφος Ιmmanuel kant και οι οπαδοί του υποστήριξαν, ότι αντικειμενικό είναι, ό,τι υπάρχει καθεαυτό στο πνεύμα των ανθρώπων. 

4.    Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι που ερμήνευαν τον εξωτερικό κόσμο είναι εκείνοι που συγκρότησαν το πρώτο  αντικειμενικό φιλοσοφικό ρεύμα σκέψης. Την αντικειμενική σκυτάλη έλαβε από αυτούς και προήγαγε ο σύγχρονος του Σωκράτη, ο Αβδηρίτης φιλόσοφος Δημόκριτος.  Ο υιός του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης απομακρυνόμενος από τον εξωτερικό προσανατολισμό της προηγούμενης φιλοσοφικής σκέψης, αλλάζει ριζικά το αντικείμενο, στρέφοντας την  φιλοσοφία προς τον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτό κατηγορήθηκε για υποκειμενισμό,  μάλλον όμως όχι απόλυτα δίκαια διότι υποκειμενισμός και ανθρωπισμός δεν ταυτίζονται. Ο γερμανός φιλόσοφος Hegel με το έργο του Ιστορία της Φιλοσοφίας επανένταξε τους σοφιστές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον Hegel  αυτό που χαρακτηρίζει τους σοφιστές είναι ο υποκειμενισμός τους. Οι σοφιστές υιοθετούν την αντίθετη θέση, του υποκειμενισμού, και ο άνθρωπος τώρα γίνεται το μέτρο όλων των πραγμάτων. Άλλο θεωρούν ότι ο υποκειμενισμός  ως  φιλοσοφική θεωρία εισήχθη από τον Έλληνα φιλόσοφο Πρωταγόρα ο οποίος διατύπωσε το αξίωμα ”πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος”.  Με τον Πρωταγόρα εισάγεται το ρεύμα του σχετικισμού και του υποκειμενισμού στην φιλοσοφία.  Ο Πρωταγόρας πίστευε, ότι η γνώση δεν προσδιορίζεται αντικειμενικά. 

 Η άμεση αντικειμενικότητα των Ιώνων φιλοσόφων  και ο υποκειμενισμός των σοφιστών βρίσκουν την σύνθεσή τους στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.  και παρόμοιες τάσεις διακρίνουμε και σε άλλους Έλληνες φιλόσοφους. Εκπρόσωπος του λεγομένου ιδεαλιστικού αντικειμενισμού είναι ο Πλάτων κατά τον οποίο  οι ιδέες1 είναι “πραγματικότητες” που βρίσκονται έξω από τον άνθρωπο, σε έναν άλλο ιδεατό τέλειο κόσμο. Ο Αριστοτέλης συνεχιστής των πρώτων φιλοσόφων είναι ο πρώτος κατά κυριολεξία φιλόσοφος του αντικειμενικού ρεύματος, του οποίου η σκέψη δεν περιορίζεται στα φυσικά φαινόμενα αλλ επεκτείνεται σε πολλά άλλα θέματα της φιλοσοφίας.  Προς την ορθή σύνθεση υποκειμενισμού και αντικειμενισμού προσανατολίστηκε και ο Επίκουρος

Στην γνωσιολογία υπάρχουν στενοί φιλοσοφικοί δεσμοί μεταξύ  κυρηναϊκών και σκεπτικών  τόσο των πυρρωνειων όσο και των ακαδημαϊκών. Ο υποκειμενισμός ανήκει επίσης στις φιλοσοφικές βάσεις του κυρηναϊκού  σκεπτικισμού και συνοψίζεται στη θέση ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τις δικές μας εμπειρίες και τίποτε άλλο ούτε το αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου ούτε άλλους νόες.  Η διαπάλη υποκειμενισμού και αντικειμενισμού συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

5. Η παλαιά φιλοσοφική διαπάλη υποκειμενικού και αντικειμενικού δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανέπαφο τον νομικό χώρο. Αντίθετα μάλιστα, βρήκε σ’ αυτόν πρόσφορο έδαφος. Εκδηλώνονται έτσι στο χώρο της νομικής επιστήμης, ειδικότερα του δημοσίου δικαίου, δύο διαφορετικές βασικές ερμηνευτικές τάσεις, δύο ερμηνευτικές «Σχολές», η υποκειμενική και η αντικειμενική. Η παραδοσιακή νομική θεωρία είναι κατεξοχήν υποκειμενική ενώ αντίθετα έντονο  αντικειμενικό χαρακτήρα έχει η σύγχρονη νομική θεωρία. Παραδοσιακή και σύγχρονη είναι δύο νομικές θεωρίες  δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, που διεκδικούν τη νομική αλήθεια και αντιμάχονται για τον καθορισμό των διαφόρων θεμάτων, που ανακύπτουν, αναφορικά προς στην κατανόηση των νομικών εννοιών και φαινομένων  και τη λύση των διαφόρων προβλημάτων.   Η αποδοχή της μιας ή της άλλης βασίζεται σε διαφορετικές ερμηνευτικές βάσεις εμπεριέχει προ-αποδοχή συγκεκριμένων προ  ερμηνευτικών θέσεων. 

 Οι δύο αυτές Σχολές νομικής σκέψης  ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αντιλαμβάνονται τα ζητήματα κατά τρόπο διαφορετικό και καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Η διαπάλη υποκειμενισμού και αντικειμενισμού  εμφανίζεται σε όλες τις μερικότερες περιοχές του δικαίου, όχι πάντοτε με την ίδια ένταση. Η διαφορά υποκειμενισμού και αντικειμενισμου αφορά αυτήν την ίδια την προσέγγιση και τη βαθύτερη κατανόηση της ουσίας. της δομής και λειτουργίας της εννομης τάξης και των σχετικών νομικών προβλημάτων. Υποκειμενισμός και αντικειμενισμός αντιμάχονται για τον καθορισμό βασικών νομικών εννοιών αφορούν  αυτή την ίδια την κατανόηση της υπόστασης, της λειτουργίας και της εξέλιξης του δικαίου και των νομικών μορφωμάτων. Εδω ανήκουν μετ.άλ. :

  • Αντικειμενική / υποκειμενική φύση των κανόνων δικαίου (αρ.9)
  • Παραγωγή του δικαίου - Ουσιαστικές πηγές του δικαίου,  (αντικειμενικοποίηση του νόμου αριθ.10)
  • Αντικειμενική / υποκειμενική Ερμηνεία  Ιστορική   βούληση του νομοθέτη και αντικειμενικό νόημα του νόμου (αριθ. 11)

 

  (α)- Όπως ο φιλοσοφικός έτσι και ο νομικός υποκειμενισμός στρέφεται προς το υποκείμενο. Ο νομικός της υποκειμενικής τάσης τονίζει την υποκειμενική πλευρά των πραγμάτων και κατ’ επέκταση τα υποκειμενικά νομικά μορφώματα, όπως και κυρίως το δικαίωμα, που απετέλεσε το “νομικό λάβαρο”του νομικού υποκειμενισμού. Βασικό μειονέκτημα του νομικού υποκειμενισμού  η παραγνώριση της αντικειμενικής πλευράς των πραγμάτων και του αναμφισβήτητου  ρόλου της στην δημιουργία  την εξέλιξη την λειτουργία και την ερμηνεία του  δικαίου. Ο υποκειμενισμός  προσανατολίζει τη σκέψη αποκλειστικά προς το δικαίωμα. με αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται ή και να αγνοείται το θεσμικό περιβάλλον. Ο νομικός υποκειμενισμός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το υποκειμενικό στοιχείο, προς το δικαίωμα και αγνοεί την αντικειμενική πλευρά αντιμετωπίζει το δικαίωμα απομονωμένα και αποχωρισμένο από το αντικειμενικό περιβάλλον και τις  έννομες σχέσεις, του θεσμού μέσα στο οποίο εφαρμόζεται. Στο νομικό συνταγματικό χώρο, ο υποκειμενισμός συνδέεται με το δυαδισμό, τη δυαδιστική έννομη τάξη, τη διάκριση κράτους - κοινωνίας, δημοσίου - ιδιωτικού, κυβερνώντων - κυβερνωμένων, την αντιπροσώπευση κλπ.  

 Έντονο υποκειμενικό - δυαδιστικό χαρακτήρα έχει η παραδοσιακή νομική θεωρία.Το δικαιικό οικοδόμημα που δημιουργήθηκε  την εποχή της Γαλλικής επανάστασης βασίστηκε στην υποκειμενική ατομικιστική αρχή και απέκτησε έτσι έντονο υποκειμενικό χαρακτήρα. Το περιεχόμενο των κανόνων του είτε με τη νομοτεχνική μορφή του εξ αντικειμένου δικαίου είτε με τη μορφή του εξ υποκειμένου δικαίου, του δικαιώματος, προσδιορίστηκε από την υποκειμενική προσέγγιση, η οποία και οδηγεί στην  ατομικιστική αρχή. Στο δικαιικό αυτό πλαίσιο ήταν φυσικό επακόλουθο  η υπεροχή της νομικής έννοιας του δικαιώματος και η υποκειμενική θεώρηση και ερμηνεία των κανόνων δικαίου.  Είναι κυρίως η υποκειμενική θεώρηση, που οδηγεί στην «απομονωμένη» έρευνα του νομικού κανόνα αποκομμένου από τηνκοινωνική πραγματικότητα.Η έντονη υποκειμενική προσέγγιση των πραγμάτων πολύ ισχυρότερη στο παρελθόν, δεν φαίνεται, ότι μπορεί –τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή– να οδηγήσει σε πρόσφορες νομικές λύσεις. Η αποκλειστική υποκειμενική θεώρηση αποτελεί πλέον εγκαταλειμμένη μέθοδο για το μεγάλο μέρος της επιστημονικής έρευνας. 

  (β) - Αντίθετα προς την υποκειμενική προσέγγιση  ο νομικός της αντικειμενικής τάσης βασιζόμενος στην αντικειμενική θεώρηση, την αντικειμενική πλευρά των πραγμάτων, στρέφεται κυρίως προς τα αντικειμενικά νομικά μορφώματα, όπως είναι οι θεσμοί, οι έννομες σχέσεις κλπ, εντάσσοντας στο ευρύτερο αντικειμενικό πλαίσιο τα μερικότερα υποκειμενικά στοιχεία. Αυτή η στροφή προς το αντικειμενικό χαρακτηρίζει την αντικειμενική νομική σκέψη, Η οποία αναδεικνύει το αντικειμενικό νομικό περιβάλλον. Εκκινώντας από την αντικειμενική βάση  αποκτά ιδιαίτερη σημασία η διαπίστωση ότι το δικαίωμα αναγκαία δεν ασκείται απομονωμένο αλλά σε συγκεκριμενο κοινωνικό θεσμικό περιβάλλον, μέσα σε κάποια έννομη σχέση ή θεσμό από το οποίο και επηρεάζεται έντονα.  Η εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενό τους αλλά και από το αντικείμενικό οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκούνται και από τη σχέση τους με αυτό. Αντίθετα προς τον υποκειμενισμό, ο αντικειμενισμός συνδέεται με το μονισμό, την ενιαία έννομη τάξη, την ενότητα κράτους-κοινωνίας, την ταυτότητα κυβερνώντων - κυβερνώμενων, την εκπροσώπηση κλπ. Στο ευρύτερο πλαίσιο που θέτει η αντικειμενική νομική θεωρία θεμελιώνεται ο νομικός μονισμός της βασισμένης στην ανθρώπινη αξία ενότητας της έννομης τάξης, την ρυθμιστική πληρότητα και αρμονία και αναγκαία οδηγεί στην υπέρβαση της διάκρισης του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό και στην αναγωγή του Συντάγματος σε καθολικό δικαιικό ρυθμιστή,  που ρυθμίζει πλέον και τις διαπροσωπικές σχέσεις.  Η μόνιστική προσέγγιση   οδηγεί επίσης στην ενότητα νομικής ρύθμισης και πραγματικότητας στην ενότητα των στοιχείων της φύσης του πράγματος corpus και animus,  ενότητα τυπικού και ουσιαστικού Συντάγματος κοκ. 

  Οι γενικότερες μεταβολές οδήγησαν στην υποχώρηση του υποκειμενισμού και στην ενίσχυση της αντικειμενικής πλευράς την οποία και τονίζει η σύγχρονη αντικειμενική νομική θεωρία η αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων αποκαλύπτει πολλές νέες  πτυχές  και στην περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων και οδηγεί στην σημασιολογική αναβάθμιση και  νομική αξιοποίηση του αντικειμενικού θεσμικού περιβάλλοντος. Η εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος οδήγησε στη σύγχρονη εποχή στην αποϋποκειμενικοποίηση  του δικαίου, το οποίο πλέον εδράζεται πάνω σε βάσεις αντικειμενικές.  Το σύγχρονο δίκαιο είτε ως δίκιο εξ αντικειμένου είτε ως δικαίωμα έχει αποκτήσει έντονο κοινωνικό, προστατευτικό, αντικειμενικό χαρακτήρα.   Τα αντικειμενικά θεσμικά στοιχεία είναι εκείνα που έχουν αναδειχθεί και έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η αντικειμενική προσέγγιση είναι εκείνη, που οδηγεί στην πληρέστερη εξήγηση της λειτουργίας των θεσμών και σε ερμηνευτικές εκδοχές περισσότερο σύμφωνες με την αξία του ανθρώπου.  Η αντικειμενική θεωρία εξασφαλίζει ενότητα σκέψης και μεθοδολογίας  ενιαίο τρόπο προσέγγισης των επειδή μερους θεμάτων. 

 Η στροφή προς το αντικειμενικό εξασφαλίζει την αξιοποίηση του θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα και μέσα από την αντιπαράθεση αντικειμενικού προς υποκειμενικό ( δικαιώματος και θεσμού )  οδηγεί όχι στη σύγκρουση των δικαιωμάτων και στη στάθμιση αλλά στη διάκριση του αμυνόμενου από τον επιτιθέμενο και στη θεσμική εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Με βάση την αντικειμενική θεωρία οι θέσεις που λαμβάνονται στα επιμέρους ζητήματα δεν είναι συμπτωματικές αλλά υπακούουν στην διήκουσα αντικειμενική λογική Με την οποία γίνεται η επεξεργασία των διαφόρων απόψεων και η θεμελίωση των υποστηριζόμενων νόμων δεν συνιστούν απλώς επιλογές αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης δεδηλωμένης μεθοδολογίας. 

Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού απασχολεί το ζήτημα, αν η έννομη τάξη είναι υποκειμενική ή αντικειμενική. Η ορολογία αυτή χρησιμοποιείται με δύο έννοιες,την ουσιαστική και τη νομικοτεχνική. Η διάκριση υποκειμενικού και αντικειμενικού αντανακλά στην κατανόηση της φύσης του κανόνα δικαίου ως αντικειμενικής αρχής  ή ως δικαιώματος. Το δίκαιο γίνεται αντιληπτό υποκειμενικά μεν ως δικαίωμα αντικειμενικά δε ως αντικειμενική αρχή.  Η διάκριση αυτή προκύπτει αβίαστα στην ελληνική γλώσσα στην οποία χρησιμοποιείται η λέξη «δικαίωμα» για να υποδηλώσει το δίκαιο έξ υποκειμένου και η λέξη «δίκαιο» για το δίκαιο εξ αντικειμένου. Ενώ στις λατινογενείς γλώσσες χρησιμοποιείται μία μόνο λέξη droit, Recht, diritto. Είναι επομένως απαραίτητη η περιφραστική διάκριση.

 Τίθεται έτσι το ερώτημα αν συγκεκριμένος κανόνας δικαίου εμπεριέχει αντικειμενική αρχή η δικαίωμα. Το γενικό αυτό ζήτημα απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα και απασχόλησε περισσότερο την θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων, στην οποία τίθεται ακόμη και σήμερα. Απασχολεί έτσι το ερώτημα αν συγκεκριμένος κανόνας δικαίου κατοχυρώνει δικαίωμα η ιδρύει  αντικειμενική αρχή. Καταρχήν και στο πλαίσιο της σύνθεσης αντικειμενικού και υποκειμενικού το ερώτημα δεν πρέπει να τίθεται διαζευκτικά.  Αντικειμενικό και υποκειμενικό συντίθεται, συνυπάρχουν σε συγκεκριμένο κανένα δίκαιου και δεν αποκλείει το ένα το άλλο, Όταν ο νομοθέτης θετει αντικειμενική δικαιική αρχή  από την αρχή αυτή - κατά κανόνα και χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις- απορρέουν και δικαιώματα των υποκειμένων δικαίου. Προηγείται ως ευρύτερο το αντικειμενικό και  έπεται το υποκειμενικό, που απορρέει από αυτό.  έτσι στο πλαίσιο της σύνθεσης υποκειμενικού και αντικειμενικού το ζήτημα αποκτά περισσότερο νομοτεχνική σημασία και περιεχόμενο, που αφορά την  αντικειμενική η υποκειμενική διατύπωση του κανόνα δικαίου. Έτσι πχ ο κανόνας, που αφορά την ισότητα, την ελευθερία ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα μπορεί να διατυπωθεί αντικειμενικά η υποκειμενικά.  Έτσι και στο πλαίσιο πάντοτε της σύνθεσης υποκειμενικού και αντικειμενικού  η δικαιική εξέλιξη  οδήγησε στην άποσημασιοποίηση της παλαιότερης αντίθεσης. Το ζήτημα προσέλαβε περισσότερο νομικοτεχνικό χαρακτήρα. Με τη νομικοτεχνική έννοια του όρου η διάκριση αντικειμενικού και υποκειμενικού δικαίου, ταυτίζεται με τη διάκριση σε δίκαιο «εξ αντικειμένου» (droit objectif) και σε δικαίωμα (droit subjectif). Αυτή η ίδια η φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο διαφορετικό κατά την αντικειμενική θεωρία οι συνταγματικές διατάξεις δεν περιέχουν μόνο υποκειμενικά δίκαια (δικαιώματα) αλλά και αντικειμενικές αρχές.  Και στην παλαιά ατομικιστική και στη σύγχρονη κοινωνική-ανθρωπιστική έννομη τάξη υπάρχουν και αντικειμενικοί κανόνες δικαίου και δικαιώματα. Τα δεύτερα παράγονται από τους πρώτους. Η ρύθμιση του δικαίου είναι αντικειμενική. Το δίκαιο θέτει κατά κύριο λόγο αντικειμενικές αρχές, από τις οποίες παράγονται υποκειμενικά μορφώματα, όπως δικαιώματα και υποχρεώσεις, για κάθε κοινωνό του δικαίου. 

  Υποκειμενικό δίκαιο με την ουσιαστική έννοια του όρου είναι το ατομικιστικό δίκαιο (droit individuel) και αντικειμενικό, το κοινωνικό δίκαιο (droit social). 

 

(γ) Η παραγωγή του δικαίου και η αντίθεση αντικειμενισμου υποκειμενισμού συνδέονται στενά. Η σύγκρουση υποκειμενισμού και αντικειμενισμου επιδρά σημαντικά στην κατανόηση της διαδικασίας παραγωγής του δικαίου με τις ανάλογες επιπτώσεις στην ερμηνεία και την εφαρμογή του. 

-  Ουσιαστική  πηγή του δικαίου είναι η εξουσία θέσπισης των δικαιϊκών κανόνων δηλαδή ο νομοθέτης. Ο νομικός υποκειμενισμός ατενίζοντας μόνον προς τα έσω επικεντρώνεται στον νομοθέτη  και την τυπική διαδικασία παραγωγής του δικαίου. Κατά την προσέγγιση αυτή ο νομοθέτης είναι η μια και μόνη, η αποκλειστική πηγή από την οποία προέρχεται το δίκαιο.  Η υποκειμενική προσέγγιση αγνοεί  το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργείται το δίκαιο, περιφρονεί δηλαδή την πραγματικότητα.  

-  Η αντικειμενική προσέγγιση, εκτός και πέρα από την συμβολή του νομοθέτη, λαμβάνει σοβαρά υπόψη το πραγματικό περιβάλλον, στο οποίο αυτός λειτουργεί  και μέσα στο οποίο δημιουργείται τελικά δημιουργείται το δίκαιο.   Κατά την αντικειμενική θεώρηση δύο είναι οι ουσιαστικές πηγές του δικαίου. Η φύση και η εξουσία, δηλαδή η φύση του πράγματος,  η πραγματικότητα  και ο νομοθέτης. Η αντικειμενική προσέγγιση των ουσιαστικών πηγών του δικαίου διαφέρει σημαντικά από  την υποκειμενική. Κατά την αντικειμενική προσέγγιση το δίκαιο -και κυρίως το συνταγματικό δίκαιο δεν είναι απλά και μόνο η εκδήλωση της βούλησης της εκάστοτε κρατικής εξουσίας,  αλλά δημιούργημα ευρύτερων συνθηκών,  μέσα στις οποίες εκτυλίσσεται ο ανθρώπινος βίος. Όπως διδάσκει η διαρκώς διευρυνόμενη στη νομική επιστήμη θεωρία της φύσης των πραγμάτων (natur der Sache) ο νομοθετης και τελικά το παραγόμενο από αυτόν δίκαιο σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από την “ύλη” της οποίας την ρύθμιση επιδιώκει και από την υπάρχουσα ρυθμιστική τάξη,  που βρίσκεται μέσα στην ύλη αυτή.  Η καταγωγή της θεωρίας της φύσης των πραγμάτων ανάγεται στην θεωρία του Georg Jellinek για την κανονιστική, δικαιοπαραγωγική ικανότητα της πραγματικότητας, την κανονιστική δύναμη του πραγματικού. Η φύση των πραγμάτων παράγει δίκαιο.  Δεν είναι απλά και μόνον ρυθμιστικό αντικείμενο του δικαίου.  ταυτόχρονα ρυθμίζει το δίκαιο το οποίο και στρέφει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις,  σύμφωνα με τις γενικές ρυθμιστικές αρχές που περιέχει.  Η πραγματικότητα τα πράγματα η φύση των πραγμάτων δεν αποτελεί απλά και μόνο ερμηνευτική μέθοδο αλλά και πηγή του δικαίου με την ουσιαστική έννοια του όρου. 

 

Η διάσταση υποκειμενισμού και αντικειμενισμού δεν περιορίζεται στον αριθμό των ουσιαστικών πηγών αλλ επεκτείνεται και στην θεώρηση της κοινά αποδεκτής ουσιαστικής πηγής, τον νομοθέτη

- Η υποκειμενική προσέγγιση οδηγεί πάντοτε στον συγκεκριμένο νομοθέτη, στον οποίο οφείλεται η ψήφιση του νόμου την δεδομένη ιστορική στιγμή, στον ιστορικό νομοθέτη.

- Σύμφωνα με την αντικειμενική προσέγγιση ο όρος νομοθέτης έχει στη νομική επιστήμη γενικό περιεχόμενο, που περιλαμβάνει όλους τους νομοθέτες και απομακρύνει τον νόμο από το συγκεκριμένο συντάκτη του. Ο όρος νομοθετης περιλαμβάνει ως σύνολο όλους τους νομοθέτες που έχουν συνλειτουργήσει για τη δημιουργία της έννομης τάξης. Αυτή η αντικειμενική θεώρηση του συνολικού και απρόσωπου νομοθέτη οδηγεί στην αντικειμενικοποίηση του νόμου, δηλαδή στην ένταξή του στο όλο δικαιικό σύστημα, μέσω της οποίας πλέον ο νόμος απομακρυνόμενος από τον συγκεκριμένο συντάκτη του αποκτά αντικειμενικό νόημα. η ψήφιση του νόμου αποκόπτει και τον ομφάλιο λόγο που τον συνδέει με το συγκεκριμένο νομοθέτη. Όμως ο κανόνας δικαίου μετά την παραγωγή του εντασσόμενος στο σύστημα δικαίου αντικειμενικοποιείται. Είναι επομένως δυνατό το νόημα του να αποκτά μεγαλύτερες ή μικρότερες διαστάσεις, από εκείνες τις οποίες θέλησε αρχικά να του προσδώσει ο συγκεκριμένος συντακτικός νομοθέτης.

 Ο νόμος με την ψήφιση του αντικειμενικοποιείται καθοριζόμενος βέβαια από την υποκειμενική ιστορική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη. Ο νόμος συνίσταται στην αντικειμενικοποίηση υποκειμενικής θέλησης, στην αντικειμενικοποίηση του υποκειμενικού. Η υποκειμενική δηλαδή θέληση αντικειμενικοποιείται μέσα από την διάταξη του νόμου. Η αντικειμενικοποίηση Αυτή έχει την έννοια ότι με την ψήφιση του ο νόμος εντάσσεται σε ένα γενικότερο σύστημα κανόνων δικαίου, μέσα στο οποίο παίρνει συγκεκριμένη θέση, εφόσον η ρύθμιση του είναι σύμφωνη με το γενικότερο δικαιικό πλαίσιο ή από το οποίο αποβάλλεται στις ακραίες περιπτώσεις, που το περιεχόμενο του έρχεται σε αντίθεση προς αυτό. Η αντικειμενικοποίηση  έχει επίσης την έννοια, ότι ο νόμος μετά την ψήφιση του ξεφεύγει από τον έλεγχο του νομοθέτη. Ο ενδεχομένως ευρύτερος σκοπός του νομοθέτη δυνατόν να σμικρύνεται ή ο στενότερος να διευρύνεται, ανάλογα με την θέση της ρύθμισης στο όλο δει και δικαιικό σύστημά. Για την κοινωνικοποίηση του νόμου είναι η σύνθεση ανάμεσα στα υποκειμενικά στοιχεία της ιστορικής θέλησης του συγκεκριμένου νομοθέτη και τα αντικειμενικά στοιχεία, που προκύπτουν από το όλο συνταγματικό πολιτικό οικοδόμημα, από τις γενικές ρυθμιστικές αρχές και την συνταγματικό πολιτική πραγματικότητα. Η αντικειμενικοποίηση του νόμου δεν είναι η απλή μεταμόρφωση της υποκειμενικής θελήσης σε κανόνα δικαίου, αλλά η ευρύτερη εκείνη διαδικασία ένταξης των συγκεκριμένων διατάξεων στο όλο νομικό οικοδόμημα. Για να συντελεστεί η αντικειμενικοποίηση πρέπει η θέληση του νομοθέτη να είναι σαφής και συμφωνη με το όλο σύστημα του δικαίου, που σημαίνει ότι πρέπει να είναι σύμφωνη με τις άλλες διατάξεις και με την από την φύση των πραγμάτων επιβαλλόμενη ρύθμιση.

 Η αντικειμενικοποίηση του νόμου ως αντικειμενικοποίηση του υποκειμενικού, διαφέρει από την υποκειμενικοποίηση του αντικειμενικού, που εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο νομοθέτης προσπαθεί λχ να επιβάλει θέληση ξένη προς το όλο δίκαιο, να υπάγει  δηλαδή τα αντικειμενικά στοιχεία στην υποκειμενική του θέληση. Είναι δυνατόν η υποκειμενική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη να εκφράζεται με σαφήνεια στις διατάξεις του νόμου και να υποκειμενικοποιεί το νόημα της διάταξης, το οποίο όμως στις περιπτώσεις αυτές δεν συμπίπτει με το αντικειμενικό νόημα του νόμου. Δεν υπάρχει δηλαδή αμφιβολία για το νόημα της διάταξης, υπάρχει όμως αμφιβολία για το νόημα του νόμου. Το ότι ο νόμος είναι η αντικειμενικοποίηση υποκειμενικής θελήσεις σημαίνει, ότι ιστορική θέλεις του νομοθέτη προσαρμόζεται στα αντικειμενικά στοιχεία και όχι ότι τα αντικειμενικά στοιχεία προσαρμόζονται, πράγμα αδύνατο, την θέληση του νομοθέτη. Εφόσον πάλι η θέληση  του νομοθέτη δεν είναι σαφής η δεν έχει εκδηλωθεί, η ερμηνεία, πρέπει να κατευθύνεται στην ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του νόμου και όχι στην εξιχνίαση της υποκειμενικής και ενδεχόμενα ανύπαρκτης στο  νομικό  τουλάχιστον κείμενο, θέλησης του συγκεκριμένου νομοθέτη.

- Η αντικειμενική θεώρηση αντιλαμβάνεται την έννομη τάξη ως ιεραρχικό, ενιαίο και πλήρες σύστημα κανόνων δικαίου. Η καταστατική αρχή και οι θεμελιώδεις αρχές ανήκουν μαζί με άλλους κανόνες στο συνταγματικό πλαίσιο το οποίο προΐσταται του κοινού δικαίου. Η αρχή της τυπικής ισοδυναμίας εμποδίζει την στάθμιση των συνταγματικά προστατευομένων αγαθών. Ως ενιαίο σύστημα διέπεται από την αρχή της ενότητας του ουσιαστικού περιεχομένου, η οποία αποκλείει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ των κανόνων δικαίου, στις οποίες ανήκει και  η λεγόμενη “σύγκρουση δικαιωμάτων”, η οποία πάντως στις περισσότερες περιπτώσεις  συγχέεται με την αντίστοιχη πραγματική σύγκρουση. Τέλος η έννομη τάξη είναι πλήρες σύστημα κανόνων δικαίου, το οποίο ως τοιούτο  μπορεί να έχει λεκτικά όχι όμως και ουσιαστικά ρυθμιστικά κενά.

 

6. Υποκειμενισμός και αντικειμενισμός αντιμάχονται για την ερμηνεία. Υποκειμενισμός και αντικειμενισμός βρίσκονται στην κορυφή μιας πλειάδας  προερμηνευτικών αρχών. Υποκειμενισμός και αντικειμενισμός θέτουν το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται ο νομικός να ερμηνεύσει τον κανόνα δικαίου και να τον εφαρμόσει, καταλήγοντας σε συγκεκριμένες λύσεις. Εμφανιζόμενοι στο χώρο της ερμηνείας επηρεάζουν σημαντικά στον προκαθορισμό βασικών προερμηνευτικών αρχών, που κατευθύνουν τους ερμηνευτές στο έργο τους, θέτουν το πλαίσιο μερικότερων νομικών θέσεων. Η γενικότερη αναγκαιότητα προερμηνευτικής θεωρίας,  η προεπιλογή προερμηνευτικών θέσεων για την έρευνα και για την αντιμετώπιση των νομικών φαινομένων,  εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη στην περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων.  Αποτελεί πράγματι απαραίτητη προϋπόθεση,  την στέρεη αφετηρία, χωρίς την οποία κάθε προσπάθεια προσέγγισης των σχετικών νομικών ζητημάτων εμφανίζεται παρακινδυνευμένη. 

 

 Η διαφορά αντικειμενικής και υποκειμενικής προσέγγισης εκδηλώνεται επίσης αναφορικά προς τον καθορισμό του αληθούς νοήματος του νόμου. Η διαφορά αντιλήψεων ως προς τον τρόπο παραγωγής του δικαίου αντανακλά στην διαφοροποίηση της βαθύτερης κατανόησης της ουσίας του και κατά συνέπεια στην διαφορά του χώρου μέσα στον οποίο θα αναζητηθούν τα ερμηνευτικά του στοιχεία. Τα παραπάνω σημαίνουν διαφοροποίηση αυτού του ίδιου του αντικειμένου της νομικής ερμηνείας, του περιεχομένου της νομικής έρευνας.

 Εφόσον το δίκαιο παράγεται μόνον από τον νομοθέτη, η βούληση του είναι εκείνη που προσδιορίζει αποκλειστικά το περιεχόμενο του δικαίου. Δίκαιο είναι εκείνο, που θέλησε νομοθέτης, η πολιτική εξουσία, να θεσπίσει ως δίκαιο. Ο συγκεκριμένος νόμος είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου νομοθέτη επομένως και ιστορική βούλησή του είναι καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του.  Η βούληση του νομοθέτη αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται η ανίχνευση του περιεχομένου του νόμου. Με άλλα λόγια βούληση του νομοθέτη και περιεχόμενο του νόμου ταυτίζονται. Σύμφωνα με την υποκειμενική αντίληψη το αληθές νόημα του νόμου ταυτίζεται με την ιστορική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη η άλλως  έχει το περιεχόμενο εκείνο, το οποίο ο συντάκτης του φρόντισε να του προσδώσει.

39 Απέναντι στην υποκειμενική αυτή άποψη, η αντικειμενική προσέγγιση οικοδομείται σε μιαν άλλη (αντικειμενική) θεώρηση αυτού του ίδιου του περιεχομένου του δικαίου. Από την βούληση του νομοθέτη διακρίνεται το αντικειμενικό νόημα του νόμου. Η βούληση του νομοθέτη είναι αυτό που πράγματι ήθελε, και πράγματι επιδίωκε ο συγκεκριμένος συντακτικός νομοθέτης στις δεδομένες ιστορικές συγκυρίες, μέσα στις οποίες παρήχθη ο κανόνας δικαίου, στις δηλαδή  οποίες παρήχθη η βούληση των φυσικών προσώπων προσώπων – φορέων της συντακτικής η αναθεωρητικής εξουσίας κατά την θέσπιση του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου. Όμως ο κανόνας δικαίου μετά την παραγωγή του εντασσόμενος στο σύστημα δικαίου αντικειμενικοποιείται και αποκτά αντικειμενικό νόημα. Έργο της ερμηνείας είναι η ανεύρεση όχι της ιστορικής θέλησης του συγκεκριμένου συντακτικού νομοθέτη  αλλά του αντικειμενικού νοήματος του κανόνα δικαίου. 

Η ανεύρεση της ιστορικής θέλησης του συγκεκριμένου συντακτικού νομοθέτη αποτελεί υποκειμενική ερμηνεία, ενώ η ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του νόμου αντικειμενική. Η ιστορική θέληση του συντακτικού νομοθέτη είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του νόμου. Ιστορική θέληση του νομοθέτη και αντικειμενικό νόημα του νόμου συνδέονται στενά, αλλά οπωσδήποτε δεν ταυτίζονται, 

 Όπως συνήθως αναφέρεται, σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της θέλησης του νομοθέτη. Νομοθέτης και νόμος συνδέονται στενότατα γιατί η ιστορική θέληση του πρώτου καθορίζει το περιεχόμενο του δεύτερου. Αλλά από την στενή αυτή σχέση, δεν προκύπτει, ότι θέληση του νομοθέτη και νόημα του νόμου ταυτίζονται. Η πρώτη έχει υποκειμενικό, ενώ το δεύτερο αντικειμενικό χαρακτήρα.. Υπάρχουν περιπτώσεις ισορροπίας μεταξύ τους, όπως και περίπτωσεις αντίθεσης. Όταν πχ ο νομοθέτης εκφράζεται σαφώς και ο νόμος είναι διατυπωμένος σύμφωνα με το όλο σύστημα του δικαίου και με την φύση των πραγμάτων, τότε θέλεις του νομοθέτη και νόημα του νόμου βρίσκονται σε αρμονία. Όταν όμως η θέληση του νομοθέτη δεν είναι σύμφωνη με τις άλλες γραπτές διατάξεις ούτε μετην επιβαλλόμενη από τα πράγματα ρύθμιση, τότε βούληση του νομοθέτη και αντικειμενικό νόημα του νόμου συγκρούονται. Η σύγκρουση ανάμεσα στην θέληση του νομοθέτη και το νόημα του νόμου είναι σύγκρουση ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Η υποκειμενική βούληση  του συγκεκριμένου νομοθέτη συγκρούεται με το αντικειμενικό νόημα του κανόνα δικαίου. 

  Από την διαπίστωση αυτή προκύπτει το αληθινό νόημα της φράσης βούληση του νομοθέτη με την οποία δεν πρέπει να νοείται η καθοριστική άλλωστε ιστορική βούληση του συγκεκριμένου νομοθέτη,  αλλά το αντικειμενικό νόημα διάταξης νόμου,  όπως προκύπτει από τον συνδυασμό της με τις άλλες γραπτές διατάξεις δικαίου και με τα πράγματα.  Δηλαδή από την ένταξη της στο όλο δικαιικό σύστημα. για τους παραπάνω λόγους η αναδρομή στα πρακτικά των συζητήσεων πέρα από τη διαφωτιστική της σημασία για τη διακρίβωση της θέλησης συγκεκριμένου νομοθέτη μόνον επιβοηθητικό ενισχυτικό χαρακτήρα μπορεί να έχει.  ειδικά στις διατάξεις του νόμου εκφραζόμενη θελήσει είναι όμως αποφασιστικής σημασίας.

 

7. Η γενικότερη φιλοσοφική διαμάχη υποκειμενισμού και αντικειμενισμου μεταφερόμενη στο πεδίο των συνταγματικών δικαιωμάτων αποκτά ιδιαίτερη ένταση και οδήγησε τελικά στην διαμόρφωση δύο βασικών θεωριών.  Όπως η γενικότερη παραδοσιακή νομικη θεωρία έτσι και η θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων είναι κατεξοχήν υποκειμενική ενώ αντίθετα έντονο αντικειμενικό χαρακτήρα έχει η σύγχρονη νομική θεωρία. Η διαφορά υποκειμενισμού και αντικειμενισμου αφορά αυτήν την ίδια την προσέγγιση και τη βαθύτερη κατανόηση της δομής και λειτουργίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και των σχετικών νομικών προβλημάτων.

 (α) Υποκειμενική θεωρία ΣΔ: Στο ευρύτερο πλαίσιο της υποκειμενικής παραδοσιακής νομικής θεωρίας δημιουργήθηκε η υποκειμενική θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία τα ατομικά, δημόσια αμυντικά δικαιώματα, στρέφονται κατά του κράτους. Το ατομικό δικαίωμα έχει δεδομένο μέγεθός, είναι στατικό και εφαρμόζεται μόνο στην γενική κυριαρχική σχέση κράτους πολιτών. Την βάση της νομικής εφαρμογής αποτελεί το μέγεθος του δικαιώματος, το οποίο εφαρμόζεται χωρίς αναφορά στο νομικό περιβάλλον. Ο υποκειμενισμός προσανατολίζει αποκλειστικά προς το δικαίωμα με αποτέλεσμα η νομική σκέψη να αγνοεί το θεσμικό περιβάλλον και να οδηγείται στην απρόσφορη υποκειμενική αντιπαράθεση δικαιώματος προς δικαίωμα και όχι στην αντικειμενική αντιπαράθεση δικαιώματος και θεσμού. Ο υποκειμενισμός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το υποκειμενικό στοιχείο, το δικαίωμα, και αγνοεί την αντικειμενική θεσμική πλευρά. Αντιμετωπίζει το δικαίωμα απομονωμένα και αποχωρισμένο από το αντικειμενικό περιβάλλον τις έννομες σχέσεις ή του θεσμού μέσα στον οποίο εφαρμόζεται.

(β) Αντικειμενική θεωρία ΣΔ.Το θεσμικό περιβάλλον: Οι γενικότερες μεταβολές οδήγησαν στην υποχώρηση του υποκειμενισμού και στην ενίσχυση της αντικειμενικής πλευράς των συνταγματικών δικαιωμάτων, την οποία και τονίζει η σύγχρονη αντικειμενική νομική θεωρία. Η αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων αποκαλύπτει πολλές νέες πτυχές (και) στην περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων και οδηγεί στην σημασιολογική αναβάθμιση και στη νομική αξιοποίηση του αντικειμενικού θεσμικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ασκείται το δικαίωμα. Αποκτά έτσι ιδιαίτερη σημασία η διαπίστωση, ότι το δικαίωμα δεν ασκείται απομονωμένο, αλλά σε ένα ευρύτερο αντικειμενικό θεσμικό νομικό περιβάλλον -μέσα σε έννομη σχέση ή θεσμό- από το οποίο και επηρεάζεται έντονα. Η εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενό τους αλλά και από το αντικειμενικό νομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκούνται και από την σχέση τους με αυτό. Αυτή η ίδια η φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο διαφορετικό. Κατά την αντικειμενική θεωρία οι συνταγματικές διατάξεις δεν περιέχουν μόνον υποκειμενικά δίκαια αλλά και αντικειμενικές αρχές, από τις οποίες απορρέουν τα δικαιώματα. Τα συνταγματικά δικαιώματα ως αμυντικά δικαιώματα στρέφονται erga omnes, Ενώ παράλληλα έχουν αποκτήσει και προστατευτικό (προς το κράτος) αλλά και διά ασφαλιστικό (εξασφαλιστικό - διεκδικητικό) περιεχόμενο. Τα συνταγματικά όχι απλά ατομικά δικαιώματα, εφαρμόζονται σε δύο επίπεδα, γενικό και ειδικό. Τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται στην γενική κυριαρχεί σχέση κράτους πολιτών, αλλά και την γενική διαπροσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών. Εφαρμόζονται επίσης μέσα σε όλες τις έννομες σχέσεις και τους θεσμούς δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Στην αντικειμενική θεωρία ανήκει η θεσμική εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων.   

Η πραγματική αντίθεση δύο υποκειμένων του δικαίου επιτιθέμενου και αμυνόμενου,  προκειμένου να αρθεί παίρνει τη μορφή νομικής αντιπαράθεσης, της αντιπαράθεσης δηλαδή νομικών μεγεθών.  Η πραγματική αντίθεση μετατρέπεται σε νομική αντιπαράθεση.  Πρόκειται για μετάβαση σε άλλο γένος, από τον πραγματικό στον νομικό κόσμο, για μία νομική μεταμόρφωση της πραγματικής αντίθεσης.  Η νομική αντιπαράθεση πρέπει να είναι ικανή να καταλήξει σε  ορθές λύσεις.    Ιδιαίτερη σημασία έχει επομένως, ποια είναι τα νομικά στοιχεία που θα αντιπαρατεθούν, τα μέρη της νομικής αντιπαράθεσης.  Η απλή αντιπαράθεση λαμβάνει υπόψιν της μόνο το υποκειμενικό στοιχείο.  αντίθετα η σύνθετη λαμβάνει υπόψη και τα δύο στοιχεία,  και του υποκειμενικού και του αντικειμενικό.  

Στην υποκειμενική και απρόσφορη νομική αντιπαράθεση δικαιώματος προς δικαίωμα και όχι στην αντικειμενική νομική αντιπαράθεση δικαιώματος και θεσμού.  

 (α) Υποκειμενική αντιπαράθεση ( υποκειμενικό /  υποκειμενικό):  Καταρχήν κλασική νομικό πολιτική σκέψη είναι η αντιπαράθεση ατόμου προς άτομο που πήρε τη νομική μορφή της αντιπαράθεσης δικαιώματος προς δικαίωμα,  συμφέροντος προς συμφέρον και που αντικατοπτρίζεται στη βαθιά ριζωμένη αντίληψη για την σύγκρουση των δικαιωμάτων. 

(β) Αντικειμενική -  θεσμική αντιπαράθεση( υποκειμενικό/ αντικειμενικό):  από τον εντοπισμό του θεσμικού περιβάλλοντος η αλληλοσύνδεση δικαιώματος - θεσμού,  οδηγεί στην αντιπαράθεση τους,  στην αντιπαράθεση υποκειμενικού προς  αντικειμενικό για την ´αρση των αντιθέσεων.  Η διαπίστωση του θεσμικού περιβάλλοντος οδηγεί αναγκαία στην αντικειμενική αντίθεση,  στη θεσμική αντιπαράθεση.  δεν είναι η αντίθεση υποκειμενικού προς  υποκειμενικό, αντίθεση δικαιωμάτων,.  αλλά  αντίθεση δικαιώματος και θεσμου μέσα στον οποίο ασκείται το δικαίωμα, στο θεσμικό του περιβάλλον.  Η θεσμική αυτή αντιπαράθεση  είναι το “κλειδί” της εφαρμογής τους.  Τα δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη στο “φυσικό” τους περιβάλλον,  όπως ακριβώς είναι στη νομική πραγματικότητα.  Το αντικειμενικό στοιχείο αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται και εφαρμόζονται τα υποκειμενικά στοιχεία.  Η θεσμική εφαρμογή βασίζεται στην αντιπαράθεση δικαιώματος και διαπροσωπικής σχέσης (θεσμού). Εφόσον επιχειρείται  εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ειδικότερες έννομες σχέσεις και δεσμούς,  πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ταυτόχρονα και το περιεχόμενο του δικαιώματος αλλά και το περιεχόμενο της σχέσης , στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή του.