Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ




Του Ανδρέα Δημητρόπουλου
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
1. Το πανεπιστημιακό άσυλο απασχολεί έντονα και δυσάρεστα, κάθε Νοέμβρη αλλά όχι μόνον. Με την ευκαιρία της συνταγματικής αναθεώρησης παραμένει στην επικαιρότητα και προσελκύει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον λόγω των διαμετρικά αντίθετων απόψεων που υποστηρίζονται. Από την μια η διατήρηση της νομοθετικής ρύθμισης, από την άλλη η «κατάργηση του ασύλου». Είναι και το άσυλο θύμα της προχειρότητας με την οποία προσεγγίζονται σήμερα τα θέματα. Η αλήθεια είναι ότι το άσυλο έχει συνδεθεί με τα έκτροπα που χωρίς εξαίρεση επαναλαμβάνονται κυρίως με την ευκαιρία του εορτασμού του Πολυτεχνείου αλλά και με πολλά κρούσματα ανομίας και παραβατικότητας που παρατηρούνται στις διάφορες πανεπιστημιακές σχολές. Είναι όμως έτσι; Καλύπτει πράγματι το άσυλο αυτή την ανομία; Ή πρόκειται για ακόμη μια σύγχιση, όπως τόσες άλλες΄;
2. Η συνταγματική προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου συνδέεται με την προστατευόμενη στο άρθρο 16 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ακαδημαϊκή ελευθερία. Το άσυλο συνδέεται με την ελευθερία των ιδεών και την ελεύθερη κυκλοφορία, διατύπωση και διάδοσή τους ειδικότερα στον ακαδημαϊκό χώρο. Το άσυλο έχει αφενός μεν έναν υλικό (γεωγραφικό) προσδιορισμό (corpus), αφετέρου δε έναν πνευματικό προσδιορισμό (animus). Ο πρώτος αναφέρεται στον χώρο που καλύπτει το άσυλο. Ο δεύτερος στο αντικείμενο της προστασίας του, στις ιδέες. Με το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύεται η ελευθερία των ιδεών, η ελευθερία της διδασκαλίας. Προφανώς με το άσυλο δεν καλύπτεται οτιδήποτε άλλο. Δεν καλύπτεται οποιαδήποτε παρανομία, η συναλλαγή, διεξαγωγή παράνομου εμπορίου κλπ. Δεν είναι άσυλο παράνομων πράξεων αλλά μόνον άσυλο ιδεών.
3. Παρά την σαφή συνταγματική κατοχύρωση, στην πράξη η έννοια του ασύλου έχει κακοποιηθεί και εξαντλείται κυρίως ή και αποκλειστικά στον «γεωγραφικό χώρο», ώστε να καλύπτει τελικά ο,τιδήποτε γίνεται μέσα σε αυτό. Η έννοια του ασύλου συρρικνώθηκε και διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής του. Το άσυλο έχει αυθαίρετα και πέρα από το συνταγματικό του υπόβαθρο μεταβληθεί σε άβατο  στο οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί  να εισέλθει η αστυνομική δύναμη. Σε αυτή την παραμόρφωση του ασύλου και την μετατροπή του από καταφύγιο των ιδεών «σε καταφύγιο παρανομίας» έχουν συντελέσει πολλοί παράγοντες.
4. Ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν και σε ποίο μέτρο ευθύνεται η περί ασύλου νομοθεσία.  Το πανεπιστημιακό άσυλο αναγνωρίστηκε με τον ν. 1286/1982.. Το άσυλο καταργήθηκε με  τον ν. 4009/2011. Με το ν. 4485/2017, άρθρο 3 § 2  η  επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των ΑΕΙ διακρίνεται και πάλι (όπως και προηγουμένως)  σε αυτεπάγγελτη και μετά από άδεια. (α) Η αυτεπάγγελτη επέμβαση της αστυνομίας επιτρέπεται  σε περιπτώσεις αυτόφωρων κακουργημάτων. Η δημόσια δύναμη μπορεί να επεμβαίνει  και να εισέρχεται στον πανεπιστημιακό χώρο χωρίς οποιαδήποτε άδεια, αν τελούνται μετ. άλ. εγκλήματα κατά της ζωής,  βιαιοπραγία, εμπορία, διακίνηση ναρκωτικών, η κατασκευή βομβών, μολότοφ. (β) Η μετά από άδεια επέμβαση της δημόσιας δύναμης επιτρέπεται, ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου  σε περιπτώσεις τέλεσης  αυτόφωρων πλημμελημάτων. Κατά την ισχύουσα ρύθμιση το πρυτανικό συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα ακόμη και αν δεν έχει υποδειχθεί εκπρόσωπος των φοιτητών ή των διοικητικών υπαλλήλων. Η απόφαση τ λαμβάνεται με πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάχθηκε ο Πρύτανης. Με την νέα ρύθμιση διευκολύνεται σε σύγκριση με το παρελθόν, η χορήγηση της άδειας επέμβασης των αστυνομικών αρχών.
5. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεν ευθύνεται και δεν μπορεί να ευθύνεται το πανεπιστημιακό άσυλο για πολλά θλιβερά φαινόμενα και παράνομες πράξεις που πραγματοποιούνται μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Τέτοιες άλλωστε ανομίες συμβαίνουν και σε άλλους χώρους που δεν έχουν άσυλο. Προφανώς σε μεγάλο βαθμό δεν ευθύνεται και η κοινή περί ασύλου νομοθεσία, η οποία πάντως έχει αρκετά περιθώρια βελτίωσης όχι όμως και κατάργησης κάτι το οποίο  και δεν συμβάλλει στην βελτίωση της όλης κατάστασης. Άλλωστε εφόσον το πανεπιστημιακό, ακαδημαϊκό άσυλο προστατεύεται συνταγματικά δεν είναι  επιτρεπτή η κατάργηση του νόμου που το προβλέπει χωρίς την ταυτόχρονη αντικατάστασή του  από  ανάλογη νομοθετική προστατευτική ρύθμιση.    
6. Το μεγάλο ζήτημα δεν είναι η αλλαγή της νομοθεσίας, που οπωσδήποτε μπορεί να γίνει καλλίτερη, αλλά η εφαρμογή της. Η νομοθεσία περί ασύλου δεν εφαρμόζεται διότι οι υπεύθυνοι δεν έχουν καμία πρόθεση να την εφαρμόσουν. Και στην περίπτωση του ασύλου, όπως σε τόσες πολλές άλλες στην σύγχρονη Ελλάδα αποκτά ιδιαίτερη σημασία μια μεγάλη αλήθεια που λέγεται συνήθως σκωπτικά.  Είναι απαραίτητη η ψήφιση ενός νόμου για την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.
7. Το άσυλο δημιουργήθηκε και κατοχυρώθηκε συνταγματικά για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας από την δημόσια εξουσία. Σήμερα όμως το άσυλο απειλείται και από την» ιδιωτική εξουσία» από τους κάθε είδους παρανόμους, οι οποίοι προστρέχουν σε αυτό για να αποφύγουν την αστυνομική δύναμη. Στην σύγχρονη εποχή η έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου έχει διευρυνθεί και προστατεύει την ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου και από κάθε είδους παρανομία που συντελείται μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο και εμποδίζει την ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου. Δεν είναι επομένως ορθή η ενοχοποίηση το ασύλου το οποίο είναι αντίθετο σε κάθε παρανομία εντός του πανεπιστημιακού χώρου.απόόπου και να προέρχεται.


Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Η ΤΥΡΑΝΝΙΚΗ "ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ"


ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
 ΟΜ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ


Εδώ και μερικά χρόνια  ζούμε στην Ελλάδα ίσως την πλέον εκφυλιστική μορφή του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, το φαινόμενο της «τυραννικής πλειοψηφίας».  Ο τίτλος φαίνεται να περιέχει κάποιαν αντίφαση. Πλειοψηφία και τυραννική; Προφανώς πρόκειται για κοινοβουλευτική πλειοψηφία τυραννική απέναντι στη μεγάλη πλειοψηφία του Λαού. Πρόκειται για κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία συμπεριφέρεται ως δυνάστης, κραδαίνοντας μάλιστα αναιδώς και «πιστοποιητικό δημοκρατικής νομιμοποίησης», αν και η ίδια καλά γνωρίζει, ότι το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της την εγκατέλειψαν και ότι πλέον δεν αντιπροσωπεύει παρά μικρό ποσοστό του Εκλογικού Σώματος. Ενεργεί σε πολλές περιπτώσεις προφανώς αντίθετα προς την θέληση – αλλά και τα «καθημερινά συμφέροντα» (υπερφορολόγηση κλπ) - του Λαού, επικαλούμενη το «χρέος» της να ενεργεί προς το συμφέρον του, επικαιροποιώντας έτσι το περιβόητο από το δυναστικό παρελθόν: «όλα για τον Λαό, αλλ΄ ουδέν δια του Λαού». Η διαφορά της βέβαια από τον κληρονομικό δυνάστη είναι, πως γνωρίζει, ότι – αντίθετα προς αυτόν-  είναι αναλώσιμη και προσπαθεί έτσι να εκμεταλλευθεί και το τελευταίο δευτερόλεπτο παραμονής της στην εξουσία.
Η τυραννική πλειοψηφία, ακραία περίπτωση απομάκρυνσης από την αρχή της ταυτότητας και εναρμόνισης Κοινοβουλίου \ Λαού (όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ταυτίζεται με την πλειοψηφία Λαού) και κορυφαία έκφραση της μεταξύ τους αντίθεσης / δυσαρμονίας (όταν η μειοψηφία Λαού είναι κοινοβουλευτική πλειοψηφία). Κάποτε μια τέτοια αντίθεση ήταν πολιτικά αδιανόητη και οπωσδήποτε σπάνια και περιστασιακή, κυρίως σε περιπτώσεις μετάστασης βουλευτών από κόμμα σε κόμμα (βλ τα γεγονότα του 1965) ή σε κακή λειτουργία του εκλογικού συστήματος (βλ βουλευτικές εκλογές 1956) . Ήταν η εποχή, που η Δημοκρατία συμβάδιζε με τον κοινοβουλευτισμό ενάντια στην Μοναρχία. Τότε που το κοινοβουλευτικό ήταν εξ ορισμού και δημοκρατικό, η περίοδος της παντοδυναμίας της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η ιστορική πορεία κατέδειξε, ότι Δημοκρατία και Κοινοβουλευτισμός δεν ταυτίζονται. Δημοκρατικά και αντιπροσωπευτικά στοιχεία του πολιτεύματος δεν βαίνουν  πάντοτε παράλληλα, αλλά υπάρχουν στιγμές και ενίοτε –  ιδίως σήμερα - περίοδοι όχι μόνον αντίθεσης αλλά και ισχυρής σύγκρουσης. Στην Ελλάδα το ζήσαμε αυτό με τα γεγονότα του 1965, που ορθά θεωρήθηκαν ως «συνταγματική παρέκβαση», πέρα από τη συνταγματική κανονικότητα - παρά το ότι διετηρείτο η «τυπική κοινοβουλευτική νομιμότητα» -  και γι’ αυτό επιδιώχθηκε η επανεναρμόνιση του Κοινοβουλίου προς την Λαϊκή Θέληση. Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης η εναρμόνιση Λαού και Κοινοβουλίου ήταν αρχικά φυσικό αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτεύματος. Η αντίθεση κοινοβουλίου Λαού άρχισε να επανεμφανίζεται με την εισβολή του χρηματοπιστωτισμού και την συνακόλουθη παραμόρφωση του πολιτεύματος σε «χρηματοπιστωτικό αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτισμό». Στις αρχές κατά τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, μέλη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αντιστάθηκαν σθεναρά σε αυτή την συνταγματική και πολιτική παραμόρφωση. Τελικά κάμφθηκαν οι μεμονωμένες αντιστάσεις. Σαν να κυριάρχησε μια  συνταγματική αδιαφορία,  συνοδευόμενη από κάποιας μορφής πολιτικό αμοραλισμό.  Ο χρηματοπιστωτικός κοινοβουλευτισμός βασίστηκε στην κομματική πειθαρχία, η οποία ξεκίνησε ως υγιές δημοκρατικό συνταγματικοπολιτικό φαινόμενο, ως μέσο άμυνας εναντίον παρεμβάσεων του στέμματος στα εσωτερικά των κομμάτων και διαφύλαξης της εσωτερικής τους ενότητας, ως ισχυρός μοχλός μετατροπής της Λαϊκής Θέλησης σε κοινοβουλευτική – κρατική θέληση. Ποιος μπορούσε τότε να φαντασθεί, ότι η κομματική πειθαρχία θα έστρωνε τον  δρόμο για την κοινοβουλευτική επικράτηση του πολιτικού  χρηματοπιστωτισμού και την μετατροπή του Εθνικού Κοινοβουλίου από κρατικό όργανο λήψης αποφάσεων – με πλήρη κυριαρχία – υπέρ του Λαού και του Έθνους, σε όργανο τυπικής επικύρωσης ξένων αποφάσεων και επιψήφισης μεταφρασμένων νομοσχεδίων, δηλαδή σε χρηματοπιστωτικό παράρτημα. Δύναμη της χρηματοπιστωτικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν είναι η αλήθεια και η ουσία των θέσεων της, αλλά η πολυσήμαντη αδυναμία των μελών της. Όσο μεγαλύτερη πνευματική, οικονομική, πολιτική, χαρακτηρολογική κλπ αδυναμία, τόσο πιο συμπαγής πλειοψηφία.  Η κυριαρχία της μετριότητας και της «τυφλότητας» αποτελεί προϋπόθεση της τυραννικής πλειοψηφίας. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυρισθεί: και πως διαπιστώνεται αυτή η διάσταση κοινοβουλίου και Λαού; Ποιες είναι οι ενδείξεις – αν όχι αποδείξεις – που αποδεικνύουν αυτή την μεταβολή; Το ερώτημα αυτό θυμίζει έντονα την πρώϊμη κοινοβουλευτική περίοδο, στην οποία οι κυβερνήσεις μειοψηφίας δεν συγκαλούσαν τη Βουλή για να μην αποδειχθεί η μειοψηφία τους. Και τελικά οι έλληνες εξεγέρθηκαν για να επιβάλλουν την αρχή κατά την οποία η κυβέρνηση πρέπει να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή σε κάθε χρονικό σημείο, είτε η βουλή είναι παρούσα, δηλαδή σε σύνοδο, είτε απούσα. Και καθιερώθηκε έτσι και η απόλυτη αρχή της διατήρησης και αμέσως μετά η σχετική αρχή της δεδηλωμένης. Τότε η κομματική ιδιότητα των βουλευτών βοηθούσε περισσότερο τον προσδιορισμό  της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Σήμερα προβάλλεται, ότι η διάσταση πλειοψηφίας του Εκλογικού Σώματος και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι δύσκολο και δεν μπορεί να «αποδειχθεί» παρά μόνον με εκλογές. Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις δεν παρέχουν ασφαλές κριτήριο γιατί εκτός του ότι είναι «φωτογραφίες της στιγμής» δεν είναι δύσκολο να προσκομιστούν δημοσκοπήσεις με αντίθετα συμπεράσματα (αν και υπάρχουν  και περιπτώσεις, που λίγο πολύ όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τα ίδια αποτελέσματα). Αλλά και κάποιες συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες  πάντοτε μπορούν να οργανωθούν από τους πολιτικούς αντιπάλους. Υπάρχουν βέβαια και  οι παλλαϊκές συγκεντρώσεις (όπως τα συλλαλητήρια της 21ης Ιανουαρίου και 4ης Φεβρουαρίου 2018),  των οποίων «το μέγα πάθος και το μέγα πλήθος» δεν μπορεί να αποκρυβεί, δεδομένων μάλιστα των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας. Πέραν όμως από όλα αυτά - αλλά και άλλα που θα μπορούσαν να προστεθούν - υπάρχει ένα αδιάψευστο και αμάχητο τεκμήριο της αναντιστοιχίας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πλειοψηφίας Λαού. Είναι η ίδια η αιτία που την δημιούργησε.  Είναι η απεμπόληση του προεκλογικού προγράμματος και η μεταστροφή της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι, ότι άλλο διακηρύχθηκε προεκλογικά και άλλο εφαρμόζεται μετεκλογικά, είναι η μετεκλογική μεταμόρφωση με την λήψη βαρύτατων αντιλαϊκών μέτρων. Και θα αποτελούσε παράβαση κάθε κανόνα της λογικής, αν ισχυριζόταν κανείς, ότι ο Λαός εξακολουθεί να είναι  υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας,  δηλαδή και υπέρ των μέτρων που λαμβάνονται εις βάρος του, ερήμην του κατά παραπλάνησή του και ενάντια στο στοιχειώδη κανόνα pacta sunt servanda. Η εφαρμογή δυσβάστακτης αντιλαϊκής πολιτικής (πχ υπερφορολόφηση, μείωση μισθών/συντάξεων, αποδόμηση του Κοινωνικού Κράτους κλπ) διαφορετικής από εκείνη, που εξαγγέλθηκε προεκλογικά δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο δυσαρμονίας πλειοψηφίας Λαού και πλειοψηφίας Κοινοβουλίου, το οποίο μόνον με αντίθετο εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να ανατραπεί.
Η τυραννική πλειοψηφία οφείλεται στην «μετεκλογική μεταμόρφωση», στη διάσταση μεταξύ  προεκλογικών διακηρύξεων - υποσχέσεων και μετεκλογικής κυβερνητικής πολιτικής. Κυρίως στην περίπτωση της χρηματοπιστωτικής τυραννικής πλειοψηφίας δεν πρόκειται απλώς για αθέτηση ορισμένων προεκλογικών υποσχέσεων, κάτι το οποίο λίγο πολύ πάντοτε υπήρχε στην πολιτική ζωή. Η μετεκλογική μεταμόρφωση της χρηματοπιστωτικής τυραννικής πλειοψηφίας έχει πολύ πιο έντονα ποσοτικά και ποιοτικά γνωρίσματα. Πρόκειται για κυβερνητική πρακτική εκ διαμέτρου αντίθετη από την διακηρυχθείσα προεκλογικά, δηλαδή τελικά  για συνολική άρνηση των βασικών κ.ά διακηρύξεων.  Και αυτό «δικαιολογείται» με το επιχείρημα, της άγνοιας, σαν να επιτρέπεται και να συγχωρείται η άγνοια σε τόσο σοβαρά θέματα.  Η τυραννική πλειοψηφία συνεχίζει  να ενεργεί «προς όφελος του Λαού» (όπως επιχειρηματολογεί) ερήμην όμως και αντίθετα προς την θέληση του Λαού. Οι πραγματικοί λόγοι της μετεκλογικής μεταστροφής της πλειοψηφίας, ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία πραγματοποιείται έχουν πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον, βρίσκονται όμως έξω από τα όρια του παρόντος. Νομική – συνταγματική βάση αυτής της μετεκλογικής μετατροπής αυτό το ίδιο το αντι-προσωπευτικό σύστημα, η πολιτική αντι-προσώπευση

 Εξαιρετικά ενδιαφέρον και κρίσιμο συνταγματικά και πολιτικά θέμα είναι αυτό της αντιμετώπισης της τυραννικής πλειοψηφίας. Το ζήτημα είναι μείζον διότι αφορά αυτή την ίδια την Δημοκρατία, στην οποία η πλειοψηφία (Λαού και Κοινοβουλίου «κυβερνά» και η μειοψηφία (Λαού και Κοινοβουλίου «ελέγχει»). Διάφορα Συντάγματα, όπως και το ελληνικό δεν έχουν συνταχθεί σε κλίμα  αντιμετώπισης  της τυραννικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.  Το Κοινοβούλιο ως ¨μικρογραφία» και «καθρέφτης» του Λαού -και κατ΄ αναλογία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία- εθεωρείτο  πάντοτε  a priori φύλακας και προστάτης του Εκλογικού Σώματος και σε καμία περίπτωση απειλή, από την οποία χρειάζεται προστασία. Έτσι σε πολλά Συντάγματα δεν προβλέπονται κατάλληλα συνταγματικά μέσα για την αντιμετώπιση της «πλειοψηφικής απειλής».  Στο ελληνικό Σύνταγμα η αντίθεση κοινοβουλίου και Λαού προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1975 ως  προφανής «δυσαρμονία» κοινοβουλίου και «λαϊκού αισθήματος».  Ως μέσο αντιμετώπισης της αντίθεσης αυτής και της επαναναρμόνισης  Κοινοβουλίου – Λαού προβλεπόταν η προεδρική διάλυση της βουλής μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (άρθρ. 41 παρ.1) αλλά και το «προεδρικό δημοψήφισμα» δηλαδή το δημοψήφισμα  με πρωτοβουλία του  Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ. 43 παρ. 2). Το προεδρικό δημοψήφισμα ήταν μια ορθή – ‘όχι όμως πλήρης – συνταγματική πρόβλεψη, που δυστυχώς απαλείφθηκε με την αναθεώρηση του έτους 1986  και η οποία σε μια μελλοντική αναθεώρηση πρέπει να επανέλθει παράλληλα με το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών.  Η ίδρυση Γερουσίας  σε συνδυασμό με τον επανασχεδιασμό  των διαιτητικών κυρίως προεδρικών αρμοδιοτήτων  και η αξιοποίηση του Δημοψηφίσματος (πχ για πρόωρη διάλυση της Βουλής) μπορούν να  αποτελέσουν αποτελεσματικές συνταγματικές διεξόδους για την συνταγματική αντιμετώπιση της τυραννικής πλειοψηφίας.  Μέχρι τότε δεν μένει παρά η ενεργοποίηση των πολιτών και η φιλοπατρία των  Ελλήνων, στους οποίους ο συντακτικός νομοθέτης εναποθέτει την φύλαξη του Συντάγματος(άρθρ. 120).