Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΕΣΩ ΜΗ ΕΚΛΟΓΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ «Καταστρατήγηση» ή «Συμπλήρωση» του Συντάγματος;


 

 

Του Ανδρέα  Δημητρόπουλου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Η μεγάλη απόκλιση κυβερνητικής πολιτικής και προεκλογικών εξαγγελιών οδηγεί στην αντίθετη προς το Σύνταγμα δυσαρμονία Λαού – Κοινοβουλίου, η οποία αποτελεί  πραγματικό και συνταγματικό λόγο μετάλλαξης της διαδικασίας εκλογής ΠτΔ σε νόμιμο μέσο πρόωρης διάλυσης της Βουλής, πράγμα το οποίο διευκολύνουν ένα «κενό» (ανυπαρξία μηχανισμού εναρμόνισης) και μια «κακή ρύθμιση» (σύνδεση εκλογής ΠτΔ και διάλυσης της Βουλής) του Συντάγματος. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση  ζούμε σήμερα.

Είναι η δεύτερη φορά (μετά το 2009) κατά την οποία η εκλογή του ΠτΔ «χρησιμοποιείται» για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, λόγω της αυξημένης πλειοψηφίας που απαιτείται κατά την πρώτη φάση, πριν δηλαδή από τη προβλεπόμενη διάλυση της Βουλής. Είναι επομένως επόμενο να βρίσκεται το ζήτημα και πάλι στο κέντρο του  επιστημονικού και πολιτικού ενδιαφέροντος, πεδίο σύγκρουσης δύο βασικών αντιμαχόμενων απόψεων με εκατέρωθεν παραλλαγές. Κατά τη πρώτη πρόκειται για καταστρατήγηση του Συντάγματος ή και για συνταγματική   εκτροπή. Η δεύτερη δεν «βλέπει»  κάποια ιδιαίτερη παραβατικότητα. Τι πράγματι συμβαίνει από τα δύο;  Τα κριτήρια για την απάντηση και για τη συγκεκριμένη περίπτωσης, όπως και σε όλες τι άλλες η συνταγματική πρόβλεψη και η συνταγματική πραγματικότητα.

Οι δύο αντίθετες θέσεις ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία. Η πρώτη θέση, η επικριτική  – καθόσον επικρίνει τη χρησιμοποίηση της διαδικασίας εκλογής ως μηχανισμού πρόωρης διάλυσης της Βουλής – επικαλείται τη βούληση και τον σκοπό του συντακτικού νομοθέτη κατά τον οποίο οι συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις έχουν ως ρυθμιστικό προορισμό την ανάδειξη ΠτΔ και επομένως η χρησιμοποίησή τους για άλλο σκοπό συνιστά «καταστρατήγηση του Συντάγματος». Λησμονεί πάντως η επικριτική θέση, ότι οι συνταγματικές διατάξεις με την ένταξή τους στο συνολικό συνταγματικό οικοδόμημα αποκτούν αντικειμενικό νόημα,   το οποίο δεν ταυτίζεται αναγκαία με την ιστορική βούληση του συντακτικού νομοθέτη. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξής της η συνταγματική διάταξη καλείται να λειτουργήσει αντικειμενικά μέσα στο συνολικό Σύνταγμα σε συνδυασμό προς τη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα.  Η δεύτερη θέση, η «υπερασπιστική» της «μετάλλαξης» της διαδικασίας εκλογής σε μηχανισμό πρόωρης διάλυσης, χωρίς να αρνείται την αναμφισβήτητη άλλωστε θέληση του συντακτικού νομοθέτη αλλά και χωρίς να εμποδίζεται από αυτή -  στρέφεται, προς τη δυσαρμονία Λαού – Κοινοβουλίου την οποία και αντιτάσσει ως βασικό επιχείρημα. Συμπερασματικά η θέληση του συντακτικού νομοθέτη δεν εμποδίζει τη μετάλλαξη της διαδικασίας εφόσον αντικειμενικά συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Και η αλήθεια είναι ότι η παραπάνω (πραγματικά δυνατή και συνταγματικά επιτρεπτή μετάλλαξη είναι αναγκαίο αποτέλεσμα, που οφείλεται στον αρκετά σπάνιο συνδυασμό ενός συνταγματικού κενού και μιας «κακής» ρύθμισης του Συντάγματος, ο οποίος λειτουργεί «μεταλλακτικά» κυρίως πάνω στο έδαφος έντονης  πραγματικής δυσαρμονίας Λαού και Κοινοβουλίου μετατρέποντας τη διαδικασία εκλογής ΠτΔ σε μέσο πρόωρης διάλυσης της Βουλής. 

(α)Το συνταγματικό κενό βρίσκεται στο ότι  το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει κάποιο «συνταγματικό μηχανισμό» κάποιο «συνταγματικό μέσο»  με το οποίο θα μπορούσε να διακριβωθεί κατά το μεταξύ δύο εκλογών χρονικό διάστημα, η απαραίτητη για τη λειτουργία του πολιτεύματος αρμονία Εκλογικού Σώματος και Κοινοβουλίου. Η αρμονία αυτή προβλεπόταν πριν από την Αναθεώρηση του 1986 σε συνάρτηση με την σχετική αρμοδιότητα του ΠτΔ να παραπέμπει σε Δημοψήφισμα σοβαρό κατά τη κρίση του ζήτημα. Η κατάργηση της ρητής αυτής αναφοράς στην αρμονία Λαού και Κοινοβουλίου δεν σημαίνει ασφαλώς ότι το Σύνταγμα δεν την αναγνωρίζει και δεν τη προϋποθέτει καθόσον ανήκει στις βάσεις της λειτουργίας του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος.  Πράγματι στο μεταξύ δύο εκλογών χρονικό διάστημα, είναι δυνατό – και κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες η κυβερνητική πολιτική διαφέρει σημαντικά από τις προεκλογικές εξαγγελίες – να εκδηλωθεί έντονη δυσαρμονία και αντίθεση Λαού και Κοινοβουλίου. Απαραίτητος είναι επομένως κάποιος συνταγματικός μηχανισμός αποκατάστασης της διαταραγμένης ισορροπίας, όπως πχ το προβλεπόμενο σε ορισμένα Συντάγματα Δημοψήφισμα   για τη πρόωρη διάλυσης της Βουλής.  Το ισχύον Σύνταγμα περιοριζόμενο σε γενική και προαιρετική πρόβλεψη του Δημοψηφίσματος δεν καλύπτει αυτό το κενό του εξισορροπητικού μέσου. Έτσι η συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα σε περιπτώσεις δυσαρμονίας καλύπτει η ίδια το κενό της συνταγματικής  ρύθμισης και η εκλογή του ΠτΔ ανάγεται κυρίως σε μηχανισμό πρόωρης διάλυσης της Βουλής.

            (β) Η «κακή ρύθμιση» του ισχύοντος Συντάγματος βρίσκεται στη σύνδεση της διαδικασίας εκλογής του ΠτΔ με τη διάλυση της Βουλής, που πραγματοποιείται μετά τις άκαρπες τρεις πρώτες ψηφοφορίες. Ο συντακτικός νομοθέτης, όχι άδικα, απαιτεί πράγματι ιδιαίτερα αυξημένες πλειοψηφίες (200,200,180) για την εκλογή του ΠτΔ στη πρώτη φάση, πλην όμως, ως ένα είδος «απειλής» προς τους βουλευτές προκειμένου να εκλέξουν ΠτΔ, προβλέπει τη διάλυση της Βουλής. Όμως η σύνδεση του βίου της Βουλής από την «ικανότητά» της να εκλέξει ΠτΔ, είναι ιδιαίτερα προβληματική, ακριβώς διότι συνδέει δύο θέματα και δύο διαδικασίες άσχετες μεταξύ τους. Ο συντακτικός νομοθέτης στη προσπάθειά του να εξασφαλίσει όσο το δυνατό μεγαλύτερη συναίνεση εμπλέκει στον πολιτικό ανταγωνισμό την εκλογή του ΠτΔ.

            Απαραίτητη είναι σε μελλοντική Αναθεώρηση: (α) Η κάλυψη του κενού, δηλαδή η πρόβλεψη συνταγματικού μηχανισμού επιβεβαίωσης της αρμονίας Λαού – Κοινοβουλίου που ανήκει στις βάσεις της ομαλής και δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος (πχ ρητά προβλεπόμενο Δημοψήφισμα για τη διάλυσης της Βουλής, Ανάκληση κλπ).  (β) Η απεμπλοκή  προεδρικών και βουλευτικών εκλογών με τη πρόβλεψη άμεσης εκλογής του ΠτΔ είτε σε κάθε περίπτωση είτε μετά τις τρείς πρώτες άκαρπες ψηφοφορίες.  Μέχρι τότε η διαδικασία εκλογής  ΠτΔ θα εξακολουθήσει να συμπληρώνει το συνταγματικό κενό και να μετατρέπεται σε μηχανισμό πρόωρης διάλυσης της Βουλής για την αποκατάσταση της αρμονίας Λαού και Κοινοβουλίου.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Η ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΣΜΟΥ


Υ


Του

Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

[Δημοσιεύθηκε στον τόμο "Δημοκρατία, Σύνταγμα, Ευρώπη στην εποχή της Κρίσης, Μελέτες στη μνήμη του Δημήτρη Τσάτσου 2012, σ. 179 επ. Προδημοσιεύθηκε στην ΕΔΔΔ τ. 2012 τευχ. Α σ. 7 επ. ]
















Εισαγωγή



1. To 2011 ζήσαμε πρωτόγνωρα γεγονότα. Τεράστιες, αυθόρμητες,  ακηδεμόνευτες συναθροίσεις πολιτών σε πολλές ελληνικές, ευρωπαϊκές και εκτός Ευρώπης μεγαλουπόλεις, ενός κόσμου, που ανησυχεί βαθύτατα για το μέλλον του και προσπαθεί να πάρει τις τύχες του στα χέρια του. Πρόκειται για συναθροίσεις διαρκείς, επαναλαμβανόμενες με διαδηλωτές, που ακόμη και «κατασκηνώνουν» στις μεγάλες πλατείες. Στην Ελλάδα το φαινόμενο των αυθόρμητων μαζικών συναθροίσεων πολιτών εμφανίστηκε ξαφνικά τον Ιούνιο του 2011 στο επίκεντρο έντονης  χρηματοπιστωτικής αλλά και εγχώριας πολιτικής κρίσης, εξελίχθηκε με θαυμαστή μαζικότητα, σε μεγάλες ειρηνικές συγκεντρώσεις, πολιτών κάθε ηλικίας και κομματικής προέλευσης. Στις 15 Ιουνίου 2011  η «Πλατεία Συντάγματος» κατόρθωσε την αναβολή της ψήφισης του λεγόμενου «μεσοπρόθεσμου» και οδήγησε αρχικά σχεδόν σε παραίτηση και τελικά σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης.

2. Σχετικά με το φαινόμενο αυτό της «Ευρωπαϊκής Άνοιξης», όπως έχει ήδη χαρακτηρισθεί, γεννώνται πολλά  αλληλοσυνδεόμενα καίρια ερωτήματα, που αφορούν την ουσία του, τις αιτίες που το δημιούργησαν, την μονιμότητα ή τον παροδικό χαρακτήρα του, το μέλλον, τις επιπτώσεις και την αντιμετώπισή του. Τι συμβαίνει πράγματι; Είναι κάτι παροδικό ή έχει επιπτώσεις μόνιμου χαρακτήρα; Γιατί ο κόσμος αυτός συναθροίζεται στις πλατείες; Τι προσπαθεί να αναδείξει; Μήπως δεν εκφράζεται πλέον από τους παραδοσιακούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας; Μήπως δεν έχει άλλο τρόπο να εκφραστεί; Πρόκειται για ένα αίτημα αλλαγής  διαχειριστών, που αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα ή για ένα αίτημα που ανάγεται στη μορφή του πολιτεύματος, τη μορφή της Δημοκρατίας;  Τι είναι αυτές οι αξιοθαύμαστες συναθροίσεις πολιτών; Μια μορφή πρόσκαιρου πολιτικού ακτιβισμού ή μήπως σοβαρή απόδειξη της κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού και της μετάβασης σε ουσιαστικότερες μορφές διακυβέρνησης; 

3. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα γενικότερο, παγκόσμιας όπως εξελίσσεται εμβέλειας, φαινόμενο «ειρηνικού κινήματος πολιτών». Εκείνοι που βιάστηκαν να αποδοκιμάσουν αυτό το « ειρηνικό κίνημα της πλατείας» έσπευσαν να ανακαλέσουν και εκείνοι, που το υποβίβασαν άρχισαν να το αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά. Οπωσδήποτε η ορθή  αντιμετώπιση και η αξιοποίηση του πολιτικού αυτού φαινομένου προϋποθέτει τη διάγνωση και την αξιολόγησή του. Το φαινόμενο αυτό   εμφανίζει πράγματι μια αξιοπρόσεκτη ιδιαιτερότητα, που πρέπει ήδη στο σημείο αυτό να επισημανθεί. Πρόκειται για την έντονη αντίθεση αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων, η οποία στην Ελλάδα αλλά και αλλού εμφανίστηκε ως έντονη αντίθεση μεταξύ κοινοβουλίου και πολιτών, κοινοβουλευτισμού και Δημοκρατίας. Η αντίθεση αυτή αναδεικνύεται από τα γεγονότα και δημιουργεί εύλογα και ενδιαφέροντα ερωτηματικά. Δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός στη πρόσφατη ιστορική εξέλιξη βάδισαν παράλληλα, σχεδόν ταυτίστηκαν. Πως είναι δυνατόν σήμερα να είναι το Κοινοβούλιο ο αποδέκτης της λαϊκής οργής;   

4. Η συνοπτική απάντηση, όπως παρακάτω αναλύεται και  όπως άλλωστε προσδιορίζεται στον τίτλο, συνοψίζεται στα εξής: Διερχόμενοι τη κορύφωση της κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού  μεταβαίνουμε στη Δημοκρατία των Πολιτών. Τα πολιτεύματα, όπως τα πάντα γύρω μας,  δεν παραμένουν αμετάβλητα. Αντίθετα κινούνται και εξελίσσονται. Ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός, το πολίτευμα που καθιερώθηκε μετά τη γαλλική επανάσταση εξελίχθηκε και εισήλθε στη τελευταία φάση της κρίσης του. Η κρίση αυτή του αντιπροσωπευτικού συστήματος – φαινόμενο αρκετά παλαιό, που  ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους στις διάφορες χώρες - βρίσκεται σήμερα στην αποκορύφωσή της. Η κρίση αυτή οδηγεί σε μια νέα μορφή Δημοκρατίας, οδηγεί από τη λεγόμενη έμμεση ή αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στη Δημοκρατία των Πολιτών, σε μια Δημοκρατία, της οποίας η λειτουργία αναγκαία στρέφεται γύρω από τη λαϊκή βούληση, τη λαϊκή συναίνεση, ένα πολίτευμα στο οποίο οι βασικές  αποφάσεις θα λαμβάνονται από τους ίδιους τους πολίτες.

Η ανάλυση που ακολουθεί περιέχει την εισαγωγή και τρείς ενότητες. Και στη μελέτη αυτή η ανάλυση στρέφεται προς την ενότητα «δέοντος» (Sollen) και «είναι» (Sein) και τη «φύση του πράγματος», που δεν αποτελεί απλά «μέθοδο» αλλά και «πηγή» του «δικαίου».


Α΄ Δομή και Λειτουργία του πολιτεύματος


5. Πολίτευμα είναι η από το Δίκαιο προβλεπόμενη συγκεκριμένη μορφή «οργάνωσης» και «άσκησης» της πολιτικής εξουσίας[1]. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει η - από τη φύση του πράγματος αναδυόμενη - διάκριση μεταξύ «δομής» και «λειτουργίας» του πολιτεύματος. Η θεμελιώδης αυτή διάκριση αποτελεί τη βάση της ανάλυσης, που ακολουθεί, τόσο για τη σκιαγράφηση του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, όσο και για τη μελέτη της κρίσης του και τη διάκριση του σε «δομική» και «απλά λειτουργική», αλλά τέλος και για τη παρουσίαση της «Δημοκρατίας των Πολιτών».  Από τη λειτουργία διακρίνεται η δομή του πολιτεύματος, η οποία όμως προϋποθέτει και βασίζεται στην υποδομή.

α. Η υποδομή του πολιτεύματος


6. Τα πολιτεύματα δεν είναι ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες και τις πραγματικές προϋποθέσεις της εποχής της δημιουργίας τους. Αντίθετα άμεσα εξαρτώνται από αυτές. Βασίζονται δηλαδή σε μια «τάξη πραγμάτων», σε ένα σύνολο προϋποθέσεων και συνθηκών, που προϋπάρχει και σε μεγάλο βαθμό προ-καθορίζει τη δομή τους και προσδιορίζει τη λειτουργία τους. Στις βάσεις της πολιτειακής δομής, στην «υποδομή» του πολιτεύματος ανήκουν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που δημιουργούνται από και ανήκουν στη φύση του πράγματος. Οι β α σ ι κ έ ς  π ρ α γ μ α τ ι κ έ ς  σ υ ν θ ή κ ε ς αποτελούν τα «πραγματικά θεμέλια» του πολιτεύματος. Οι προϋποθέσεις αυτές επηρεαζόμενες από τα ιστορικά δεδομένα συντελούν στη διαμόρφωση της βασικής δομής του πολιτεύματος. Πρόκειται για την ίδια τη πραγματικότητα και την εξέλιξή της, για προϋποθέσεις, που συντρέχουν, συνυπάρχουν και συνλειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγουν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εδώ ανήκουν πχ η οικονομία, η τεχνολογική εξέλιξη, το βιοτικό επίπεδο, το μορφωτικό επίπεδο, το διεθνές περιβάλλον κλπ. Πρόκειται για θεμελιώδεις πραγματικές προϋποθέσεις, για τις βασικές κοινωνικοικονομικές και συνταγματικοπολιτικές συνθήκες.

7. Η κατά τα παραπάνω υποδομή του πολιτεύματος δεν έχει μόνο ιστορική αλλά και μεγάλη νομική αξία καθόσον εμπεριέχει τα «ίχνη» και τα «πρωτογενή στοιχεία» των δικαιϊκών αρχών, που διαμορφώνουν την οργάνωση και λειτουργία του πολιτεύματος. Με την έννοια αυτή στην υποδομή ως φύση του πράγματος εμπεριέχονται οι βασικές ρυθμιστικές αρχές, που καθορίζουν τη διαμόρφωση του πολιτεύματος. Έτσι η πραγματικότητα (Είναι, Sein) παράγει δίκαιο (Δέον, Sollen) και συγκροτεί ενιαίο σύνολο με αυτό.

8. Οι κατά τα παραπάνω βασικές προϋποθέσεις  δεν παραμένουν αμετάβλητες αλλά μεταβάλλονται και διαμορφώνονται με την εξέλιξη της ιστορίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις εξελίσσονται σταδιακά ενώ δεν αποκλείονται και απότομες μεταβολές. Μικρές μεταβολές των προϋποθέσεων δεν επηρεάζουν άμεσα τη πολιτειακή δομή. Όμως η σταδιακή συσσώρευση τέτοιων αλλαγών μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση της δομής και σε διατάραξη της δομικής ισορροπίας του πολιτεύματος. Σημαντικές μεταβολές στην υποδομή οδηγούν αναγκαία σε πολιτειακές μεταβολές, σε μεταβολές της δομής του πολιτεύματος.

β. Η δομή του πολιτεύματος


9. Η πολιτειακή δομή αφορά τη βασική διαμόρφωση των πρωτογενών δυνάμεων, τη σύμπραξη και τη λειτουργία τους. Πρόκειται για τους βασικούς σχηματισμούς, τη διάταξη  («γεωγραφία») των συνταγματικοπολιτικών δυνάμεων και την ιεράρχησή τους. Στη δομή του πολιτεύματος ανήκουν οι κρατικές εξουσίες η ιεραρχία και η σχέση τους. Η δομή αποτελεί ένα βασικό «σχήμα», εμπεριέχει τις βασικές εξουσίες και τους χώρους, τους οποίους καταλαμβάνουν και στους οποίους παρατάσσονται. Υπό την έννοια αυτή το «σχήμα» του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού για το οποίο γίνεται παρακάτω  λόγος, είναι δυαδιστικό. Στη δομή του πολιτεύματος ανήκει η διάκριση των εξουσιών, σε νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική (άρθ.26 Σ). Στη δομή εμπεριέχονται τα θεμελιώδη οργανωτικά μορφώματα της συγκεκριμένης μορφής πολιτεύματος. Στη δομή εντάσσονται τα βασικά όργανα, που εκφράζουν τις εξουσίες και κυρίως το βασικό όργανο του πολιτεύματος. Στη δομή του πολιτεύματος ανήκει επίσης η «βασική αντίθεση», η οποία αποτελεί το θεμέλιο  της κίνησης του πολιτεύματος, πηγή συνταγματικών ρυθμιστικών αρχών και διαμόρφωσης κυβερνητικών συστημάτων. Έτσι η ύπαρξη της βασικής αντίθεσης μονάρχη – κοινοβουλίου δημιούργησε το κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ η μη ύπαρξή  της οδήγησε στο προεδρικό.


γ. Η λειτουργία του πολιτεύματος


10. Λειτουργία του πολιτεύματος είναι, η  κίνηση του δομικού – πολιτειακού  μηχανισμού και το αποτέλεσμα, που παράγει. Η λειτουργία καθορίζεται και  εξαρτάται από τη δομή, συντελείται με κανόνες, που βασίζονται στη δομή και επιβάλλονται από αυτή. Υπό αυτή την έννοια η πολιτειακή δομή καθορίζει τη λειτουργία του πολιτεύματος.   Υπάρχει επομένως άμεση σχέση ανάμεσα στη δομή και τη λειτουργία του πολιτεύματος και εξάρτηση της δεύτερης από τη πρώτη.

Β΄ Το πολίτευμα και η κρίση του


α. Έννοια της κρίσης του πολιτεύματος


11. Η «κρίση» με την ευρύτερη έννοια του όρου είναι περίπου συνώνυμο της «δυσλειτουργίας». Γενικότερα σε κρίση βρίσκεται κάτι, που ακολουθεί  τροχιά άλλη από εκείνη, στην οποία θα έπρεπε να βρίσκεται, κάτι που δεν λειτουργεί σύμφωνα με τον προδιαγεγραμμένο τρόπο, με τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του. Υπό το πρίσμα αυτό η κρίση, ως «απόκλιση από το κανονικό» συνιστά  παθογένεια και προσλαμβάνει αρνητικό περιεχόμενο.  Ο όρος «κρίση» είναι γενικός και πολυσήμαντος,  περιλαμβάνει περισσότερα δυσλειτουργικά φαινόμενα. Πάντως μικρές δυσλειτουργίες δεν αποτελούν κρίση. Η κρίση αποτελεί «μεγάλη» δυσλειτουργία ή κάποιας έστω έντασης. Όσο περισσότερες και μεγαλύτερες είναι οι δυσλειτουργίες τόσο μεγαλύτερη η κρίση. Οι κρίσεις παράγουν συγκρούσεις αλλά και τροφοδοτούνται από αυτές. Η κρίση δεν έχει την ίδια ένταση σε όλο το μήκος της. Κυρίως προς το τέλος της πορείας της βαίνει προς τη κ ο ρ ύ φ ω σ ή της. Είναι δυσλειτουργία, που βρίσκεται σε έξαρση. Η κρίση μπορεί να περιλαμβάνει μεγάλο χρονικό διάστημα, να βρίσκεται σε ένταση ή ύφεση, μία όμως είναι η κορύφωσή της. Η κορύφωση της κρίσης ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα ποιοτικές μεταβολές.

12. Ο όρος «κρίση» χρησιμοποιείται και στην επιστήμη, στο συνταγματικό δίκαιο σε διάφορες περιπτώσεις αλλά και αναφορικά προς το πολίτευμα. Στη περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «κρίση του πολιτεύματος». Πολλές φορές επισημαίνεται, ότι το «πολίτευμα βρίσκεται σε κρίση», υπάρχει κρίση του πολιτεύματος, κρίση εξουσίας, κρίση εμπιστοσύνης, κρίση διαχείρισης, κρίση αξιών, κρίση θεσμών, κρίση προσώπων κλπ. Με τις κρίσεις του πολιτεύματος συνδέονται οι πολιτικές κρίσεις, στις οποίες κατατάσσονται οι παντοειδείς «δυσλειτουργίες» του συνταγματικοπολιτικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει πχ, όταν το πολιτικό σύστημα εμποδίζεται να λειτουργήσει, ή λειτουργεί αναποτελεσματικά ή υπολειτουργεί, ή λειτουργεί εσφαλμένα ή σύμφωνα με κανόνες άλλους από εκείνους, που έχουν τεθεί για τη λειτουργία του.

13. Η κρίση ανήκει στη γενικότερη πραγματικότητα που μας περιβάλλει, είναι πραγματικό φαινόμενο, που δεν έχει μόνο ιστορική σημασία (ιστορικό φαινόμενο) αλλά και νομική σημασία (νομικό φαινόμενο). Από νομική – συνταγματική άποψη ιδιαίτερα σημαντική είναι η διαπίστωση, ότι από τη κρίση παράγεται δίκαιο, παράγονται συνταγματικοί κανόνες. Αυτό αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από την «ιστορικότητα» του Συντάγματος. Όλα τα Συντάγματα είναι αποτελέσματα μεγάλων πολιτικών αναταραχών μεγάλων πολιτικών κρίσεων. Η κρίση γεννά δίκαιο, η κρίση γεννά συνταγματικούς κανόνες, οδηγεί σε Σύνταγμα. Η δικαιοπαραγωγική ικανότητα των κρίσεων πολλαπλασιάζεται στις περιπτώσεις των δομικών κρίσεων. Η κορύφωση κυρίως των δομικών κρίσεων οδηγεί σε πολιτειακές αλλαγές και παράγει δίκαιο[2].  

14. Η κρίση όπως ορίσθηκε αναφέρεται στη λειτουργία του πολιτεύματος, εμφανίζεται ως δυσλειτουργία και ως τέτοια είναι εξωτερικό σύμπτωμα και όχι αιτία. Πράγματι όλες οι κρίσεις εμφανίζονται ως «δυσλειτουργίες» δεν έχουν όμως την ίδια αιτία (causa). Δεν αρκεί ασφαλώς η διαπίστωση της δυσλειτουργίας. Η θεραπεία και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης προϋποθέτει τη διάγνωση της αιτίας, που τη δημιούργησε. Οι πολιτικές κρίσεις δεν είναι ίδιες σε ένταση, σημασία και συνέπειες, αλλά ούτε και ως προς τις αιτίες που τις δημιουργούν. Γεννάται έτσι το ζήτημα της κατηγοριοποίησης των κρίσεων ως προς την αιτία  τους. Τα πολιτεύματα διαθέτουν δομή και λειτουργία. Στη διάκριση αυτή πρέπει να αναζητηθεί το κριτήριο της κατάταξης των διαφόρων πολιτικών κρίσεων. Συγκεκριμένα το κρίσιμο ερώτημα, που γεννάται για κάθε κρίση  είναι αν, οφείλεται ή όχι στη δομή του πολιτεύματος. Η διάκριση ανάμεσα στη δομή και τη λειτουργία του πολιτεύματος, οδηγεί και στη διάκριση των κρίσεων σε δ ο μ ι κ έ ς ή συστημικές και α π λ έ ς   λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ έ ς  κρίσεις. Κριτήριο της διάκρισης είναι η αιτία (causa), που προκαλεί την κρίση. Αν η κρίση οφείλεται σε διατάραξη της δομής του πολιτεύματος πρόκειται για κρίση δομική. Αν αντίθετα οφείλεται σε οποιοδήποτε άλλο λόγο αλλά δεν έχει «πειραχθεί» η δομή πρόκειται για «απλή» ή απλά λειτουργική κρίση. Η διάκριση αυτή αναδεικνύει δύο διαφορετικά είδη κρίσεων, που χρειάζονται  διαφορετική αντιμετώπιση. Η κατανόηση της φύσης της κρίσης, η διάγνωση,  αν συνιστά δομική ή λειτουργική, έχει ιδιαίτερη σημασία για την αντιμετώπισή της,  αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή και γρήγορη έξοδο από τη κρίση και την αποκατάσταση της ομαλότητας. Κάθε κρίση εμφανίζεται εξωτερικά  ως λειτουργική, ως δυσλειτουργία, ως κρίση λειτουργίας. Απαραίτητο  όμως είναι να διαπιστώνεται, αν είναι απλή κρίση λειτουργίας ή αν η δυσλειτουργία οφείλεται στη δομή, σε δομική διατάραξη του πολιτεύματος.


β.  Απλές λειτουργικές κρίσεις του πολιτεύματος  


15.  Η λειτουργία είναι «καλή» ή «ομαλή» και «κακή», απλή δυσλειτουργία ή και κρίση. Ομαλή είναι η χωρίς αναταραχές, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους κανόνες κίνηση του πολιτεύματος, που παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα για κακή λειτουργία ή και κρίση πρόκειται, όταν ο πολιτειακός μηχανισμός δεν κινείται σύμφωνα με τους προδιαγεγραμμένους κανόνες ή υπολειτουργεί και πάντως δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η λειτουργία του πολιτεύματος είναι πολύ σύνθετο και περίπλοκο φαινόμενο. Η «καλή» ή «κακή» λειτουργία του πολιτεύματος εξαρτάται από πολλές προϋποθέσεις και είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για απλές πολιτικές κρίσεις, δηλαδή απλές δυσλειτουργίες, που οφείλονται σε διάφορες συγκυρίες, σε κακούς χειρισμούς, σε πρόσωπα κλπ. Οι λειτουργικές αυτές κρίσεις προκαλούνται πχ από αβλεψίες, από κακή διαχείριση, ακατάλληλα πρόσωπα κλπ. Οι απλές λειτουργικές κρίσεις είναι κ ρ ί σ ε ι ς   δ ι α χ ε ί ρ ι σ η ς και συνήθως δεν έχουν γενικευμένο χαρακτήρα. Είναι κρίσεις προσώπων και όχι του συστήματος, είναι απλά κρίσεις  αντιπροσώπων αλλά όχι και κρίση του αντιπροσωπευτισμού. Μπορεί να είναι κρίσεις εμπιστοσύνης αναφορικά προς συγκεκριμένα πρόσωπα,  συγκεκριμένους αντιπρόσωπους όχι όμως και αναφορικά προς το συνολικό πολιτικό σύστημα.

16. Αρνητικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της απλής λειτουργικής κρίσης είναι, ότι δεν οφείλεται σε λόγους αναγόμενους στη δομή του πολιτεύματος. Οι λειτουργικές κρίσεις δεν έχουν συστημικό χαρακτήρα. Δεν είναι κρίσεις θεσμών, τουλάχιστον βασικών. Είναι σύνηθες να υπάρχουν ποικίλα δυσλειτουργικά φαινόμενα, οφειλόμενα σε διάφορους λόγους, όχι όμως σε αιτία αναγόμενη στη δομή του πολιτεύματος. Η απλή κρίση λειτουργίας δεν συνδέεται με τη δομή του πολιτεύματος, δεν οφείλεται σε κάποια δομική αιτία, πχ αλλαγή.

17. Η αντιμετώπιση των λειτουργικών κρίσεων είναι –συγκριτικά με εκείνη των δομικών- αρκετά πιο απλή. Η πλήρης αντιμετώπιση των απλών λειτουργικών κρίσεων είναι κατά κανόνα δυνατή με τα υπάρχοντα, τα «συνήθη» θεσμικά μέσα, όπως πχ  με προσφυγή σε εκλογές κλπ. Πάντως οι απλές λειτουργικές κρίσεις κατά κανόνα διορθώνονται χωρίς να είναι απαραίτητη η μεσολάβηση κάποιας  σοβαρής θεσμικής μεταβολής. Για την αντιμετώπιση των απλών λειτουργικών κρίσεων  αρκεί  πολλές φορές αυτή μόνη η αλλαγή προσώπων, (πχ κυβερνητικοί ανασχηματισμοί κλπ)  ή  έστω η απλή «διόρθωση», η βελτίωση των θεσμών.


γ. Δομικές ή συστημικές  κρίσεις του πολιτεύματος


18. Δομική κρίση είναι η οφειλόμενη σε διατάραξη της δομής του πολιτεύματος. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για απλά δυσλειτουργικά φαινόμενα. Γι αυτό η έντασή τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη. Δεν είναι απλά κρίση προσώπων αλλά του συστήματος. Δεν είναι μόνο κρίση  αντιπροσώπων, αλλά κρίση του αντιπροσωπευτισμού. Η δομική κρίση εμφανίζεται και ως γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης, που αφορά όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και τους θεσμούς. Είναι μεν κρίση εμπιστοσύνης προς τους συγκεκριμένους αντιπροσώπους, αλλά ταυτόχρονα είναι και κρίση, που συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι μόνη η αλλαγή προσώπων δεν αρκεί για τη θεραπεία της κρίσης και την αποκατάσταση της λειτουργίας. Δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη όχι μόνο στα πρόσωπα αλλά και στο σύστημα. του οποίου η λειτουργία δεν κρίνεται πλέον ικανοποιητική. Οι δομικές κρίσεις είναι κρίσεις θεσμών, επομένως σε μεγάλο βαθμό και κρίσεις αξιών.

 19. Οι δομικές κρίσεις προκαλούνται από αλλαγές των προϋποθέσεων, πάνω στις οποίες βασίστηκε το πολιτειακό σύστημα, οφείλονται σε  συγκεκριμένες αιτίες, σε μεταβολές  της δομής, είναι δηλαδή δομικές. Αναφέρονται στην εσωτερική δόμηση του συστήματος, είναι επομένως συστημικές. Δομική κρίση μπορεί να εκδηλωθεί λχ από την εξασθένιση ενός θεσμού και την ιστορική ανάδειξη κάποιου άλλου παράγοντα, που προκαλεί αναταραχή στο ήδη διαμορφωμένο ισοζύγιο της εξουσίας και στο πολίτευμα, ως σύστημα λήψης αποφάσεων. Τυπική μορφή δομικής κρίσης είναι η προκαλούμενη από τη δημιουργία και την εμφάνιση νέας δυνάμεως, νέας εξουσίας, η οποία είναι σε θέση να διεκδικήσει αποτελεσματικά και πράγματι διεκδικεί συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, σε συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα προκαλώντας έτσι ανακατατάξεις της διανομής εξουσίας  και των σχετικών διαδικασιών. Τέτοια έντονη διατάραξη ισορροπιών διαμορφώθηκε την εποχή της γαλλικής επανάστασης, με την άνοδο των φιλελεύθερων δυνάμεων της εποχής εκείνης, οι οποίες όμως ήταν εκτός συστήματος αποφάσεων και διεκδίκησαν και έλαβαν μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.

20. Οι δομικές αλλαγές οδηγούν αναγκαία σε μεταβολές του πολιτικού συστήματος. Οι δομικές κρίσεις είναι οι σεισμοί του εδάφους, επί του οποίου έχει οικοδομηθεί το πολίτευμα. Οι αναταράξεις τους, εφόσον είναι σημαντικές επιφέρουν αλλαγές της «επιφάνειας», οδηγούν δηλαδή σε πολιτειακές αλλαγές. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται η δημιουργία νέων θεσμών. Δεν αρκούν απλές διορθωτικές επεμβάσεις. Είναι απαραίτητη η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ενδεχόμενη λήψη απλά διορθωτικών μέτρων μπορεί ενδεχόμενα να αναβάλει την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, όχι όμως και να την αποτρέψει. 


Γ΄ Η Κρίση του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού και η ρυθμιστική εξουσία


21. Η ανεπάρκεια του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού συνιστά «κρίση» του συγκεκριμένου αυτού συνταγματικοπολιτικού συστήματος[3]. Τα φαινόμενα δυσλειτουργίας του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού έχουν εντοπισθεί από μακρού στη νομική επιστήμη[4]. Ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός μετρά ήδη πάνω από δύο αιώνες ζωής. Πρόκειται για διάστημα μεγάλο, αν ληφθεί υπόψη, ότι οι εξελίξεις τρέχουν πλέον με  ταχύτητα. Στην πορεία της ιστορίας τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο, επομένως ούτε και τα πολιτεύματα. Η κατά την ιστορική κίνηση σταδιακή συσσώρευση παντοειδών αλλαγών σε πολλά επίπεδα οδηγεί πρώτα στη κρίση και μετά την αντικατάσταση του παλαιού με το καινούργιο. Στις μέρες μας ζούμε ακριβώς την αποκορύφωση της κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού – ενός άλλωστε γνωστού και όχι πρόσφατου φαινομένου – η οποία διαρκώς ενδυναμούμενη οδηγεί στη Δημοκρατία των πολιτών[5]. Ενόψει της διάκρισης μεταξύ δομής και λειτουργίας του πολιτεύματος ανακύπτει το καίριο ερώτημα για τη μορφή της σύγχρονης κρίσης. Είναι κρίση δομική ή απλή κρίση λειτουργίας (δυσλειτουργία); Είναι κρίση του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού ή απλά και μόνο κρίση αντιπροσώπων, κρίση διαχείρισης; Πρόκειται για ερώτημα με μεγάλη σημασία διότι από την απάντησή του θα καθοριστεί και ο τρόπος αντιμετώπισής του.

22. Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τα φαινόμενα κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού ήταν απλά φαινόμενα δυσλειτουργίας. Ακόμη και αυτή η δέσμευση των βουλευτών - η απομάκρυνση δηλαδή από την ελεύθερη εντολή, που αποτελεί το «μυοκάρδιο» του αντιπροσωπευτικού συστήματος - παρέμενε δυσλειτουργικό φαινόμενο και δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας δομικής μεταβολής, στο μέτρο, που τα πολιτικά κόμματα λειτουργούσαν ως αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, χωρίς εσωκομματική δημοκρατία. Τον ίδιο αμιγώς λειτουργικό χαρακτήρα είχε και η  «κρίση του κοινοβουλευτισμού», όπως εκδηλώνεται με τη προδιαμόρφωση του αποτελέσματος της κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας[6]. Ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων προσέδιδε στα φαινόμενα αυτά τα χαρακτηριστικά της απλής κρίσης λειτουργίας και όχι της συστημικής - δομικής κρίσης. Πάντως η κρίση διαχείρισης, η κρίση αντιπροσώπων μπορεί να παίξει τον ρόλο σπουδαίου επιταχυντή των συνταγματικοπολιτικών εξελίξεων και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς και πλουτισμού εις βάρος του δημοσίου χρήματος. Δεν έλειψαν πράγματι οι περιπτώσεις, στις οποίες το αντιπροσωπευτικό κράτος δημιούργησε αδιαφανείς εν πολλοίς διαδικασίες, που διευκύλυναν τον πλουτισμό των αντιπροσώπων και των συνεργατών τους. Τέτοια φαινόμενα διαφθοράς υπήρχαν και υπάρχουν άλλοτε περισσότερα και άλλοτε λιγότερα στα διάφορα κράτη και στις διάφορες εποχές. Πρόκειται για χαρακτηριστικές περιπτώσεις κρίσεων διαχείρισης,  κρίσεων του πολιτικού προσωπικού.

23. Με τη πάροδο του χρόνου και τη μεταβολή των αναγόμενων στην υποδομή ευρύτερων ιστορικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών προϋποθέσεων η λειτουργική κρίση προσέλαβε δομικό χαρακτήρα. Οι απαρχές της σύγχρονης δομικής κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού ανάγονται στις μεταβολές, που υπέστη η πραγματική του υποδομή. Η συστημική κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος συνδέεται στενά αλλά και διαφέρει από τη κρίση διαχείρισης. Τα σύγχρονα δυσλειτουργικά φαινόμενα δεν είναι απλά φαινόμενα λειτουργίας αλλά οφείλονται σε μεταβολές, που έχουν πραγματοποιηθεί στη δομή του πολιτεύματος. Η κρίση που διέρχεται ο ευρωπαϊκός αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός δεν είναι πλέον απλά και μόνο μια κρίση λειτουργίας αλλ΄ αφορά τη δομή του, είναι κρίση δομική – συστημική. Η διαρκώς ενδυναμούμενη λειτουργική κρίση εξελίχθηκε με τη μεταβολή των βασικών προϋποθέσεων σε δομική κρίση. Ο δομικός, συστημικός χαρακτήρας της κρίσης αποτυπώνεται και στη «γεωγραφία» της. Δεν πρόκειται για ελληνικό μόνον αλλά για ένα ευρύτερο φαινόμενο, που εκτυλίσσεται σε ευρύτερη γεωγραφική περιοχή[7]. Και είναι ακριβώς οι ευρύτερες αλλαγές εκείνες που δεν περιορίζονται σε μια χώρα, αλλ΄ επεκτείνονται σε ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους. Αυτή η γεωγραφική διάσταση εμφάνισης του φαινομένου συνηγορεί υπέρ του δομικού χαρακτήρα του φαινομένου. Στα εξωτερικά γνωρίσματα της κρίσης ανήκει επίσης η διάρκεια των φαινομένων κρίσης. Με την πάροδο του χρόνου  φαίνεται να δυναμώνουν σε μέγεθος και ένταση. Τα προβαλλόμενα αιτήματα, που στρέφονται στην άσκηση της εξουσίας, δεν είναι «ειδικά» – με την έννοια της ικανοποίησης επαγγελματικών ή άλλων συμφερόντων – δεν εξαντλούνται στην αλλαγή προσώπων

α. Η αντίθεση οικονομίας και πολιτικής


24. Η βασική αντίθεση μονάρχη κοινοβουλίου γέννησε στην Ευρώπη το Κοινοβούλιο και τον κοινοβουλευτισμό. Η βασική αυτή πολιτική αντίθεση από την οποία αναδύθηκε το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι  «εξωτερική» βρίσκεται δηλαδή έξω από το κοινοβούλιο. Πολύ σύντομα η αντίθεση αυτή μετατοπίστηκε εντός του κοινοβουλίου, μετατράπηκε σε εσωτερική, δηλαδή, σε αντίθεση συμπολίτευσης - αντιπολίτευσης. Για ικανό χρονικό διάστημα η αντίθεση αυτή υπήρξε ο βασικός τροφοδότης της λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού. Η ένταση της αντίθεσης συμπολίτευσης - αντιπολίτευσης συνδέθηκε με την ιστορική πορεία των ιδεολογιών. Το «τέλος» ορθότερα η «άμβλυνση», η υποχώρηση των ιδεολογιών, που γίνεται ορατή στην  ομοιότητα των πολιτικών κομμάτων,  μείωσε σημαντικά την ένταση αυτής της αντίθεσης. Όμως η εξασθένηση της  επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη κίνηση του πολιτεύματος.  Η πολιτική διαδικασία – ακόμη και αυτές οι εκλογές - αποβάλλουν σε κάποιο βαθμό το παλαιό τους νόημα κυρίως με την εδραίωση της πεποίθησης της ομοιότητας της ακολουθούμενης πολιτικής, η οποία δημιουργεί σε τελική ανάλυση αίσθηση  αναποτελεσματικότητας της πολιτικής διαδικασίας και προετοιμάζει το κατάλληλο έδαφος για τη δημιουργία της αντίθεσης ανάμεσα στους αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευόμενους. Οι εναλασσόμενοι στην εξουσία αντιπρόσωποι θεωρούνται «όλοι ίδιοι», εφόσον οι δυνατότητες πολιτικής μεταβολής εμφανίζονται μηδαμηνές.   Παράλληλα η επικράτηση των χρηματοπιστωτικών αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο μεγάλου μέρους του όλου αντιπροσωπευτικού συστήματος και της πολιτικής διαδικασίας. Οι αδηφάγες διεθνείς «αγορές» επιδιώκουν – παγκόσμια- όλο και λιγότερη Δημοκρατία, ώστε να εξασφαλίσουν τη πολιτική επικυριαρχία τους. Αναδεικνύεται έτσι σε κορυφαία αντίθεση η αντίθεση οικονομίας και πολιτικής, χρηματοπιστωτικών αγορών και Δημοκρατίας. Η σύγκρουση διεθνούς χρηματοπιστωτικής οικονομίας και πολιτικής δοκιμάζεται σήμερα έντονα και στη χώρα μας. Ενισχύθηκε έτσι η αντίθεση αντιπροσώπων - αντιπροσωπευομένων, κοινοβουλίου - Λαού. Η αντίθεση αυτή προκύπτει και επιβεβαιώνεται από την ίδια τη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα. Τα αιτήματα, που προβάλλονται στις πολυάριθμες συναθροίσεις – στις διάφορες χώρες - και σε άλλες συναφείς εκδηλώσεις δεν είναι αιτήματα «παραταξιακά», αλλ΄ αιτήματα στρεφόμενα προς το κοινοβούλιο ως σύνολο, στρεφόμενα στη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Οι προκαλούμενες από τις αγορές χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποδομούν το κοινωνικό κράτος, το οποίο είχε οικοδομήσει η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και εντείνουν ακόμη περισσότερο την αντίθεση οικονομίας και πολιτικής, αγορών και πολιτικής, Δημοκρατίας και Κοινοβουλευτισμού.

β. Η «τέταρτη» ρυθμιστική εξουσία


25. Η παρούσα δομική κρίση του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού οφείλεται σε σοβαρή διατάραξη της δυαδιστικής δομής του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, η οποία προκλήθηκε  από τη μεταβολή στις πραγματικές προϋποθέσεις, που συγκροτούν την υποδομή της. Η εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών και συνταγματικοπολιτικών συνθηκών, οδήγησε στη «μεταμόρφωση» των Λαών. Η ραγδαία άνοδος της τεχνολογίας οδήγησε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου του Λαού με άμεσες επιπτώσεις στο πνευματικό του επίπεδο. Η εξέλιξη των ΜΜΕ δημιούργησε τεράστιες δυνατότητες επικοινωνίας. Η πολιτική άνοδος του Λαού διευκολύνθηκε και επιταχύνθηκε με τη διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου και την εντεύθεν εξάρτηση των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους. Το Εκλογικό Σώμα στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία βρισκόταν εκτός λήψης αποφάσεων ή σε ορισμένες περιπτώσεις  η παρεμβολή του  ήταν μεμονωμένη και ευκαιριακή. Οι πολιτικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξελισσόμενοι κατευθύνθηκαν όλο και περισσότερο προς την «εξουσία της ψήφου». Η πορεία των δύο αιώνων, που πέρασαν είναι πορεία πολλαπλής «ενδυνάμωσης του Λαού», οικονομικής, πνευματικής, πολιτικής. Η γενικότερη κοινωνικοπολιτική μεταβολή πήρε τον Λαό από το περιθώριο και τον τοποθέτησε στο κέντρο των εξελίξεων. Αυτή η ίδια η πολιτική διαδικασία της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξελισσόμενη έθεσε τον Λαό στο επίκεντρο του συνταγματικοπολιτικού συστήματος. Σήμερα – και κατ΄ αναλογία προς τους αντιπροσώπους ποιότητας- γίνεται λόγος για  «Λαό ποιότητας», ικανό να ασκήσει  εξουσία λαμβάνοντας τις βασικές αποφάσεις για τα θέματα που τον αφορούν. Πράγματι η σύγχρονη εικόνα των Λαών είναι πολύ διαφορετικά από εκείνη των σε πολλές περιπτώσεις εξαθλιωμένων και αναλφάβητων μαζών του παρελθόντος. Η μεταβολή των πραγματικών προϋποθέσεων οδήγησε στη δημιουργία μιας χρονολογικά τέταρτης αλλ΄ αξιολογικά πρώτης εξουσίας, της εξουσίας της ψήφου, της εξουσίας του εκλογικού σώματος Ενώ ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός βασίστηκε στη απουσία του Λαού οι εξελίξεις οδήγησαν στη παρουσία του Λαού. Η  διαρκής παρουσία του λαού είναι «ξένο στοιχείο» στη δομή και τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού. Η εμφάνισή του αναταράσσει τις ισορροπίες του παλαιού αντιπροσωπευτικού συνταγματικοπολτικού συστήματος και οδηγεί σε συγκρούσεις  αντιπροσώπων και  Λαού, ο οποίος διεκδικεί συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Η παρουσία του Λαού οδηγεί στη διεκδίκηση της εξουσίας και η διεκδίκηση σε συγκρούσεις.  Κάποτε ο κοινοβουλευτισμός ήταν περίπου συνώνυμος της Δημοκρατίας. Σήμερα Δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός όχι μόνον δεν ταυτίζονται αλλά  διακρίνονται και συγκρούονται.

26. Η πολιτική δύναμη του Εκλογικού Σώματος μετασχηματίζεται σταδιακά σε «εξουσία». Από πραγματικό φαινόμενο εξελίσσεται σε θεμελιώδες νομικό μέγεθος. Πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία προσθήκης μιας επί πλέον, νέας, «τέταρτης» εξουσίας παράλληλα προς τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική, της «ρυθμιστικής εξουσίας», δηλαδή της εξουσίας της ψήφου (pouvoir du suffrage), της εξουσίας του Εκλογικού Σώματος. Στη σύγχρονη Δημοκρατία η λαϊκή θέληση είναι διαρκώς παρούσα και όχι μόνο τη στιγμή των εκλογών, εκφραζόμενη είτε «άτυπα» (κοινή γνώμη), μέσα από τις δημοσκοπήσεις, είτε «τυπικά» μέσα από θεσμούς άμεσης Δημοκρατίας. Η συντελούμενη ολοκλήρωση της διαρκούς παρουσίας του Εκλογικού Σώματος, οδηγεί στη συγκρότηση της «ρυθμιστικής εξουσίας», στη μεταμόρφωση της απλής δύναμης σε εξουσία στη νομική κυριολεξία του όρου, η οποία εμπεριεχόμενη στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας  αναγνωρίζεται από το δίκαιο, αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα. (άρθρ. 1 και 26 Σ) και διαθέτει στέρεη συνταγματική βάση.  Η εξουσία αυτή ως εκ της φύσεώς της είναι εξουσία ρ υ θ μ ι σ τ ι κ ή. Θέτει βασικές ρυθμιστικές αρχές τις οποίες οφείλουν να εξειδικεύουν η νομοθετική και οι άλλες εξουσίες. Θέτει γενικούς κανόνες, που καθορίζουν το ευρύτερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο οφείλουν να λειτουργούν οι εκπρόσωποι ου Λαού και υπό την έννοια αυτή «ρυθμίζει», είναι δηλαδή «ρυθμιστική εξουσία». Σε θεμελιώδη συνταγματικό κανόνα του σύγχρονου πολιτεύματος αναδεικνύεται ο κανόνας κατά τον οποίο: “σοβαρές αποφάσεις δεν  πρέπει να λαμβάνονται χωρίς την εκφρασμένη σύμφωνη λαϊκή θέληση” (ή έστω τη συναίνεση, consensus του Λαού), καθόσο στην αντίθετη περίπτωση εμπεριέχουν το σπέρμα της συνταγματικοπολιτικής κρίσης. Καμία καθοριστική απόφαση χωρίς τη λαϊκή συναίνεση. Η ελάχιστη αυτή απαίτηση, απαραίτητη για την ομαλή πορεία του πολιτεύματος, εμπεριέχεται στην αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας. Το κέντρο του βάρους της λειτουργίας του σύγχρονου πολιτεύματος έχει προσλάβει και εξωκοινοβουλευτική διάσταση καθόσο στρέφεται γύρω από  την «τέταρτη» ρυθμιστική εξουσία.

γ. Η έξοδος


27. Η παραπάνω διαπίστωση για τον συστημικό χαρακτήρα της κρίσης, αποτελεί και τη βάση της ορθής ερμηνείας και αντιμετώπισής της. Ο συστημικός αυτός χαρακτήρας υποδεικνύει με ακρίβεια τι είναι και τι δεν είναι η παρούσα κρίση, και σε τι διαφέρει από παραπλήσια φαινόμενα. Δεν πρέπει  να υποτιμάται ούτε και να παρερμηνεύεται.  Είναι κρίση συστημική κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος και όχι απλή κρίση διαχείρισης. Η κρίση του αντιπροσωπευτισμού επιταχύνεται και επιτείνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης (με την ευρύτερη έννοια του όρου, στην οποία συμπεριλαβάνεται και η χρηματοπιστωτική). Πράγματι όταν η οικονομική κρίση συναντά την πολιτική δημιουργείται ένα εκρηκτικό μίγμα. Σήμερα ζούμε ακριβώς στη δίνη της έντονης θεσμικής - δομικής κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού, που συμπλέκεται με την χρηματοπιστωτική  κρίση και έχει προσλάβει τη μορφή γενικότερης κοινωνικής κρίσης αρχών και αξιών.

28. Το κεντρικό ερώτημα είναι βεβαίως που οδηγεί η συστημική κρίση, ποια η έξοδος από αυτή. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ισοδυναμεί με την απάντηση στο ερώτημα της σύγκρουσης αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων κυβερνώντων και κυβερνωμένων, αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού και Δημοκρατίας των πολιτών, χρηματοπιστωτικών αγορών και Δημοκρατίας. Η σύγκρουση που έχει δημιουργηθεί ιστορικά θα ξεπεραστεί με τη στροφή της πλάστιγγας προς τη πλευρά του κατά το Σύνταγμα ανωτάτου οργάνου του κράτους. Πρόκειται ακριβώς για τη μετάβαση από τον φιλελεύθερο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτισμό στη Δημοκρατία των πολιτών. Στη μετάβαση αυτή ιδιαίτερο ρόλο παίζει η κατανόηση του φαινομένου από μέρους των κυβερνώντων και η εκτέλεση των κατάλληλων χειρισμών ικανών να οδηγήσουν στη θεσμική αλλαγή στην εκτόνωση και την υπέρβαση της σύγκρουσης. Η ιστορία έχει δείξει ότι κακή ερμηνεία και ανεπιτυχείς χειρισμοί περιπλέκουν τις καταστάσεις και ενισχύουν διακινδυνεύσεις. Η μετάβαση αυτή από το παλαιό στο καινούργιο δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση και οπωσδήποτε επηρεάζεται από τα εγχώρια χαρακτηριστικά. Οι συστημικές κρίσεις οδηγούν σε ριζικές αλλαγές του πολιτικού συστήματος, οδηγούν σε νέους θεσμούς μέσα από τους οποίους μπορούν να εκφρασθούν οι νέες πολιτικές ισορροπίες. Είναι πολύ σημαντικό, ότι στις περιπτώσεις των συστημικών αλλαγών δεν αρκούν απλές αναπαλαιώσεις  των παλαιών θεσμών, αλλά χρειάζεται η εισαγωγή νέων. Δεν αρκεί μια απλή θεσμική αναπροσαρμογή η αναδιάρθρωση αλλά χρειάζεται η δημιουργία νέων θεσμών ικανών να εξασφαλίσουν τις νέες ισορροπίες. Οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση απλά μεταθέτει το πρόβλημα.  Η βασική αιτία της συστημικής - δομικής κρίσης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού είναι η διαρκής και έντονη παρουσία του Λαού στο πολιτικό σύστημα. Οι νέοι θεσμοί πρέπει επομένως να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή της νέας αυτής αναδυόμενης ρυθμιστικής εξουσίας.






[1] Α. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου (2011) σ. 163. Ο ίδιος, Η Δομή και η Λειτουργία της Σύγχρονης Δημοκρατίας  (1977) σ. 15 επ.
[2] Από την πλούσια πάνω στο θέμα βιβιλιογραφία, βλ. G. Radruch,Die Natur der Sache als juristisce Denkform,Festschrift für R.Laun,1948,σ.157 επ.- W. Maihofer,Die Natur der Sache,Archiv für Rechts und Sozialphilosophie,1958,σ.145 επ.-N. Poulantzas,Nature des Choses et Droit,1965.- Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος,Δίκαιον και Κοινωνική Συνείδησις,1972,σ.145-181.- 
[3] Η Δομή και η Λειτουργία της σύγχρονης Δημοκρατίας σ. 16, 126, 128
[4] Από τους έλληνες θεωρητικούς του δημοσίου δικαίου, κύριος επικριτής του αντιπροσωπευτικού συτήματος υπήρξε ο Αλ. Σ β ώ  λ ο ς, Βλ. Το Νέον Σύνταγμα και οι Βάσεις του Πολιτεύματος 1928,. σ. 121 επ. Ο Σ β ώ λ ο ς  αναφερόμενος στο Σύνταγμα του 1927, παρατηρεί, όπ. παρ. σ. 142, ότι " η απαγόρευσις της επιτακτικής εντολής και των  συνταγματικών συνεπειών αυτής, η κατάπτωσις της ιστορικοπνευματικής βάσεως, επί της οποίας ιδρύθη το  αντιπροσωπευτικόν σύστημα  και γενικώς η τάσις του λαού, όπως δημιουργήσει μέσα ειλικρινεστέρας εκφράσεως της θελήσεώς του,  υποδηλώνουν  την  ανάγκην  αναπροσαρμογής της ιδέας της αντιπροσωπείας  προς  τα πράγματα".  ".... Η κρίσις της δημοκρατίας  συμβολίζεται  εις  την  κρίσιν  της λαϊκής αντιπροσωπείας".  Βλ.  του ίδιου, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας,  σ.τ. Προβλήματα του Εθνους και της Δημοκρατίας, τ. ΙΙ, 1972, σ. 75 επ.- Κατά  τον Αρ, Μ ά ν ε σ η , "Το αντιπροσωπευτικό σύστημα  καθ΄  εαυτό  δεν  συνυφαίνεται αναγκαίως  προς  την δημοκρατικήν  αρχήν και δη  ως αρχήν της  λαϊκής κυριαρχίας". Βλ. Εγγυήσεις τηρήσεως  του Συντάγματος,  τ.  ΙΙ  1965,  σ.  174 και 191 επ., όπου και γενικότερη κριτική του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
[5] Για τη κρίση του αντιπροσωπευτισμού  και τη μετάβαση στη «Δημοκρατία μαζών» (Massendemokratie) βλ. τις μονογραφίες του G. Leibhloz Das Wesen der Repräsentation und der Gestaltwandel der Denokratie im 20, Jahrhundert 1966 και Strukturprobleme den modernen Demokratie, 1958.
[6] C. Schmitt, Die Prinzipien des Parlamentarismus, σ.τ. Parlamentarismus, 1971  σ. 52
[7] Ξεκίνησε από τη Τυνησία, την Αίγυπτο και άλλες αραβικές χώρες, πέρασε το Γιβραλτάρ στην Ισπανία και από εκεί στην Ελλάδα την Ιταλία, τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές – και όχι μόνο, πχ ΗΠΑ - χώρες.  Η εκδήλωση του φαινομένου σε κάθε χώρα έχει ασφαλώς και εθνικά χαρακτηριστικά, συνδέεται και με διαφορετικούς λόγους υπάρχουν, όμως και κοινοί παρανομαστές. Πρόκειται πάντως για ευρύτερο φαινόμενο.