Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Η Αρχή της Δεδηλωμένης ως ιδιαίτερη έκφραση του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού

 



 Ανδρέας Γ Δημητρόπουλος 

Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 

                                    

Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τα 150 χρόνια του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού 1844 - 1994 Διοργάνωση: Η Βουλή των Ελλήνων  Αθήνα 15 - 17 Μαρτίου 1995. Ινστιτούτο Συνταγματικών Ερευνών Μελέτες 12 2000 σ. 173 -180 

  

1. Το κοινοβουλευτικό σύστημα ξεκίνησε από την μεγάλη Βρετανία και διαδόθηκε στις χωρίσει πει της ηπειρωτικής Ευρώπης. Όμως δεν μεταφέρθηκε στις χώρες αυτές. Αντίθετα είπες στην εθνική διαμόρφωση, απέκτησε πολλά εθνικά στοιχεία που αρμόζω ‘μουνα έτσι στις ιδιαίτερες συνταγματικού πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα. Παρά τα πολλά κοινά σημεία και τις ομοιόμορφες εξελικτικές τάσεις ανάμεσα στα κοινοβουλευτικά συστήματα διαφόρων κρατών, υπάρχουν μεταξύ τους και διαφορές. Ο κοινοβουλευτισμός απέκτησε στις διάφορες χώρες – και στην Ελλάδα – εθνικές ιδιαιτερότητες. Είμαι πάντως δυνατή η διάκριση δύο βασικών ομάδων. Στην πρώτη ανήκουν οι χώρες που διατήρησαν το τυπικό παραδοσιακό σχήμα της επιλογής του πρωθυπουργού Από τον ανώτατο άρχοντα, τον οποίο όμως βασικά «προτείνουν» τα πολιτικά κόμματα (σύστημα πρότασης). Στο σύστημα αυτό το οποίο ακολουθείται στην Ελλάδα, ιδιαίτερη θέση κατέχει η αρχή της δεδηλωμένης. Στην δεύτερη ομάδα ανήκουν οι χώρες που προχώρησαν στην συνταγματική καθιέρωση της εκλογής του πρωθυπουργού από το κοινοβούλιο (σύστημα εκλογής). Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί την αιχμή του δόρατος του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Αποτελεί την βασική έκφραση της ελληνοποιήσης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η καθιέρωση και η εξέλιξη της συνδέθηκαν με έντονες πολιτικές αναταραχές σε όλη την διαδρομή της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας. Η αρχή της δεδηλωμένης στην σχετική της μορφή, διακηρύσσεται και καθιερώνεται στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα το 1875. Αποκτά αυτόνομη διατύπωση του 1975 οπότε εμφανίζεται για πρώτη φορά ως ρητά διατυπωμένος ως κανόνας δικαίου.Η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί την κορυφαία συνταγματική μεταβολή της αναθεώρησης του 1986 με την οποία μετατρέπεται από σχετική απόλυτη. Κατά την ισχύουσα απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης (Σ. 1986 άρθρ. 37) Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στην Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία και οι υπουργοί διορίζονται μετά από πρότασή του. Αν δεν σχηματίζεται πλειοψηφία η Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές. Η κυβερνητική πλειοψηφία είναι δεδηλωμένη, δηλαδή φανερή γνωστή πριν από τον διορισμό της κυβέρνησης και την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.

  2. Ο προσδιορισμός του περιεχομένου της αρχής της δεδηλωμένης προϋποθέτει την αναφορά στο γενικότερο κοινοβουλευτικό σύστημα, του οποίου η έννοια δεν προσδιορίζεται πάντοτε με την απαιτούμενη ακρίβεια. Βασικό χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού συστήματος - που το διακρίνει άλλωστε από το προεδρικό - Είναι η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η συνολική εικόνα του κοινοβουλευτικού συστήματος προκύπτει από την ανάλυση των μερικότερων πλευρών αυτής της εξάρτησης, Δηλαδή των μερικότερων διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι διαστάσεις αυτές είναι - κατά λογική σειρά - Η ανάδειξη, η διατήρηση και ο έλεγχος της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο. Στις δύο πρώτες που το αρχικό ρόλο κατέχει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ στην τρίτη η μειοψηφία. Θα μπορούσαμε έτσι να ορίσουμε το κοινοβουλευτικό σύστημα ως το κυβερνητικό σύστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από το κοινοβούλιο, δηλαδή αναδεικνύεται και διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Ελεγχόμενη κατά την διάρκεια του βίου της από την μειοψηφία. Στο ευρύτερο αυτό κοινοβουλευτικό σύστημα εντάσσεται η αρχή της δεδηλωμένης, η οποία αποτελεί την κεντρική αρχή που ρυθμίζει την λογικά πρώτη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή την ανάδειξη της κυβέρνησης. Η αρχή της δεδηλωμένης δεν αναφέρεται ούτε στον έλεγχο ούτε στην διατήρηση της η κυβέρνηση στην εξουσία αλλά μόνο στην ανάδειξη της. Η αρχή της δεδηλωμένης δεν ταυτίζεται με το κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά αποτελεί μερικότερη αρχή του.

  3. Σύμφωνα με το γενικό περιεχόμενο της αρχής της δεδηλωμένης επιβάλλεται ο διορισμός κυβέρνησης από την πλειοψηφία. Η αρχή αυτή επιβάλλει τον διορισμό κυβέρνησης από την πλειοψηφία και ταυτόχρονα απαγορεύει τον διορισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Ο ειδικότερος προσδιορισμός της αρχής της δεδηλωμένης συνδέεται αναγκαία με την διάκριση της αρχής σε απόλυτη και σχετική. Συνδέεται επίσης και με την εξέλιξη του όλου ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Απαραίτητη είναι επομένως η σύντομη αναφορά στο πριν την εμφάνιση της αρχής ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα, του οποίου συνέχεια υπήρξε η αρχή της δεδηλωμένης. Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν εμφανίστηκαν στο ιστορικό γίγνεσθαι με την παραπάνω λογική σειρά. Η πρώτη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος που εμφανίστηκε στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα, είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης, η δεύτερη η διατήρηση και τελευταία ιστορικά εμφανίστηκε η κατα λογική ακολουθία πρώτη, Δηλαδή η ανάδειξη της κυβέρνησης. Η ιστορική αυτή η εμφάνιση των διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος συνιστά παράλληλα και τα τρία βασικά στάδια της εξέλιξης του.

  4. Στην Ελλάδα η πρώτη διάσταση, η διάσταση του ελέγχου, εμφανίστηκε την περίοδο 1843 - 1862. Πρόκειται για την περίοδο του υποτυπώδους κοινοβουλευτικού συστήματος, της υπεροχής του μονάρχη έναντι του κοινοβουλίου. Την περίοδο αυτή του κοινοβουλίου απλά και μόνον ελέγχει την κυβέρνηση. Το σύστημα της περιόδου αυτής δεν είναι κυβερνητικό στην κυριολεξία του όρου, καθόσον δεν μπορεί να προκαλέσει κυβερνητική μεταβολή. Δεν ισχύει δηλαδή η αρχή της διατήρησης ούτε ασφαλώς και η αρχή της ανάδειξης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Η κυβέρνηση αναδεικνύεται σύμφωνα με την απόλυτη βούληση του μονάρχη και οφείλει την διατήρηση της στην ίδια θέληση. Το κοινοβούλιο απλά και μόνον ελέγχει. Είναι πάντως σημαντικό να σημειωθεί και για την περίοδο αυτή, η ανάστροφη λειτουργία της αρχής της διατήρησης, όπως εμφανίστηκε στο ελληνικό υποτυπώδης κοινοβουλευτικό σύστημα στον υποτυπώδη δηλαδή κοινοβουλευτισμό. Μεταξύ Βουλής και κυβέρνησης εξασφαλίζει ισορροπία, η οποία όμως δεν επιτυγχάνεται με την αλλαγή της κυβέρνησης - Όπως θα γινόταν αν εφαρμοζόταν η κοινοβουλευτική αρχή της διατήρησης - αλλά, με την αλλαγή του κοινοβουλίου. Όταν η Βουλή είναι αντίθετη προς την κυβέρνηση, διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές και με διάφορα μέσα επιδιώκεται η εξασφάλιση σύνθεσης της Βουλής ευνοϊκής προς την κυβέρνηση.

  5. Με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα εισέρχεται στο δεύτερο στάδιο εξέλιξης του, στην εφαρμογή δηλαδή της Αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου (1862 -1875). Με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα της μεταβατικής περιόδου πριν την ανάληψη των καθηκόντων του νέου εκλεγμένου βασιλιά, κατά το οποίο εφαρμόστηκε και το σύστημα της ανάδειξης, την περίοδο αυτή, της ισορροπίας μονάρχη - κοινοβουλίου, εφαρμόζεται το λεγόμενο γνήσιο, ορθότερα πρώιμο κοινοβουλευτικό σύστημα. Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι και στην Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, προϊόν της αντίθεσης μονάρχη κοινοβουλίου. Όμως στον ελληνικό χώρο η αντίθεση αυτή οδήγησε στην εξουσία του μονάρχη και την ενθρόνιση νέου, που αποδέχτηκε από την αρχή το κοινοβουλευτικό σύστημα. Στην Ελλάδα εκθρόνιση, ενθρόνιση Και επικράτηση του πρώιμου κοινοβουλευτικού συστήματος συμπίπτουν και επιταχύνθηκε έτσι σημαντικά γενικότερη κοινοβουλευτική εξέλιξη. Την περίοδο αυτή εφαρμόζεται η αρχή του ελέγχου, αλλά προστίθεται και η εφαρμογή της αρχής της διατήρησης. Η νέα κατανομή εξουσίας έχει το εξής σχήμα. Η κυβέρνηση επιλέγετε και διορίζεται από τον μονάρχη, η παραμονή της όμως την εξουσία εξαρτάται από την θέληση της Βουλής. Από το 1862 εισάγεται έτσι και εφαρμόζεται στον ελληνικό χώρο η αρχή της διατήρησης, Η οποία συνάγεται από τα άρθρα 58 και 78 του Συντάγματος το 1864. Στο Σύνταγμα αυτό κατά την εποχή της δημιουργίας του, δεν περιέχεται η αρχή της δεδηλωμένης. Ο ανώτατος άρχοντας είναι συνταγματικά ελεύθερος να επιλέξει κυβέρνηση και δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε υπόδειξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο συνταγματικός αυτός κανόνας είναι άλλωστε σύμφωνος με την συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν αναπτυχθεί. Κανένας δε γνωρίζει πριν από την ψηφοφορία για την παροχή εμπιστοσύνης, όποιος διαθέτει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Είναι επομένως απαραίτητος ο διορισμός κυβέρνησης, την οποία επιλέγει ο ανώτατος άρχοντας. Άλλη κυβέρνηση αυτή οφείλει να εμφανίσει στο κοινοβούλιο και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Αν καταψηφιστεί είναι υποχρεωμένοι να παραιτηθεί. Το κοινοβουλευτικό αυτό σύστημα εφαρμόζεται χωρίς παρεκκλίσεις για όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Η αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου διακρίνεται σε σχετική και απόλυτη. Η πρώτη μορφή εφαρμόστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1870. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της παρούσας Βουλής. Η κυβέρνηση για να διατηρηθεί στην εξουσία έχει ανάγκη της εμπιστοσύνης της Βουλής, που βρίσκεται σε σύνοδο. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αυτή η πλειοψηφία, όταν η Βουλή είναι απούσα, όταν δηλαδή δεν βρίσκεται σε σύνοδο. Της με την παραπάνω έννοια απουσίας της Βουλής έγινε επιμελής χρήση την περίοδο εκείνη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 τέθηκε επανειλημμένα το ζήτημα, ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να διαθέτει την πλειοψηφία, όχι μόνον όταν η Βουλή βρίσκεται σε σύνοδο, αλλά και όταν είναι απούσα. Η απολυτοποίηση αυτή της αρχής της διατήρησης δεν συνάντηση ιδιαίτερες δυσκολίες. Η απόλυτη αρχή της διατήρησης καθιερώνεται σήμερα στο άρθρο 84 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος.

  6. Δημιουργία και εξέλιξη της αρχής της δεδηλωμένης ανήκουν στις χαρακτηριστικές περιπτώσεις σύζευξης δέοντος και είναι, συνταγματικού κανόνα και συνταγματικής πραγματικότητας. Η αρχή της δεδηλωμένης γεννήθηκε από την δεδηλωμένη η πραγματική κατάσταση, ως status. Δύο είναι τα στοιχεία αυτού του status, το οντολογικό (corpus), δηλαδή η ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και το βουλητικό (animus), δηλαδή η βούληση της πλειοψηφίας να σχηματίσει κυβέρνηση. Το ζήτημα της αρχής της δεδηλωμένης τίθεται στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Η ισορροπία του πρώιμου κοινοβουλευτικού συστήματος, που εξασφαλίστηκε με το Σύνταγμα του 1864, διαταράχτηκε σύντομα και σημαντικά. Βασική αιτία της διαταραχής αυτής ήταν η εμφάνιση στην ελληνική συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα της δεδηλωμένης ως συνταγματικοπολιτικής κατάστασης ως status. Η κάποια σχηματοποίηση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων είχε ως αποτέλεσμα - λόγω ακριβώς της κομματικής ένταξης των βουλευτών - την δημιουργία της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, της φανερής δηλαδή πλειοψηφίας πριν από τον διορισμό της κυβέρνησης και την ψηφοφορία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης. Η βούληση της πλειοψηφίας είναι γνωστή η εκ των προτέρων από την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων. Είναι επομένως ορατό και γνωστό από την αρχή αν καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση η πλειοψηφία ή η μειοψηφία. Η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης απλά επικυρώνει την ήδη γνωστή, δηλαδή φανερή, δηλαδή δεδηλωμένη, θέλησή της πλειοψηφίας. Η δημιουργία δεδηλωμένης βούλησης της πλειοψηφίας στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα συνδέει έτσι την διαδικασία ανάδειξης με την διαδικασία διατήρηση της κυβέρνησης. Εφόσον είναι γνωστό πριν από τον διορισμό της κυβέρνησης ποια παράταξη μπορεί να εξασφαλίσει την πλειοψηφία, θα πρέπει η παράταξη αυτή να καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση. Αμφισβητεί και έτσι η κατά την προηγούμενη συνταγματική ερμηνεία εξουσία του ανώτατου άρχοντα να επιλέγει την κυβέρνηση. Η μεταβολή της τερματικό πολιτικής πραγματικότητας οδηγεί αρχικά στην αμφισβήτηση και τελικά στην μεταβολή του νοήματος του κανόνα δικαίου.

  7. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι έκρυθμη. Η συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα έχει πλέον ωριμάσει στο βαθμό που απαιτείται για να κινηθεί η δικαιοπαραγωγική της δύναμη. Αντιδράσεις και συζητήσεις προκάλεσε ο διορισμός της 46ης «στηλιτικής» κυβέρνησης του Δημητρίου Βούλγαρη. Η παρερμηνεία σε αυτές των συνταγματικών διατάξεων, που ρύθμιζαν την απαραίτητη για την λήψη απόφασης πλειοψηφία, αποτελεί το έναυσμα. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α εξαναγκάζεται να απομακρύνει την «στηλιτική» κυβέρνηση Βούλγαρη και να καλέσει την εξουσία την 47η κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη. Το αποκορύφωμα την συνταγματικοπολιτικής εξελίξης της περιόδου εκείνης αποτέλεσε ο λόγος του χρόνου τις 11 της Αυγούστου 1875,Οι προγραμματικές δηλαδή δηλώσεις της κυβέρνησης, τις οποίες είχε συγγράψει ο πρωθυπουργός και ανέγνωσε κατά τα τα συμβαίνοντά την εποχή εκείνη  ο ανώτατος άρχοντας. Ο Γεώργιος διαβεβαίωσε την Βουλή, ότι αναγνωρίζει τις συνταγματικές προνομίες των εκλεκτών του έθνους και ότι έρεισμα της ειδικής και υλικής ευημερίας και προόδου της χώρας είναι οι  κοινοβουλευτικοί  θεσμοί ειλικρινώς εφαρμοζόμενοι. Παράλληλα υποσχέθηκε ότι στο εξής θα απαιτεί «ως όσο απαραίτητον προσόν των καλούμενων …. εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένη προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους...». Το περιεχόμενο αυτής της επίσημης δηλώσεις, που περιέχεται στον λόγο του χρόνου αποτελεί την περίφημη αρχή της δεδηλωμένης. Ένθερμη υπήρξε η ανταπόκρισή της Βουλής. Όπως αποδεικνύεται και από την μετέπειτα εφαρμογή της, η αρχή που διακηρύχθηκε το 1875, είναι η σχετική αρχή της δεδηλωμένης. Σύμφωνα με την σχετική αυτή η αρχή, απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης από την μειοψηφία, όταν υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αντίθετα εφόσον δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιτρέπεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας. Η σχετική δηλαδή αρχή της δεδηλωμένης δεν αποκλείει τον διορισμό κυβέρνησης από την μειοψηφία, ο οποίος όμως είναι δυνατός μόνον όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη, δηλαδή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιθυμεί τον σχηματισμό κυβέρνησης. Διακρίνονται επομένως το σύστημα αυτό ε κυβέρνησης μειοψηφίας σε συγγνωστές, δηλαδή επιτρεπόμενες και ασύγγνωστες, δηλαδή απαγορευόμενες σύμφωνα με το σύστημα της σχετικής αρχής της δεδηλωμένης, όταν δεν υπάρχει πλειοψηφία ο ανώτατος άρχοντας ανακτά την εξουσία επιλογής της κυβέρνησης.

  8. Η σχετική αρχή της δεδηλωμένης - μΜε μία όχι σημαντική εξαίρεση- Εφαρμόστηκε χωρίς παρεκκλίσεις σε όλη τη διαδρομή της ελληνικής συνταγματικής  ιστορίας. Η πλειοψηφία εκαλείτο πάντοτε στην εξουσία ακόμη και σε περιόδους έντονης διαφωνίας αρχηγού της πλειοψηφίας και ανώτατου άρχοντα. Σε περιπτώσεις βέβαια συγκρούσεις, ο ανώτατος άρχοντας έβρισκε τρόπους για να απαλλαγεί από την ενοχλητική, την ανυπάκουη κυβέρνηση και η πλειοψηφία εξωθείτο σε παραίτηση. Αλλά το πολύ ενδιαφέρον αυτό ζήτημα δεν αφορά την αρχή της δεδηλωμένης. Όπως συνάγεται και από την μετέπειτα εφαρμογή της, η αρχή της δεδηλωμένης ενσωματώθηκε από και με την διακήρυξη του 1875, χωρίς αναθεώρηση στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα. Η ενσωμάτωση αυτή έγινε μετά από μεταβολή του νοήματος του αρχικού Συντάγματος το 1864. Μεταβολή του νοήματος (Bedeutungswandel der Verfassungsnormen) είναι η χωρίς τη μεσολάβηση αναθεώρησης μεταβολή του νοηματικού περιεχομένου του συνταγματικού κάνόνα, μετά από αλλαγή της πραγματικότητας, στην οποία βασίστηκε η αρχική του διαμόρφωση, κατά το μετρό που επιτρέπεται από την λεκτική διατύπωση και το νόημα του γραπτού Συντάγματος. Ο ορισμός αυτός της μεταβολής του νόημά τους εξηγεί με ακρίβεια την αλλαγή ερμηνείες που διακινήθηκε ομόφωνα το 1875. Η διακήρυξη της αρχής δεδηλωμένης δεν έχει μόνον ιστορική αλλά και μεγάλη νομική σημασία. Δεν είναι μόνον ιστορικό, αλλά και σημαντικό νομικό γεγονός.

  9. Στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε μέχρι το επίπεδο εξέλιξης της σχετικής αρχής της δεδηλωμένης, λειτούργησε από το 1875 μέχρι το 1986. Η αναθεώρηση του 1911 δεν ρύθμισε ειδικότερα το κοινοβουλευτικό σύστημα. Το Σύνταγμα του 1927, το οποίο προέβλεπε αιρετό ανώτατο άρχοντα, Πρόεδρο Δημοκρατίας, Είναι το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα που περιέχει ρητά διατυπωμένες διατάξεις, Αναφερόμενες στην κοινοβουλευτική αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Η σχετική αρχή της δεδηλωμένης δεν ρυθμίζεται με το Σύνταγμα αυτό, το οποίο Ρίτα απλά και μόνο γνωρίζει ότι υπουργοί διορίζονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του πρωθυπουργού. Αλλά και η διάταξη αυτή παραλείπετε στο Σύνταγμα του 1952, το οποίο προέβλεπε την βασιλεία. Είναι ακριβώς αιώνα μετά την διακήρυξη του 1875, δηλαδή το 1975, η σχετική αρχή της δεδηλωμένης περιέχεται για πρώτη φορά Ρίτα διατυπωμένη στο ελληνικό Σύνταγμα του ίδιου έτους. Με την αναθεώρηση του 1000 ακούσια 86 καταργείται η σχετική και εισάγεται πλέον η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης. Ως προς το πρώτο σκέλος τους απόλυτη και σχετική αρχή της δεδηλωμένης συμπίπτουν. Όταν υπάρχει πλειοψηφία πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός της πλειοψηφίας. Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 37 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο απλά επαναλαμβάνει την αντίστοιχη διάταξη του Συντάγματος του 1975 Η νέα ρύθμιση αναφέρεται στο δεύτερο σκέλος της αρχής της δεδηλωμένης, όταν δηλαδή δεν υπάρχει πλειοψηφία. Στις περιπτώσεις αυτές ο εκλεγμένος πλέον ανώτατος άρχοντας δεν ανακτά την εξουσία επιλογής της κυβέρνησης, όπως συνέβαινε και με το Σύνταγμα του 1975, αλλά σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση είναι υποχρεωτική ex constitutione η προσφυγή στις εκλογές. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει πλειοψηφία το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει διερευνητική διαδικασία για τον σχηματισμό κυβέρνησης σε δύο στάδια, την παροχή διερευνητικών εντολών και το στάδιο της σύγκλισης των πολιτικών αρχηγών. Όταν η διερευνητική διαδικασία αποβεί άκαρπη και βεβαιωθεί έτσι η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, τότε διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται εκλογές με κυβέρνηση οικουμενική υπηρεσιακή η δικαστική. Απαγορεύεται δηλαδή - και ορθά - σε κάθε περίπτωση ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, ούτε και για αυτή μόνη την διεξαγωγή των εκλογών. Αυτή είναι η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης, όπως προβλέπεται από το ισχύον Σύνταγμα. Η εισαγωγή της κατέστησε την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης λόγο διάλυσης της Βουλής. Η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης κατοχυρώνεται όχι μόνον για την τακτική, αλλά και για την προεκλογική κυβέρνηση, δηλαδή την κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών. Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει μόνο μία και όχι σημαντική εξαίρεση από την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης. Κατά το άρθρο 41 παρ.1 μπορεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας εφόσον έχουν εναλλαχθεί δύο τουλάχιστον κυβερνήσεις την ίδια βουλευτική περίοδο και παρά το ότι προτείνεται κυβέρνηση συνασπισμού, να αρνηθεί τον διορισμό της Τρίτης κυβέρνησης και να διαλύσει την Βουλή για κυβερνητική αστάθεια.

  10. Ήδη από το μεσοπολέμο διάστημα γίνεται λόγος για «κρίση» του κοινοβουλευτισμού και εννοείται με τον όρο αυτό, ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν λειτουργεί σύμφωνα με τις παραδοσιακές του αρχές. Η φανερή πλειοψηφία η δηλωμένη, η οποία με την εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων κατέστη και συμπαγής, αποτελεί όχι μόνον την εξέλιξη, αλλά και την βασική έκφραση της κρίσης του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η συνταγματικοπολιτική γοητεία του κοινοβουλευτισμού βρίσκεται στην αμφιβολία του αποτελέσματος της ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο. Όμως αυτή η αμφιβολία έχει εξαφανιστεί πλέον στην σύγχρονη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα. Οι κυβερνήσεις βασιζόμενες σε συμπαγείς πλειοψηφίες Δεν φοβούνται την πτώση τους. Κυβέρνηση και κοινοβουλευτική συμπολίτευση αποτελούν ενότητα. Η γενεσιουργός του κοινοβουλευτικού συστήματος αντίθεση, η αντίθεση μονάρχη - κοινοβουλίου, δεν υπάρχει πλέον. Η κινητήρια του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος αντίθεση δεν βρίσκεται, όπως οι προηγούμενοι, στην σχέσεις νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και μέσα στην Βουλή, ως αντίθεση συμπολίτευσης – αντιπολίτευσης. Η συζήτηση στο κοινοβούλιο έχασαν τον δημιουργικό χαρακτήρα της παλιάς εποχής, καθόσον ο σχηματισμός της γνώμης των βουλευτών έχει συντελεστεί έξω από την Βουλή στα κομματικά όργανα και δεν εξαρτάται από την ικανότητα των ρητόρων. Η Βουλή δεν είναι πλέον το κέντρο του σχηματισμού τον θελήσεων, άλλο τόπος όπου η σχηματισμένες ήδη θελήσεις συμπράττουν για τον σχηματισμό της κοινής απόφασης. Τέθηκε έτσι εύλογα το ερώτημα για αυτήν την ίδια την σκοπιμότητα των συζητήσεων του κοινοβουλίου. Τι εξυπηρετούν οι συζητήσεις αυτές, όταν δεν υπάρχει πιθανότητα να μεταπεισθεί ο πολιτικός αντίπαλος; Και η απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι μόνον, ότι οι συζητήσεις στο κοινοβούλιο δεν απευθύνονται προς τους βουλευτές, αλλά απευθείας προς το εκλογικό σώμα, τους ψηφοφόρους τους οποίους προσπαθούν να επηρεάσουν. Αναδεικνύεται έτσι μεγάλη σημασία της τεχνολογίας για την λειτουργία της σύγχρονης Δημοκρατίας. Η τηλεοπτική μετάδοση των συνεδριάσεων του κοινοβουλίου – η οποία πρέπει να γίνεται εγώ όχι ευκαιριακά, αλλά σε μόνιμη βάση – μετατρέπει ολόκληρη την χώρα σε μια απέραντη λαϊκή συνέλευση, σε μια μεγάλη εκκλησία του δήμου, στην οποία όλοι είμαστε οπτικοακουστικά παρόντες, χωρίς όμως να έχουμε δικαίωμα λόγου άλλα αντ’ αυτού δικαίωμα ψήφου κι άλλα μέσα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σήμερα δεν υπάρχει απλά κρίση, αλλά μετάβαση σε μία νέα μορφή κοινοβουλευτισμού με εξωκοινοβουλευτική βασικά κατεύθυνση, προς το εκλογικό σώμα. Η παλιννόστηση του παραδοσιακού κοινοβουλευτισμού δεν είναι εφικτή, αλλού και πρέπει να είναι και επιθυμητή. Το νέο κοινοβουλευτικό σύστημα της συμπαγούς πλειοψηφία δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα, όπως η κυβερνητική σταθερότητα κι άλλα, αλλά και μειονεκτήματα. Σε αυτά ανήκει κυρίως η συγκέντρωση της εξουσίας, ο πρωθυπουργοκεντρικός χαρακτήρας του.  Και δεν φαίνεται σύμφωνοι, όχι μόνο προς την ελληνική, αλλά και στην γενικότερη ευρωπαΐκή κοινοβουλευτική παράδοση, η άποψη ότι η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να δώσει τη λύση. Το σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα είναι σαφώς σύστημα υπεροχής του κοινοβουλίου έναντι του ανώτατου άρχοντα. Μείωση ή και εξαφάνιση των μειονεκτημάτων του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού είναι δυνατή με την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της εσωκομματικής Δημοκρατίας με την εφαρμογή του αξιώματος: δημοκρατικά κόμματα σε δημοκρατικό κράτος.