Του Ανδρέα Δημητρόπουλου
1.
Κομματική και επιστημονική ερμηνεία
Τόσο
εκτός όσο και εντός Βουλής – κατά την
συζήτηση στην Ολομέλεια του πορίσματος της Επιτροπής Αναθεώρησης, τέθηκε
– ως μη όφειλε- επανειλημμένα και μετ΄ επιτάσεως το ζήτημα της δέσμευσης της
επόμενης αναθεωρητικής Βουλής από την απόφαση της παρούσας Βουλής, ως προς το
περιεχόμενο των αναθεωρητικών της προτάσεων. Η κυβερνητική πλειοψηφία
υποστήριξε σθεναρά την θέση, που είχε και παλαιότερα διατυπώσει ο πρωθυπουργός,
ότι οι αναθεωρητικές προτάσεις της
παρούσας Βουλής είναι δεσμευτικές ως προς το περιεχόμενό τους και οφείλει να
τις ακολουθήσει η επόμενη Βουλή. Αντίθετα η αντιπολίτευση αντέτεινε ότι η
αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «κομματική
ερμηνεία» του Συντάγματος εμπεριέχει σκοπιμότητες και πέρα από τα μειονεκτήματά
της, βοηθά στην κατανόηση της «πραγματικής λειτουργίας» της διάταξης. Έτσι στη
συγκεκριμένη περίπτωση ο δεσμευτικός χαρακτήρας της πρότασης εξασφαλίζει την
υλοποίηση της πολιτικής βούλησης της σημερινής πλειοψηφίας, ενώ η αντίθετη λύση
επιτρέπει στην νέα πλειοψηφία να ρυθμίσει το όλο ζήτημα.
Η
ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορεί παρά να προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής
επιστημονικών μεθόδων και κριτηρίων και το τελικό αποτέλεσμά της αναγκαία θα υιοθετήσει
κάποια άποψη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθετεί και οποιαδήποτε κομματική
υστεροβουλία.
2.
Αναθεωρητική πρόταση και Αναθεώρηση
Αφετηρία
της απάντησης αποτελεί η αυστηρότητα του Συντάγματος. Το Ελληνικό Σύνταγμα
είναι αυστηρό, δηλαδή για όσες διατάξεις του επιτρέπεται η αναθεώρηση, καθιερώνει
αναθεωρητική διαδικασία πιο δύσκολη από εκείνη των νόμων, αποτρέποντας έτσι τις
«εν θερμώ» ή τις «γρήγορες» αναθεωρήσεις. Η παραδοχή δεσμευτικού χαρακτήρα της πρότασης
αποδυναμώνει τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Για τον λόγο αυτό –μεταξύ άλλων-
η όλη ρύθμιση του Συντάγματος βασίζεται
στην διάκριση μεταξύ αναθεωρητικής πρότασης και αναθεώρησης. Η αναθεωρητική
πρόταση γίνεται από οποιαδήποτε «κοινή» δηλαδή Βουλή, από την κοινή δηλαδή νομοθετική
εξουσία. Η αναθεώρηση όμως γίνεται από την επόμενη, μετά δηλαδή τις εκλογές
Βουλή, η οποία είναι και η αναθεωρητική, η Βουλή που ασκεί αναθεωρητική εξουσία.
Για τον χαρακτήρα των συμπραττουσών
Βουλών ως κοινής μεν της πρώτης και ως αναθεωρητικής της δεύτερης δεν φαίνεται
να υπάρχει εύλογη αμφιβολία.
3.
Η Ιεραρχική σχέση
Μεταξύ
όμως των Βουλών αυτών δεν υπάρχει ισοτιμία αλλά ιεραρχική σχέση. Η συντακτική
αναθεωρητική εξουσία υπερέχει της κοινής νομοθετικής εξουσίας. Είναι επομένως η
ιεραρχία των εξουσιών και των οργάνων, εκείνη η οποία θέτει το απαραίτητο ερμηνευτικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να λυθεί οποιαδήποτε ερμηνευτική αμφιβολία. Αυτό
ισχύει ακόμη περισσότερο εφόσον πρόκειται για ζητήματα «δέσμευσης». Πως είναι
δυνατόν να υποστηρίζεται, ότι η κοινή νομοθετική
Βουλή δεσμεύει την Αναθεωρητική, δηλαδή, ότι η νομοθετική εξουσία δεσμεύει την
συντακτική/αναθεωρητική εξουσία; Η ιεραρχία των εξουσιών αποκρούει την εκδοχή της
δέσμευσης
Δέσμευση
της δεύτερης από την πρώτη Βουλή με καθαρά επιστημονικά κριτήρια θα μπορούσε να
υποστηριχθεί, μόνον εφόσον το όριζε ρητή συνταγματική διάταξη με σαφήνεια και
χωρίς αμφιβολία. Όμως στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για καθιέρωση άλλου
συστήματος, δηλαδή αναθεωρητική θα ήταν και η πρώτη και η δεύτερη Βουλή, κάτι
το οποίο δεν συμβαίνει με την ισχύουσα ελληνική ρύθμιση. Στο ισχύον σύστημα οι συμπράττουσες Βουλές
βρίσκονται σε ιεραρχική σχέση. Γι αυτό η
πρώτη Βουλή απλώς προτείνει και η επόμενη αναθεωρεί.
4.
Ανάγκη αναθεώρησης και Αναθεώρηση
Όπως
ρητά ορίζει το Σ. άρθρ, 110 παρ 2 η προτείνουσα Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος
δηλαδή δεν αναθεωρεί αλλά εντοπίζει ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι
αναγκαία. Και είναι πολύ μακράν και του γράμματος του Συντάγματος η άποψη, ότι
η διαπίστωση της ανάγκης συνιστά αναθεώρηση. Κατά μείζονα λόγο, όταν η επόμενη
η Αναθεωρητική δηλαδή Βουλή έχει την εξουσία να μην προχωρήσει στην αναθεώρηση,
να κρίνει δηλαδή, ότι η αναθεώρηση δεν είναι αναγκαία. Πως είναι επομένως
δυνατόν να υποστηρίζεται και πέρα των
άλλων, ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται να προβεί στην αναθεώρηση, αν όμως
προχωρήσει δεσμεύεται από το περιεχόμενο της πρότασης; Καταλήγει δηλαδή στο
άτοπο, ότι η Αναθεωρητική Βουλή αν δεν συμφωνεί με την πρόταση, τελικά δεν θα
προβεί στην αναθεώρηση προκειμένου να αποφύγει την δέσμευση. Πάλι δηλαδή μπορεί
να ματαιώσει την «δεσμευτικότητα». Δεν αντέχει επομένως η άποψη αυτή σε λογική ανάλυση.
5.
Ο ειδικός καθορισμός των διατάξεων
Κατά
την ίδια διάταξη του άρθρ. 110 παρ. 2 με την απόφαση της νομοθετική εξουσίας
καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Με την διάταξη
αυτή ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει το περιεχόμενο και την μορφή της πρότασης.
Ρητά ορίζει ότι καθορίζονται οι αναθεωρητέες διατάξεις. Αρκεί δηλαδή η αναφορά
στην πρόταση της νομοθετικής εξουσίας των αριθμών των διατάξεων και δεν απαιτείται
να αναφέρεται οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο. Και από αυτή επίσης την διατύπωση
συνάγεται ότι δεν υπάρχει δεσμευτικότητα ως προ το περιεχόμενο της πρότασης ,
εφόσον δεν ορίζεται ότι πρέπει να αναφέρεται οποιοδήποτε αναθεωρητικό
περιεχόμενο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η νομοθετική Βουλή δεν μπορεί να
διατυπώσει κάποιο αναθεωρητικό περιεχόμενο. Ασφαλώς μπορεί ΄και οπωσδήποτε είναι
πολύ καλλίτερα να συμπεριλάβει και συγκεκριμένες νομοτεχνικά διατυπωμένες προτάσεις.
Σημαίνει μόνον ότι οι προτάσεις αυτές δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Η
λεγόμενη «θεωρία των κατευθύνσεων» όχι μόνον δεν βοηθά αλλά και περιπλέκει τα πράγματα.
Η
αναθεωρητική πρόταση περιορίζεται στον εντοπισμό των διατάξεων. Όπως ρητά
ορίζεται στο άρθρ. 110 παρ.3 αφού η
αναθεώρηση – δηλαδή η ανάγκη αναθεώρησης- αποφασιστεί από τη (κοινή) Βουλή η επόμενη
(αναθεωρητική) Βουλή κατά την πρώτη σύνοδό της αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις. Ρητά η αποφασιστική
εξουσία ανατίθεται στην επόμενη Βουλή.
6.
Η παρεμβολή των Εκλογών
Η
μεγάλη εγγύηση της όλης αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η παρεμβολή των
εκλογών. Τα βασικά προς αναθεώρηση θέματα οπωσδήποτε ενδιαφέρουν τους ψηφοφόρους
αλλά και ευρύτερα η ανάδειξη της ίδιας πλειοψηφίας αποτελεί συμφωνία προς την αναθεωρητικής της πρωτοβουλία και έτσι η
αναθεωρητική της πρόταση αποκτά πολιτικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Αντίθετα η
ανάδειξη άλλης πλειοψηφίας έχει τις ανάλογες επιπτώσεις επί της αναθεώρησης (όπως
έγινε το 2008).
Επιλογικά
και αναφορικά πάντα γενικότερα προς την δεσμευτικότητα πρέπει να τονιστεί, ότι η αναζήτηση του δεσμευτικού χαρακτήρα της αναθεωρητικής
πρότασης έχει πολύ λιγότερη σημασία από το μείζον ζήτημα της εφαρμογής της βέβαιης δεσμευτικότητας του
αποτελέσματος των κατά το άρθρο 44 δημοψηφισμάτων.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ομ, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου