του Ανδρεα Δημητρόπουλου
Ομότιμου Καθηγητή
Νομικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών
Ι. Φύση - Κοινωνία και Δίκαιο
1. Οι σχέσεις Φύσης και Κοινωνίας έχουν απασχολήσει και συνεχίζουν να απασχολούν και να επηρεάζουν την σκέψη, την φιλοσοφία και τις μερικότερες επιστήμες. Στην μετά τους μεγάλους Ίωνες φιλοσόφους αρχαία ελληνική φιλοσοφία η τάση ενιαίας θεώρησης φύσης και κοινωνίας είναι έντονη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Επίκουρος, ο οποίος ξεκινά την φιλοσοφία του από την φυσική για να καταλήξει στην ηθική και εκτός των άλλων θεμελιώνει στην παρέγκλιση του φυσικού κόσμου την ελευθερία βούλησης ανθρώπου. Στην περιοχή του Δικαίου είναι η φύση του πράγματος εκείνη η οποία προωθεί και εκφράζει ακριβώς την διασύνδεση φύσης και κοινωνίας. Φύση ενός πράγματος κατά τον Αριστοτέλη είναι η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα προσλαμβάνει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία. Ό,τι υπάρχει στη φύση δεν μπορουν να το αγνοήσουν οι νόμοι των ανθρώπων. “Ελευθέρους αφήκε πάντας θεός ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν”, μας υπενθυμίζει στον Μεσσηνιακό ο ρήτορας Αλκιδάμας, για να υποστηριξει και να θεμελιώσει, ότι δεν δικαιούνται οι Λακεδαιμονιοι να εξανδραποδίσουν τους ηττηθέντες Μεσσηνίους. Η μελέτη των σχέσεων Φύσης και Δικαίου έχει πολλά να προσφέρει στη νομική επιστήμη.
Η αρμονία των αντιθέτων
2. Πάνω στις βάσεις αυτές ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η αρμονία των αντιθέτων του φυσικού κόσμου στο πεδίο της άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων. Κατά τον Ηράκλειτο, η φύση αγαπά τις αντιθέσεις και γνωρίζει να προχωρεί στη σύνθεσή τους για να παράγει την αρμονία. Στο σύγγραμμα “Περί κόσμου” υπάρχει το εξής χωρίο: “Αγαπάει και η φύση τα αντίθετα, και µ’ αυτά, όχι µε τα όμοια, δημιουργεί τη συμφωνία∙ έτσι γίνεται και ενώνει, λόγου χάρη, το αρσενικό µε το θηλυκό, όχι όμως και το κάθε ον µε το όμοιό του, και πραγματώνει την πρώτη ομόνοια µε την ένωση των αντιθέτων κι όχι των ομοίων”.
Καίτοι γέ τις ἐθαύμασε πῶς ποτε, ἐκ τῶν ἐναντίων ἀρχῶν συνεστηκὼς ὁ κόσμος, λέγω δὲ ξηρῶν τε καὶ ὑγρῶν, ψυχρῶν τε καὶ θερμῶν, οὐ πάλαι διέφθαρται καὶ ἀπόλωλεν, ὡς κἂν εἰ πόλιν τινὲς θαυμάζοιεν, ὅπως διαμένει συνεστηκυῖα ἐκ τῶν ἐναντιωτάτων ἐθνῶν, πενήτων λέγω καὶ ¦ πλουσίων, νέων γερόντων, ἀσθενῶν ἰσχυρῶν, πονηρῶν χρηστῶν. Ἀγνοοῦσι δὲ ὅτι τοῦτ' ἦν πολιτικῆς ὁμονοίας τὸ θαυμασιώτατον, λέγω δὲ τὸ ἐκ πολλῶν μίαν καὶ ὁμοίαν ἐξ ἀνομοίων ἀποτελεῖν διάθεσιν ὑποδεχομένην πᾶσαν καὶ φύσιν καὶ τύχην. Ἴσως δὲ τῶν ἐναντίων ἡ φύσις γλίχεται καὶ ἐκ τούτων ἀποτελεῖ τὸ σύμφωνον, οὐκ ἐκ τῶν ὁμοίων, ὥσπερ ἀμέλει τὸ ἄρρεν συνήγαγε πρὸς τὸ θῆλυ καὶ οὐχ ἑκάτερον πρὸς τὸ ὁμόφυλον, καὶ τὴν πρώτην ὁμόνοιαν διὰ τῶν ἐναντίων σηνῆψεν, οὐ διὰ τῶν ὁμοίων. Ἔοικε δὲ καὶ ἡ τέχνη τὴν φύσιν μιμουμένη τοῦτο ποιεῖν. Ζωγραφία μὲν γὰρ λευκῶν τε καὶ μελάνων, ὠχρῶν τε καὶ ἐρυθρῶν, χρωμάτων ἐγκερασαμένη φύσεις τὰς εἰκόνας τοῖς προηγουμένοις ἀπετέλεσε συμφώνους, μουσικὴ δὲ ὀξεῖς ἅμα καὶ βαρεῖς, μακρούς τε καὶ βραχεῖς, φθόγγους μίξασα ἐν διαφόροις φωναῖς μίαν ἀπετέλεσεν ἁρμονίαν, γραμματικὴ δὲ ἐκ φωνηέντων καὶ ἀφώνων γραμμάτων κρᾶσιν ποιησαμένη τὴν ὅλην τέχνην ἀπ' αὐτῶν συνεστήσατο. Ταὐτὸ δὲ τοῦτο ἦν καὶ τὸ παρὰ τῷ σκοτεινῷ λεγόμενον Ἡρακλείτῳ· «Συλλάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον· ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα.»
Τα (φαινομενικά) αντίθετα συνδέονται με συνεκτική σχέση αρμονίας. Αυτή η συνεκτικότητα, η σχέση των αντιθέτων δεν είναι στατική , αλλά παράγει διαρκώς νέες ισορροπίες. «Τα πάντα ρει», τα πάντα στον κόσμο είναι σε συνεχή κίνηση έτσι «δεν μπορείς ποτέ να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό» επειδή κάθε στιγμή ο ποταμός αλλάζει και ποτέ δεν είναι ο ίδιος. Στους κανόνες του φυσικού χώρου ανήκει και ο γνωστός κανόνας «τα ετερώνυμα έλκονται και τα ομώνυμα απωθούνται» (μαγνητικό πεδίο κλπ). Πρόκειται για κανόνα του οποίου η εφαρμογή επανειλημμένα έχει επιχειρηθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ο φυσικός αυτός κανόνας βρίσκει καρποφόρα πράγματι εφαρμογή και αποτελεί πολύτιμο οδηγό. στο πεδίο της άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων στους διάφορους θεσμούς και διαπροσωπικές σχέσεις.
Η εφαρμογή του παραπάνω κανόνα στο πεδίο άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων προϋποθέτει τον καθορισμό των στοιχείων, τα οποία είναι ομώνυμα η ετερώνυμα και τα οποία κατά ακολουθίαν απωθούνται ή έλκονται. Κατά την αντικειμενική θεώρηση ομώνυμα (όμοια, ανομοιογενή ) η ετερώνυμα (ανόμοια ανομοιογενή) μπορεί να είναι ζεύγη δικαιωμάτων και θεσμών). Κάθε ζεύγος αποτελείται από δύο πόλους, δύο στοιχεία, ένα δικαίωμα και ένα θεσμό. Τα στοιχεία αυτά είτε συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό αιτιώδους συνάφειας, είτε δεν συνδέονται, είναι ασύνδετα δηλαδή ανόμοια, ανομοιογενή, ετερώνυμα. Κάθε ένα ζεύγος δικαιώματος και θεσμού αποτελείται από δύο πόλους ένα δικαίωμα και ένα θεσμό, μπορεί να είναι είτε ομώνυμου είτε ετερώνυμα. Ο συνδετικός κρίκος, ο δεσμός είναι η μεταξύ τους αιτιώδης συνάφεια η οποία αποτελεί φυσικό επόμενο και νομικό δεσμό. Μετά τον καθορισμό της έννοιας του ομώνυμου και ετερώνυμου σειρά έχει ο καθορισμός της αρμονίας, της έλξης και υξε δυσαρμονίας, της απώθησης στο πεδίο πάντοτε της εφαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων, τι δηλαδή μπορεί να σημαίνει στο πεδίο αυτό ο κανόνας τα ομώνυμα έλκονται και τα ετερώνυμα απωθούνται.
Η φυσική σχέση δικαιωμάτων και θεσμών
Η πραγματικότητα, που περιβάλλει τον άνθρωπο, επομένως και η νομική πραγματικότητα δεν είναι τυχαίο αλλά αντίθετα οργανωμένο σύνολο, του οποίου τα μέρη συνδέονται με δεσμούς αιτιώδους συνάφειας. η πραγματικότητα αυτή δεν αποτελεί Απλώς μία ύλη ανεξάρτητη προς τη νομική ρύθμιση ούτε είναι απλώς αντικείμενο του κανόνα δικαίου. Πολύ περισσότερο περιέχει μέσα της δίκαιο. Η φύση των πραγμάτων δεν είναι απλώς μία ερμηνευτική μέθοδος, αλλά και πηγή δικαίου. η μελέτη της φύσεως των πραγμάτων αποτελεί Μελέτη της ουσιαστικής δικαιοσύνης και οδηγεί στη σύζευξη του δέοντος και του είναι. η φύση του πράγματος ως ισχύον δίκαιο περιέχεται στους γραπτούς κανόνες δικαίου. το σύνταγμα κατοχυρώνει και προστατεύει ταυτόχρονα και θεμελιώδη και ο θεμελιώδης δικαιώματα αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις καθώς και σύνολα διαπροσωπικών σχέσεων δηλαδή θεσμούς. ιδιαίτερα Όσον αφορά τους συνταγματικούς κανόνες, Σε πολλές περιπτώσεις η χρησιμοποιούμενη από τον συντακτικό νομοθέτη όροι, δεν χρησιμοποιούνται με τη στενή νομικιστικη τους εννοια, αλλά με ευρύτερο περιεχόμενο, στο οποίο υπάγεται η πραγματικότητα που αποδίδεται με τους όρους αυτούς, το σύνταγμα συνδέει με αυτό τον τρόπο την πραγματικότητα Με το δίκαιο, το δέον και το είναι σε ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο.
Θεμελιώδη δικαιώματα και θεσμοί, συνδέονται με φυσική σχέση, που είναι ταυτόχρονα και νομική σχέση. Η φυσική σχέση δικαιώματος και θεσμού βρίσκεται στην ύπαρξή η έλλειψη δεσμού αιτιώδους συνάφειας. Το ζήτημα της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσα στο πλαίσιο μερικό των Θεσμών και εννόμων σχέσεων είναι ζήτημα δει ακριβώς έως τις μεταξύ τους φυσικής σχέσεις ακόμα δηλαδή σύνθημα διακρίβωσης της μεταξύ τους αιτιώδους συνάφειας.
Τα διάφορα ζεύγη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι ομοιογενή και ανομοιογενή ανάλογα με το αν συνδέονται ή όχι με δεσμό αιτιώδους συνάφειας. Παράλληλα από την πρώτη ήδη επαφή με την ανεξάντλητη ποικιλία των περιπτώσεων διαπροσωπικής εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες, οι “εύκολες” ή ανομοιογενείς και οι “δύσκολες” ή ομοιογενείς. Οι εύκολες είναι οι ανομοιογενείς, δηλαδή εκείνες που αντιστοιχούν στα ανομοιογενή ζεύγη δικαιωμάτων και θεσμών, ενώ οι δυσχερείς εκείνες που αντιστοιχούν στα ομοιογενή ζεύγη δικαιωμάτων και θεσμών.
Τα νομικά μορφώματα οι θεσμοί, οι διαπροσωπικές σχέσεις, τα δικαιώματα. οι υποχρεώσεις κλπ μπορούν να καταταχθούν σε διάφορες β ι ο τ ι κ έ ς π ε ρ ι ο χ έ ς σε μερικότερους δηλαδή χώρους που αναπτύσσονται μέσα στην κοινωνική την πολιτική και την οικονομική ζωή. Οι βιοτικές περιοχές είναι μερικότερα επίπεδα ζωής με ενότητα ουσιαστικού περιεχομένου. Με αυτή την έννοια μπορεί να γίνεται και γίνεται λόγος, όχι μόνο για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή αλλά και για οικογενειακή, επαγγελματική συνδικαλιστική, εμπορική, καταναλωτική, για εργασιακό χώρο, κληρονομικό χώρο κλπ. Κάθε βιοτική περιοχή αποτελείται από ένα οργανωμένο σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σχέσεων και θεσμών. Τα νομικά μορφώματα που ανήκουν στην ίδια βιοτική περιοχή, είναι σύμφυτα μεταξύ τους νομικά μορφώματα. Τα οικογενειακά δικαιώματα είναι σύμφυτα προς τις οικογενειακές σχέσεις και θεσμούς, τα πολιτικά προς τις πολιτικές, τα εργασιακά από τις εργασιακές κλπ. Τα σύμφυτα νομικά μορφώματα ως μέρη ενός ευρύτερου συνόλου προστατεύουν τα ίδια η παραπλήσια αγαθά, αναφέρονται στην ίδια η παραπλήσια μορφή δραστηριότητας του ανθρώπου. Τα σύμφυτα νομικά μορφώματα συνδέονται μεταξύ τους με φυσική σχέση, που είναι ταυτόχρονα και νομική σχέση, δηλαδή με δεσμό αιτιώδους συνάφειας. Με δεσμό αιτιώδους συνάφειας είναι δυνατόν να συνδέονται και μη σύμφυτα νομικά μορφώματα, δηλαδή νομικά μορφώματα που δεν ανήκουν στην ίδια περιοχή. Τα συνδεόμενα μεταξύ τους με δεσμό αιτιώδους συνάφειας νομικά μορφώματα συμφυτα και μη είναι ανομοιογενή ενώ στην αντίθετη περίπτωση ανομοιογενή.
ΙΙ. Η αρμονία των ανομοίων ή τα ετερώνυμα έλκονται
(α) Αρμονία (δικαιώματος και θεσμού) είναι η απρόσκοπτη εφαρμογή όλου του αμυντικού περιεχομένου συνταγματικού δικαιώματος στο πλαίσιο συγκεκριμένου θεσμού. Η αρμονία συνεπάγεται την ευκολία εφαρμογής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μάλλον «εύκολες» περιπτώσεις
(β) Αιτία της αρμονίας και κατά συνέπεια της εφαρμοστικής ευκολίας είναι η ανομοιογένεια μεταξύ δικαιώματος και θεσμού. Η εγγύτερη εξέταση των περιπτώσεων αυτών καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι πρόκειται για ανομοιογενείς περιπτώσεις για ανομοιογενή, ανόμοια ή ετερώνυμα ζεύγη θεμελιωδών δικαιωμάτων και διαπροσωπικών σχέσεων, δηλαδή για ζεύγη που δεν σχετίζονται μεταξύ τους δεν συνδέονται με δεσμό αιτιώδους συνάφειας. Η αρμονία είναι αποτέλεσμα της φύσης του πράγματος, της φυσικής αρμονίας που υπάρχει μεταξύ των ετερωνύμων στοιχείων, του δικαιώματος και του θεσμού. Η ανομοιογένεια δεν δημιουργεί προβλήματα στην διαπροσωπική εφαρμογή. Η αρμονία είναι αποτέλεσμα της φυσικής έλξης των αντιθέτων, των ετερωνύμων, καθόσον κατά φύσιν τα ετερώνυμα έλκονται. Και στο παρόν πρόκειται για μία εφαρμογή του κανόνα τα ετερώνυμα έλκονται. Η ευκολία που διακρίνει τις περιπτώσεις αυτές συνίσταται στο ότι είναι δυνατή η εφαρμογή όλου του περιεχομένου του αμυντικού δικαιώματος χωρίς δυσκολίες, χωρίς δηλαδή να προκαλείται οποιοδήποτε πρόβλημα στον θεσμό μέσα στον οποίο εφαρμόζεται.
(γ) Η “ευκολία” αυτή αναφέρεται και στα δύο στοιχεία του ανομοιογενούς ζεύγους της συγκεκριμένης περίπτωσης δηλαδή και το δικαίωμα και τον θεσμό. Και ακριβώς επειδή δεν δημιουργείται μεταξύ τους κανένα απολύτως πρόβλημα.δεν εμφανίζονται ζητήματα τριβών μεταξύ δικαιώματος και θεσμού, Δεν θίγεται ούτε ο θεσμός ούτε το δικαίωμα για αυτό δεν επιτρέπεται ο περιορισμός του δικαιώματος
(γ1) Ως προς το δικαίωμα σημαίνει ότι είναι αμέσως και χωρίς δυσκολία δυνατή η εφαρμογή του δικαιώματος σε όλη την έκταση του αμυντικού περιεχομένου του μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου θεσμού ,της συγκεκριμένης σχέσης. Στις ανομοιογενείς αντιθέσεις δεν υπάρχει πραγματικός και επομένως νόμιμος λόγος περιορισμού του δικαιώματος. Η σχέση ανάμεσα στην ανομοιογένεια και στην αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος είναι σχέση αντίστροφα ανάλογη όσο μεγαλύτερη είναι η ανομοιογένεια τόσο περισσότερο ελαττώνονται η αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος.
(γ2) Ως προς τον θεσμό σημαίνει ότι η εφαρμογή του δικαιώματος σε όλη την έκταση του περιεχομένου του δεν επηρεάζει την λειτουργία του θεσμού. Στα ανομοιογενή ζεύγη θεμελιωδών δικαιωμάτων και διαπροσωπικών σχέσεων είναι δυνατή η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων χωρίς να επηρεάζεται το περιεχόμενο της σχέσης.
Παραδείγματα
- είναι δυνατή η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου της επαγγελματικής ελευθερίας χωρίς να επηρεάζεται ή να ανατρέπεται το περιεχόμενο της κληρονομικής σχέσης. Ο κληρονόμος μπορεί να επιλέξει ελεύθερα το επάγγελμα του χωρίς η επιλογή του αυτή να επηρεάζει το περιεχόμενό της κληρονομικής σχέσης. Η επαγγελματική ελευθερία του κληρονόμου τον προστατεύει από την εξουσία διαθέσεως και απαγορεύει στον διαθέτη να του επιβάλλει συγκεκριμένο επάγγελμα.
- είναι δυνατή η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου της συνδικαλιστικής ελευθερίας χωρίς να επηρεάζεται το περιεχόμενο της εργασιακής σχέσης κλπ
(Βλ. περισσότερα παραδείγματα Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου ΙΙ β έκδ 2012)
ΙΙΙ. Η δυσαρμονία των ομοίων ή τα ομώνυμα απωθούνται
(α) Δυσαρμονία (δικαιώματος και θεσμού) είναι η αδυναμία εφαρμογής όλου του αμυντικού περιεχομένου συνταγματικού δικαιώματος στο πλαίσιο συγκεκριμένου θεσμού. Με άλλα λόγια αν το συγκεκριμένο δικαίωμα εφαρμοζόταν ως προς όλο του το περιεχόμενο, θα οδηγούσε στην ανατροπή του θεσμού. Όπως σημειώθηκε στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι “δύσκολες” περιπτώσεις. Η δυσκολία που εμφανίζεται κατά την εφαρμογή είναι αποτέλεσμα της δυσαρμονίας. Η αδυναμία εφαρμογής του συνολικού αμυντικου περιεχομένου δημιουργεί την μεγάλη δυσκολία των περιπτώσεων της δεύτερης αυτής κατηγορίας. Η δυσκολία των περιπτώσεων αυτών σημαίνει αδυναμία εφαρμογής του συνολικου δηλαδή του γενικού αμυντικού περιεχομένου του δικαιώματος, καθόσον θα οδηγούσε στην ανατροπή του θεσμού.
(β) Αιτία της δυσαρμονίας και επομένως και της δυσχέρειας εφαρμογής είναι η ομοιογένεια του συγκεκριμένου ζεύγους δικαιώματος και θεσμού. Η δυσκολία εφαρμογής του δικαιώματος εμφανίζεται στις περιπτώσεις των ομοίων, ομοιογενών ή ομωνύμων ζευγών δικαιωμάτων και θεσμών. Πρόκειται δηλαδή για ζεύγη που σχετίζονται, είναι συναφή, συνδέονται με δεσμούς αιτιώδους συνάφειας. Η ανομοιογένεια της προηγούμενης κατηγορίας αντικαθίσταται εδώ από την ομοιογένεια. Η ομοιογένεια δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην διαπροσωπική εφαρμογή. Στις ομοιογενείς περιπτώσεις η διαπροσωπική εφαρμογή εμφανίζεται προβληματική. Πρόκειται για αποτέλεσμα της φύσης του πράγματος, της φυσικής δυσαρμονίας που υπάρχει μεταξύ των ομωνύμων δικαιωμάτων και θεσμών, που συνδέονται με αιτιώδη συνάφεια. Η δυσαρμονία είναι αποτέλεσμα της φυσικής απώθησης των ομοίων, των ομωνύμων, καθόσον κατά φύσιν τα ομώνυμα απωθούνται. Πρόκειται και εδώ για μία εφαρμογή του ιδίου κανόνα.
(γ) Σύμφωνα με τα παραπάνω το ζήτημα που ανακύπτει στις δυσχερείς περιπτώσεις συνίσταται στο ότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του δικαιώματος σε όλο του το περιεχόμενο, καθόσον η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχόμενο του δικαιώματος μέσα στο συγκεκριμένο θεσμό, θα οδηγούσε στην διάλυση του θεσμού ή και των διαπροσωπικων σχεσεων που τον αποτελούν. Η “δυσχέρεια” αναφέρεται και στα δύο στοιχεία του ομοιογενούς ζεύγους δικαιώματος και θεσμού. μεταξύ των οποίων και ακριβώς λόγω της δυσαρμονίας εμφανίζονται τριβές και συγκρούσεις. Θίγεται όχι μονον ο θεσμός αλλά και το δικαίωμα καθόσον επιβάλλεται ο περιορισμός του.
(γ1) Ως προς τον θεσμό σημαίνει ότι η εφαρμογή του δικαιώματος σε όλο το μήκος και πλάτος του περιεχομενου του θα επηρέαζε την λειτουργία του θα οδηγουσε στην ανατροπή του θεσμού. Στα ομοιογενή ζεύγη δικαιωμάτων και θεσμών δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων χωρίς να επηρεάζεται ή και να εκτρέπεται η λειτουργία του θεσμού.
(γ2) Ακριβώς λόγω της αδυναμίας ολικής εφαρμογής του γενικού αμυντικού περιεχομένου και προκειμένου να προστατευτεί ο θεσμός, επιβάλλεται ο περιορισμός του δικαιώματος. Με άλλα λόγια επιτρέπεται ο περιορισμός του δικαιώματος μόνο κατά το μέτρο που είναι απαραίτητο για την προστασία και απρόσκοπτη λειτουργία του θεσμού. Η σχέση ανάμεσα στην ομοιογένεια και στην αναγκαιότητα περιορισμού, είναι σχέση ανάλογη. Όσο αυξάνεται η ένταση της ομοιογένειας τόσο αυξάνει και η αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος. Πρόκειται για μία εφαρμογή του κανόνα τα ομώνυμα απωθούνται. Η ομοιογένεια ως φυσική σχέση, ως σχέση που απορρέει από την φύση του πράγματος, αποτελεί πραγματικό και νομικό λόγο επιβολής περιορισμού στο θεμελιώδες δικαίωμα.
Παραδείγματα: Εμφανίζεται παραδείγματος χάρη η αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική Ελευθερία και στον θεσμό των πολιτικών κομμάτων, ανάμεσα στην εμπορική Ελευθερία και το θεσμό της εμπορικής εταιρείας, ανάμεσα στην ατομική συνδικαλιστική Ελευθερία και στο θεσμό των συνδικαλιστικών οργανώσεων. (Βλ. περισσότερα παραδείγματα Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου ΙΙ β έκδ 2012)
Συμπερασματικά στις ομοιογενείς αντιθέσεις επιβάλλεται ο περιορισμός του δικαιώματος. Στις ανομοιογενείς αντιθέσεις επιβάλλεται η αποχή από τον περιορισμό. Στις πρώτες ο περιορισμός αποτελεί συνταγματική επιταγή που απορρέει από την ταυτόχρονη κατοχύρωση και προστασία δικαιωμάτων και Θεσμών. Στις δεύτερες συνταγματική επιταγή αποτελεί η παράλειψη του περιορισμού.