Πλατωνικός και Νομικός Κόσμος
του
Ανδρέα Δημητρόπουλου
Ομότιμου Καθηγητή
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
1. Μελετώντας την Πλατωνική θεωρία των ιδεών, βρέθηκα στο μέσο δύο αντίρροπων διαπιστώσεων. Από φιλοσοφική άποψη συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη -και πολλούς άλλους- δεν μπορούσα να δεχθώ την υπόσταση ενός δεύτερου κατ ουσίαν φανταστικού κόσμου των Ιδεών ταυτόχρονου και παράλληλου προς τον πραγματικό κόσμο. Από νομική όμως άποψη δεν μπορούσα να μη συνομολογήσω, ότι η πλατωνική θεωρία των Ιδεών, ως θεωρία ενός “κόσμου - προτύπου¨ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την νομική σκέψη. Ανεξάρτητα λοιπόν από την γενικότερη φιλοσοφική αξία και απήχησή της πρέπει να αναγνωρισθεί η σημασία της για την νομική επιστήμη. Η θεωρία των ιδεών μεταφερόμενη και προσαρμοζόμενη στον νομικό χώρο, ως θεωρία των νομικών ιδεών, έχει πράγματι πολλά να προσφέρει στη νομική σκέψη. Καθιστώντας σαφές, ότι ο πραγματικός κόσμος αντικατοπτρίζεται στον νομικό χώρο χωρίς τις ατέλειες του, αναμορφωμένος και εξωραϊσμένος αναδεικνύεται ισχυρό εργαλείο νομικής επεξεργασίας. Παρέχει σαφή εικόνα του συνολικού νομικού οικοδομήματος της λειτουργίας του, του μεγέθους και των ορίων του νομικού χώρου, των σχέσεων και της αέναης αλληλεπίδρασης νομικής ρύθμισης και πραγματικότητας. Θέτει τις βάσεις βαθύτερης κατανόησης των νομικών εννοιών και της σχέσης τους με τις πραγματικές ιδέες και τον πραγματικό κόσμο.
Η αποδοχή της θεωρίας των Ιδεών ως εργαλείου νομικής σκέψης κάθε άλλο παρά σημαίνει θρίαμβο του ιδεαλισμού στον νομικό χώρο. Ανάμεσα στην θεωρία των ιδεών και την νομική επιστήμη υπάρχουν πράγματι στενές σχέσεις. Άλλωστε η νομική σκέψη περιστρέφεται βασικά γύρω από μια “κορυφαία ιδέα”, την ιδέα της δικαιοσύνης, του δικαίου. Αυτή η έμφυτη συγγένεια πλατωνισμού και νομικής σκέψης είναι πράγματι εκείνη, που πολλές φορές παρασύρει ορισμένους νομικούς προς έναν εξωπραγματικό νομικό ιδεαλισμό. Πράγματι ουδείς πιο επιρρεπής στον ιδεαλισμό από τον νομικό. Η ορθή προσέγγιση πλατωνισμού και νομικής σκέψης κάθε άλλο παρά σημαίνει ιδεαλιστική εξήγηση της προέλευσης, της υπόστασης και της λειτουργίας του δικαίου, την κατασκευή ή την στήριξη μιας ιδεαλιστικής δικαιϊκής αντίληψης. Πολύ περισσότερο σημαίνει ορθή αξιοποίηση της θεωρίας των ιδεών προς όφελος της νομικής επιστήμης, που βασιζόμενη σε μια μη ιδεαλιστική θεωρία των νομικών εννοιών, μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μια ρεαλιστική νομική θεωρία.
2. Η πατρότητα της αντίληψης για την υπόσταση ενός ξεχωριστού δεοντολογικού κόσμου - προτύπου, “αιώνιου και αμετάβλητου”, του κόσμου των ιδεών, ανήκει στον ιδρυτή του ιδεαλισμού, τον Αριστοκλή τον φιλόσοφο με το πλατύ μέτωπο, τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων μίλησε στην Πολιτεία για τον τόπο, όπου υπάρχουν οι ιδέες, τα νοούμενα και τον τόπο, όπου υπάρχουν τα ορώμενα. Ο φιλόσοφος αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους τον αισθητό ο οποίος είναι μεταβλητός και βρίσκεται σε διαρκή ροή κατά τον Ηράκλειτο και τον νοητό κόσμο, ο οποίος είναι αναλλοίωτος δηλαδή τον επουράνιο κόσμο, στον οποίο βρίσκονται οι ιδέες. Μεταξύ των δύο κόσμων υπάρχει επομένως σαφής ιεραρχία. Προηγείται ο κόσμος των ιδεών και έπεται ο πραγματικός.
Σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία οι ιδέες είναι αρχέτυπα αιώνια και αναλλοίωτα πρότυπα των αισθητών υλικών πραγμάτων, υπερβατικές οντότητες, που δεν γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις παρά μόνο με τη λογική. Τα αισθητά αντικείμενα αποτελούν τα είδωλα των Ιδεών. Οι ιδέες κατά τον Πλάτωνα δεν υπάρχουν στον επίγειο κόσμο, αλλά σε έναν επουράνιο κόσμο των Ιδεών. Οι πλατωνικές ιδέες δεν είναι επομένως “απλές έννοιες” αλλά υπαρκτές οντότητες. Κατά την πλατωνική θεωρία οι ιδέες αποτελούν αυθύπαρκτες οντότητες, ανεξάρτητες από την πραγματικότητα. Η επιχειρηματολογία η οποία προσπαθεί να πείσει για την αυθυπαρξία των ιδεών έχει την ιδιαιτερότητα ότι βασίζεται στην ματαιότητα της αντίθετης εκδοχής. Σύμφωνα με το πλατωνικό σκεπτικό δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η έρευνα για τον εντοπισμό και τον ορισμό οποιουδήποτε γενικού προτύπου, εάν αυτό δεν υπάρχει. Τι σημασία έχει πχ ο ορισμός της δικαιοσύνης και ποιο το όφελος να προσπαθούμε να την προσδιορίσουμε αν είναι μονον φανταστική; Πρέπει επομένως κατά τον Πλάτωνα να γίνει δεκτό, ότι έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η αρετή, η ομορφιά δεν υπάρχουν μόνο στον νού μας, δεν είναι απλά και μόνον έννοιες. Πολύ περισσότερο έχουν υπόσταση είναι οντότητες, που αποτελούν ένα ιδιαίτερο “είδος” { ή ἰδέα) αυτών και άλλων εννοιών.
Οι πλατωνικές ιδέες είναι στην πραγματικότητα γενικές έννοιες όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης. Η “οντολογική αναβάθμισή” τους από την πλατωνική θεωρία οφείλεται στην τοποθέτησή τους στον “επουράνιο κόσμο των ιδεών” και στην απόδοση σε αυτές “ζωής”, στην αναγωγή τους δηλαδή σε υπάρχουσες οντότητες αιώνιες και αμετάβλητες. O Αριστοτέλης ως μαθητής του Πλάτωνα διδάχθηκε την θεωρία των ιδεών, εντούτοις όχι μόνον δεν την υποστηρίζει, αλλά προχωρεί σε αυστηρή κριτική της πλατωνικής αυτής θεωρίας κυρίως στο έργο του ”Μετά τα Φυσικά” (βιβλίο Α, κεφ. 9). Ο Αριστοτέλης επισημαίνει, ότι οι Ιδέες δεν προκαλούν οποιαδήποτε κίνηση ή μεταβολή στα αισθητά όντα, δεν έχουν καμία σχέση με τον φυσικό κόσμο και τις μεταβολές του. Η αληθινή αιτία που κάνει τη φύση να λειτουργεί δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις Ιδέες. Συνεπώς οι πλατωνικές Ιδέες δεν είναι χρησιμεύουν για την εξήγηση του κόσμου και τους δόθηκε πολύ μεγάλη σημασία χωρίς να το αξίζουν. Η βασική λοιπόν αντίρρηση του Αριστοτέλη είναι, ότι οι Ιδέες δεν είναι αυτόνομα όντα και δεν μπορούν να εξηγήσουν τον φυσικό κόσμο και τις μεταβολές του. Εάν δεχτούμε, όπως υποστηρίζει ο Πλάτων, ότι σε κάθε υπαρκτό αισθητό ον αντιστοιχεί μια ξεχωριστή Ιδέα, τότε, όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, «διπλασιάζουμε» τα όντα του αισθητού κόσμου χωρίς αυτό να χρησιμεύει σε τίποτα.
Αλλ´ επίσης κανένας από τους διαδόχους του Πλάτωνα δεν υπερασπίστηκε τη θεωρία των Ιδεών έτσι όπως παρουσιάζεται στους πλατωνικούς διαλόγους και ο καθένας έδωσε διαφορετικές ερμηνείες. Ακολουθώντας την κριτική της θεωρίας των ιδεών από τον Αριστοτέλη, την σκέψη του Επίκουρου και πολλών άλλων αλλά και τους εμπειρικούς κανόνες, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ένας κόσμος ιδεών παράλληλα προς τον υπαρκτό κόσμο. Ο πλατωνικός κόσμος είναι ένας κόσμος φανταστικός ένας κόσμος που σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει.
3. Η βασική διαφοροποίηση από την θεωρία των Ιδεών ανάγεται στην παραδοχή των ουσιαστικών πηγών του δικαίου. Μια συνετής ιδεαλιστική αντίληψη θα έπρεπε να δεχθεί, ότι το δίκαιο είναι προϊόν της ιδέας της δικαιοσύνης. Όμως το δίκιο δεν είναι προϊόν της ιδέας αλλά της ζωντανής πραγματικότητας. Φύση και εξουσία είναι οι δημιουργοί, οι φυσικές πηγές του δικαίου και του νομικού κόσμου.
Νομικός κόσμος είναι ο κόσμος των νομικών ιδεών / εννοιών, ο κόσμος των νομικών κανόνων και νομικών οντοτήτων. Η ιδέα του νομικού κόσμου ως κόσμου των νομικών ιδεών προέκυψε από την σύγκριση και την διαπίστωση της “φυσικής συγγένειας”, που τον συνδέει με τον πλατωνικό κόσμο των ιδεών. Είναι δηλαδή ο “νομικός κόσμος” ως κόσμος των νομικών ιδεών, προϊόν φιλοσοφικής και νομικής, συνεργασίας, από την οποία πάντοτε έχει να ωφεληθεί κυρίως η δεύτερη από την πρώτη. Γιατί νομική σκέψη χωρίς φιλοσοφική θεμελίωση είναι φτωχή και μετέωρη. Ο νομικός χώρος αποτελεί πράγματι μια “άλλη περιοχή”, στην οποία αντικατοπτρίζεται δεοντολογικά ο πραγματικός κόσμος. Ο νομικός κόσμος συνδέεται στενά με τον πραγματικό αλλά διαφέρει από αυτόν και συνοδεύει κάθε σχεδόν πτυχή της ζωής μας. Ο νομοθέτης δεσμευόμενος από τις γενικές ρυθμιστικές αρχές που ενυπάρχουν στην φύση του πράγματος θέτει κανόνες δικαίου οργανώνει και ρυθμίζει την συνολική κοινωνική συμβίωση. Με τον τρόπο αυτό οικοδομεί έναν νομικό κόσμο παράλληλο προς τον πραγματικό. Ο νομοθέτης με την ίδρυση θεσμών, την αναγνώριση εννόμων σχέσεων, την κατοχύρωση δικαιωμάτων και την επιβολή υποχρεώσεων, τον άμεσο ή έμμεσο ορισμό νομικών εννοιών που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ή και εννοιών διαφορετικών από εκείνες που αντιστοιχούν στα πραγματικά τους είδωλα, με την “δημιουργία” νομικών μορφωμάτων και πλασμάτων δικαίου, κατασκευάζει ένα ιδεατό κόσμο, νομικών ιδεών/εννοιών. Ο νομοθέτης διαθέτει πράγματι ζωοποιό δύναμη όσον αφορά τα μορφώματα του νομικού κόσμου. Δεν είναι απορίας άξιο ότι όλα τα παραπάνω αδυνατούν να εκφραστούν με πληρότητα χωρίς και την ανάλογη λεκτική επένδυση. Ο νομικός χώρος αποτελεί περιοχή στην οποία - όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλες επιστήμες ή και άλλους ειδικούς χώρους - ομιλείται μια “ειδική γλώσσα”, όπου πολλές “κοινές λέξεις¨ προσλαμβάνουν εν πολλοίς διαφορετικό περιεχόμενο, μια περιοχή όπου πραγματοποιείται η δημιουργία ειδικών για τις νομικές ανάγκες τεχνικών όρων (terminus technicus) ειδικής νομικής ορολογίας με προσδιορισμένο ειδικό νόηματικό φορτίο ικανό για την νομική μεταγλώττιση του πραγματικού κόσμου
4. Η φυσική συγγένεια πλατωνικού και νομικού κόσμου αναδεικνύει την χρησιμότητα της θεωρίας των ιδεών για την νομική επιστήμη, που αποδεικνύεται καρποφόρα και χρήσιμη για τη θεμελίωση, την οργάνωση και τον προσανατολισμό της νομικής σκέψης. Από την πρώτη επαφή με τον πλατωνική θεωρία των ιδεών, ο νομικός αντιλαμβάνεται την στενή σχέση, που υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και στο νομικό κόσμο. Παρά τις μεγάλες τους διαφορές, υπάρχουν μεταξύ τους κοινά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά του κόσμου των ιδεών αμέσως φαίνονται πολύ γνώριμα στον νομικό. Αλλά και η σύντομη αναφορά στον νομικό κόσμο και στα χαρακτηριστικά του, παραπέμπει στον πλατωνικό κόσμο των ιδεών. Πολλά από τα χαρακτηριστικά του κόσμου των ιδεών ταιριάζουν στις ιδιαιτερότητες της νομικής επιστήμης, εξυπηρετούν και βοηθούν την νομική σκέψη.
- Όπως ο πλατωνικός έτσι και ο νομικός κόσμος αναφέρονται στον πραγματικό κόσμο χωρίς τον οποίο δεν έχουν κανένα νόημα. Καθένας από αυτούς αναγκαία “συνυπάρχει” παράλληλα προς τον πραγματικό. Νομικός και πραγματικός κόσμος είναι δηλαδή δύο “παράλληλοι κόσμοι”.
- Ο νομικός κόσμος όπως και ο πλατωνικός είναι κόσμος ιδεατός, νοητός. Και ο νομικός και ο πλατωνικός είναι και οι δύο κόσμοι ιδεών, ιδεατοί κόσμοι. Παράλληλα όμως είναι και κόσμοι ιδανικοί, κόσμοι πρότυπα.
- Και οι δύο αποτελούνται από ιδέες, από γενικές έννοιες.
- Ο νομικός κόσμος είναι ο κόσμος της τελειότητας, ο κόσμος των προτύπων, ακριβώς όπως ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών.
5. Το συμπέρασμα ότι ο κόσμος των ιδεών είναι σε τελική ανάλυση ένας φανταστικός κόσμος, δεν εμποδίζει σε καμία περίπτωση την διαπίστωση της ύπαρξης του νομικού κόσμου, του οποίου βασικός δημιουργός είναι ο νομοθέτης. Η πρώτη μεγάλη διαφορά μεταξύ πλατωνικού και νομικού κόσμου αφορά την υπόστασή τους. Ο πρώτος δεν υπάρχει, ενώ ο δεύτερος είναι υπαρκτός, είναι εδώ παρών και αναμφισβήτητος. Μπορεί να μην υπάρχει ο κόσμος των ιδεών, όπως τον φαντάστηκε ο Πλάτων, υπάρχει όμως η έννομη τάξη και ο ιδεατός νομικός κόσμος. Η ύπαρξη του νομικού κόσμου είναι αυταπόδεικτη και αναμφισβήτητη. Έτσι ο νομικός κόσμος διαφέρει και πλεονεκτεί του πλατωνικού κόσμου των ιδεών. Μεταξύ τους υπάρχει κεφαλαιώδης διαφορά.
Ο νομικός κόσμος είναι νοητός αλλά όχι φανταστικός. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υφίσται παράλληλα προς τον πραγματικό κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε.Ο νομικός κόσμος υπάρχει όχι σε κάποιο φανταστικό ή οποιοδήποτε άλλο χώρο, αλλά εδώ στον πρΟ νομικός κόσμος είναι υπαρκτός πχ μέσα από την ορατή δράση των νομικών μορφωμάτων. αγματικό χώρο παράλληλα και ταυτόχρονα προς αυτόν. Η ύπαρξη του νομικού κόσμου διακριτού και διαφορετικού από τον πραγματικό κόσμο είναι αναμφισβήτητη. Η ύπαρξη αυτή εν πολλοίς ταυτίζεται με την νομική ισχύ. Οι κανόνες δικαίου αποκτούν νομική πνοή μέσω της ισχύος και πολλά μορφώματα νομική ζωή με την αναγνώρισή τους από το δίκαιο. Στον νομικό κόσμο εκτυλίσσεται νομική ζωή ταυτόχρονα και παράλληλα προς την πραγματική ζωή αλλ υπάρχει και νομικός θάνατος. Ο νομικός κόσμος υπάρχει επειδή και κατά τον τρόπο που υπάρχει δίκαιο. Η υπόστασή του, η παρουσία του καθίσταται έντονα ορατή κυρίως σε περιπτώσεις παραβατικότητας. Επειδή ακριβώς υφίσται αν τον παραβείς θα υποστείς κυρώσεις. Ο νομικός κόσμος αν και ιδεατός είναι υπαρκτός, δεν είναι “επουράνιος” αλλά βρίσκεται εδώ παράλληλα προς τον πραγματικό, δεν είναι ανεξάρτητος από αυτόν αλλ΄άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτόν.
Ο κόσμος του δικαίου είναι ο κόσμος του δέοντος και ο πραγματικός ο κόσμος του είναι. Πρόσωπα και πράγματα του πραγματικού κόσμου έχουν τα αντίστοιχα νομικά τους είδωλα. Σχεδόν ό,τι υπάρχει στην πραγματικότητα “αντανακλάται” στη νομική σφαίρα. Ο νομικός κόσμος είναι το ρυθμιστικό λειτουργικό σύνολο, που ως τέτοιο δεν υποπίπτει στις αισθήσεις μας αλλά γίνεται αντιληπτό με το νου. Είναι επομένως ένας νοητός κόσμος. Ο νομικός κόσμος αποτελούμενος από ιδέες, πρότυπα, γενικές και αφηρημένες έννοιες δεν γίνεται αντιληπτός διά των αισθήσεων και δεν βρίσκεται στον πραγματικό αλλά στον νοητό πνευματικό κόσμο.
Αν και ως αφηρημένη έννοια ο συνολικος νομικός κόσμος δε γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων, οι επιπτώσεις από την μη συμμόρφωση προς τις επιταγές του είναι ορατές στην καθημερινή πραγματικότητα. Ενώ αυτός ο ίδιος ως σύνολο γενικό και αφηρημένο ανήκει στην πνευματική σφαίρα, οι εκφάνσεις από συγκεκριμένες περιπτώσεις εφαρμογής του είναι ορατές στην πραγματική σφαίρα.
Η νομική επιστήμη βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο κόσμους, τον πραγματικό και τον νομικό, το δίκαιο και τα πράγματα, την πραγματικότητα. Δίκαιο και πραγματικότητα είναι οι δύο πόλοι προς τους οποίους πρέπει ταυτόχρονα να στρέφεται η νομική σκέψη. Φαίνεται έτσι εκ πρώτης όψεως ότι βασίζεται σε μια βάση δυαδιστική, όπως εκείνη του πλατωνικού δυϊσμού. Όμως η αντιμετώπιση των δύο κόσμων του νομικού και του πραγματικού δεν πρέπει να οδηγεί ούτε στον νομικό δυισμό ούτε στον νομικό ιδεαλισμό. Η παράλληλη διαχείριση δικαίου και πραγματικότητας κατά την νομική επεξεργασία δεν είναι βέβαια χωρίς δυσκολίες. Ο νομικός μπορεί πολύ εύκολα να στραφεί προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ο νομικός δεν πρέπει να οδηγηθεί στον δυισμό αλλά στην μονιστική σύνθεση πραγματικού και νομικού στοιχείου. Να μην ατενίζει αποκλειστικά τον νομικό κόσμο και το δηλωμένο περιεχόμενο του κανόνα δικαιου εντασσόμενος έτσι στη θετικιστική σχολή και ακολουθώντας θετικιστική ή και ιδεαλιστική ερμηνεία αγνοώντας την πραγματικότητα. Είναι ο νομικός μονισμός εκείνος που βοηθά στην ορθή αντιμετώπιση των σχέσεων δικαίου και πραγματικότητας. Σύμφωνα με μοωιστική νομική προσέγγιση δίκαιο και πραγματικότητα αφενός μεν διακρίνονται αφετέρου δε είναι αδιαχώριστα καθόσον αποτελούν αποτελούν αναπόσπαστα μέρη ενός ενιαίου συνόλου. Όπως ακριβώς ένα πράγμα και η σκιά του. Ο νομικός κόσμος είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον πραγματικό κόσμο. Οι δύο αυτοί κόσμοι δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλ αποτελούν αναπόσπαστα μέρη μιας ευρύτερης ενότητας. Δέον και είναι, δίκαιο και πραγματικότητα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Είναι δύο υποσύνολα ενός ευρύτερου συνόλου. Ο νομικός κόσμος δεν γίνεται κατανοητός χωρίς την θεώρηση του πραγματικού κόσμου. Δεν είναι αποκλειστικά εγκεφαλικό δημιούργημα αλλά δημιουργήθηκε ενόψει συγκεκριμένης πραγματικότητας.
6. Βασιζόμενος στη θεμελιώδη θέση της σωκρατικής σκέψης για τους ορισμούς των εννοιών, ο Πλάτων προχώρησε πολύ πιο πέρα κατασκευάζοντας την θεωρία των ιδεών. Η πίστη σε Ιδέες που υπάρχουν σε ένα ξεχωριστό κόσμο συνιστά αυτό που είναι γνωστό ως η "πλατωνική θεωρία των Ιδεών".
Όπως ο κόσμος των ιδεών αποτελείται από ιδέες έτσι και ο κόσμος των νομικών ιδεών αποτελείται από νομικές ιδέες, έννοιες. Είναι δηλαδή ο νομικός χώρος ο χώρος στον οποίο υπάρχουν και λειτουργούν οι νομικές οντότητες, οι νομικές ιδέες, έννοιες. Και στις δύο περιπτώσεις - του πλατωνικού και του νομικού κόσμου- πρόκειται βασικά για γενικές έννοιες. Η έννοια αναφέρεται στην πραγματικότητα, στα πράγματα πού βρίσκονται γύρω μας και οι νομικές έννοιες στα πράγματα του νομικού κόσμου. Οι νομικές έννοιες είναι το “συστατικό στοιχείο” του νομικού κόσμου.
(α) Ο όρος “έννοια” εκφράζει μία ελάχιστη νοηματική ενότητα, μια μονάδα γνώσης.
(β)Η έννοια αυτή καθεαυτήν δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Είναι μία εσωτερική νοηματική ενότητα - εικόνα, που βρίσκεται (μέσα) στον νου μας, εν-νω (έν-νοια). Η συνεννόηση των ανθρώπων συνίσταται στο ότι με τις λέξεις αντιλαμβάνονται ακριβώς ή περίπου τις ίδιες εικόνες, που βλέπουν με τα μάτια του νου.
(γ) Tο πλάτος μιας έννοιας είναι το πλήθος των ομοειδών πραγμάτων που περιλαμβάνει.
(δ) Tο βάθος μιας έννοιας είναι τα ουσιώδη γνωρίσματά της, που είναι κοινά για όλα τα ομοειδή πράγματα στα οποία αναφέρεται.
Κατά τον Θ.Βορέα (Λογική) έννοια είναι καθολική παράσταση, που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή πλειόνων αντικειμένων, με τα οποία εκφράζεται η ουσία αυτών. Βάσει του πλάτους και του βάθους έννοια είναι το σύνολο των κύριων γνωρισμάτων ενός πλήθους ομοειδών αντικειμένων, συγκεκριμένων (πχ άνθρωπος, κτήριο, τρίγωνο, δένδρο) ή αφηρημένων (πχ χρόνος, δικαιοσύνη, ανδρεία), καθώς και η μόνιμη και ορισμένη εικόνα (παράσταση), που σχηματίζεται στο νου μας από αυτά.
Το μεγάλο ζήτημα του ειδικοτερου καθορισμού, του ορισμού δηλαδη των εννοιών τέθηκε πρώτα από τον Σωκράτη και ανήκει μαζί με την διαλεκτική στις πολύτιμες συνεισφορές του στην ανθρώπινη σκέψη και στην φιλοσοφία. Ο Σωκράτης υποστήριζε - σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα- ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση ηθικών προβλημάτων, πχ πώς να ενεργεί κανείς δίκαια, ή αισθητικών θεμάτων, π.χ. εάν ένα πράγμα είναι ωραίο ή άσχημο, παρά μόνο αν έχει προηγουμένως καθοριστεί το νόημα των λέξεων "δικαιοσύνη" και "ομορφιά". Χωρίς αυτόν το (προκαθ) ορισμό δεν γνωρίζουμε ακριβώς το αντικείμενο της συζήτησης επειδή οι συνομιλητές μπορεί να έχουν διαφορετικές παραστάσεις και να προσδίδουν διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο στις ίδιες λέξεις. Ο (προ)καθορισμός, αυτός, ο ορισμός δηλαδή των εννοιών, παρέχει τα κριτήρια με τα οποία είναι δυνατή η αξιολόγηση πράξεων και αντικειμένων. Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται εν μέρει αληθής. Πράγματι η αλήθεια του σωκρατικού ισχυρισμού αφορά μόνον τους ειδικούς επιστημονικούς χώρους, όχι όμως και την γενική, κοινή χρήση των λέξεων. Οι λέξεις στο πλαίσιο συγκεκριμένων επιστημών ή και σε άλλους ειδικούς χώρους αποκτούν ειδικότερο περιεχόμενο, αποκτούν εξειδικευμένη νοηματική φόρτιση, και πολλές φορές μεταβάλλονται σε τεχνικούς νομικους όρους. Πχ η λέξη δίκαιο, δικαιοσύνη χρειάζονται οπωσδήποτε ορισμό στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για την κοινή χρήση των λέξεων στην καθημερινότητα. Η κοινή ή γενική χρήση των λέξεων δεν έχει ανάγκη από οποιοδήποτε (προκαθ)ορισμό. Οι λέξεις ως λεκτικά ενδύματα νομάτων, διαθέτουν σημασιολογικό πυρήνα και σημασιολογική περιφέρεια. Ο “σκληρός” σημασιολογικός πυρήνας των λέξεων παραμένει βασικά αμετάβλητος και γίνεται αντιληπτός από τον μέσο, μη ειδικό άνθρωπο ο οποίος αισθάνεται κα αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο των λέξεων χωρίς να έχει ανάγκη οποιοδήποτε προηγούμενο ορισμό. Στην αντίθετη περίπτωση θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη αν όχι αδύνατη η απλή συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων.
7. Οι ‘΄πλατωνικές ιδέες κατά τον εμπνευστή τους υπάρχουν σε ένα κόσμο ξεχωριστό σε ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο ζούμε. στον κόσμο των ιδεών. Αποτέλεσμα της δημιουργίας του παράλληλου προς τον πραγματικό, νομικού κόσμου είναι ότι ο πολίτης κάθε κράτους, κάθε οργανωμένης κοινωνίας ζει ταυτόχρονα μέσα στους δύο αυτούς παράλληλους κόσμους, αφενός μεν στην πραγματικότητα αφετέρου δε μέσα στο πλαίσιο της συνολικής νομικής ρύθμισης. Η συνύπαρξη των δύο αυτών παράλληλων κόσμων έχει ιδιαίτερη σημασία για την νομική επιστήμη. Η ιδέα του ορθού, του τέλειου, του υποδείγματος, διέπει τόσο τον πλατωνικό κόσμο των ιδεών όσο και τον νομικό κόσμο, ενυπάρχει στην φύση αμφοτέρων, ιδρύοντας μεταξύ τους ακατάλυτο δεσμό, που αυτοδίκαια παραπέμπει από τον ένα στον άλλον. Η έννοια του προτύπου ανήκει σε αυτή την ίδια την φύση του δικαίου, ως ορθού και του κανόνα δικαίου, που υποδεικνύει το “ίσιο” δηλαδή όχι το στραβό, το ορθό και όχι το λάθος.Το νοητό “αλάνθαστο” “αιώνιο” υπόδειγμα του νομικού κόσμου, η “νομική ιδέα” υποδεικνύει και φωτίζει τον πραγματικό κόσμο. Ο νομικός κόσμος είναι, όπως ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών, απαλλαγμένος από τις ατέλειες του πραγματικού κόσμου, αποτελεί ένα πρότυπο προς το οποίο κατ΄επιταγή πρέπει να προσαρμοστεί ο πραγματικός κόσμος. Είναι κόσμος ιδεατός αλλά και ιδεώδης. Είναι ο κατά την κρίση του νομοθέτη “τέλειος κόσμος”, υποδειγματικός, “κόσμος υπόδειγμα”. Ο νομοθέτης λειτουργεί σαν τον ζωγράφο, που ζωγραφίζει το πορτρέτο του πραγματικού κόσμου αφαιρώντας όμως τις κηλίδες τις ρυτίδες, το περιττό βάρος και οποιαδήποτε άλλη ατέλεια επιβαρύνει η αμαυρώνει την εικόνα του. Σε τελική ανάλυση ο νομοθέτης σχεδιάζει ένα υποδειγματικό αντίγραφο του πραγματικού κόσμου. Οι επιμέρους ρυθμιστικές παρεμβάσεις του προστιθέμενες, στοιχειοθετούν ένα υποδειγματικό σύνολο. Μια υποδειγματική εικόνα της πραγματικότητας. Αυτό που συνήθως λέγεται, ότι το δίκαιο ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση σημαίνει ακριβώς ότι δημιουργεί μερικότερα υποδειγματα τα οποία αθροιζόμενα συνθέτουν έναν υποδειγματικό κόσμο. Πχ το οργανωτικό μέρος του συνταγματικού δικαίου περιγράφει ένα πρότυπο κράτους, όπως λχ οι διατάξεις περί του κοινωνικού κράτους δικαίου ρυθμίζουν συγκεκριμένο πρότυπο κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας Παράλληλα το σύνολο διατάξεων που αναφέρεται στα συνταγματικά δικαιώματα περιγράφουν το πρότυπο ενός πολίτη, όπως λχ με τις συνταγματικές ελευθερίες συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει το συνταγματικό πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου. Το δίκαιο δημιουργεί πρότυπα, υποδείγματα, για τον πραγματικού κόσμο. Ο νομοθέτης με απαγορευτικές και άλλες διατάξεις δημιουργεί πρότυπα συμπεριφοράς, τυποποιημένες μορφές συμπεριφοράς. Ο νομικός κόσμος είναι ένας υποδειγματικός κόσμος, ένα πρότυπο, φάρος που φωτίζει τον πραγματικό κόσμο. Αυτές οι πρότυπες εικόνες είναι Ιδεατές, δεν υπάρχουν αυτές καθαυτές στην πραγματικότητα, αλλά στον νου, εν νω, ως έν-νοιες, νοούνται, είναι δηλαδή νοητές, ιδέες αφηρημένες που δεν γίνονται αντιληπτές μέσω των αισθήσεων αλλά μόνο με την λογική, με το νου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου