(Δημοσιεύθηκε στην
ΕΔΔΔ τομ 57 τεύχος 4, σ.841 επ.)
Ανδρέας
Γ. Δημητρόπουλος
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Εισαγωγή
1. Η πρόσφατη συνταγματική επικαιρότητα
έθεσε σοβαρά και πολύ ενδιαφέροντα συνταγματικά ζητήματα. Βιώσαμε ένα μοναδικό
πράγματι φαινόμενο. Για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα πολιτικό κόμμα,
που εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο χαρακτηρίζεται και αντιμετωπίζεται - σύμφωνα
με τις ποινικές διατάξεις – ως εγκληματική οργάνωση και συλλαμβάνονται ο
αρχηγός, ορισμένοι βουλευτές και στελέχη του. Η ενεργοποίηση της ποινικής
διαδικασίας έγινε μετά από φόνο που τέλεσε μέλος του κόμματος και οδήγησε στη
ποινική αξιοποίηση πολλών άλλων προηγούμενων δράσεων και πράξεων βουλευτών ή
άλλων μελών του κόμματος ( καταστροφή πάγκων και επιθέσεις κατά μεταναστών
κλπ). Παράλληλα το ίδιο κόμμα εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί εντός
και εκτός Βουλής. Οι υπόλοιποι βουλευτές του είναι ελεύθεροι και συνεχίζουν τη
πολιτική τους δράση.
2.Στα βασικά ζητήματα που έχουν
προκύψει ανήκουν τρία πολύ ενδιαφέροντα συνταγματικά θέματα που αναλύονται
παρακάτω. Το πρώτο αφορά την απαγόρευση
πολιτικού κόμματος, το δεύτερο τη διαδικασία σύλληψης βουλευτών ενόψει της
βουλευτικής ασυλίας (ακαταδίωκτο) και το τρίτο την διεξαγωγή αναπληρωματικών
εκλογών για τη πλήρωση κενών εδρών. Το όλο ζήτημα έχει πράγματι πολύ μεγάλη
σημασία για αυτή την ίδια την υπόσταση
και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι προφανές, ότι δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο, αλλ’
οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, δεν αναφέρεται μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση που
εμφανίστηκε στη πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση
μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον. Γενικά
η ποινική εμπλοκή της πολιτικής δράσης και εντεύθεν η ποινικοποίηση της
πολιτικής ζωής δεν είναι δύσκολη υπόθεση. Η πολιτική δράση δεν είναι πάντοτε
«ήσυχη». Πολλές φορές κινείται στα όρια της νομιμότητας ή και εκτός αυτής (πχ
έντονες διαμαρτυρίες, παράνομες συγκεντρώσεις, συμπλοκές, αφισοκολλήσεις,
καταστροφές πραγμάτων, ή απειλές, αντίσταση κατά της αρχής κλπ.). Το όλο θέμα
έχει δύο βασικές πλευρές συνταγματική πολιτική και ποινική, είναι διφυές και ως
τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται και όχι μόνο ως ποινικό ζήτημα ούτε μόνο ως
συνταγματικό. Απαραίτητο είναι επίσης να
διευκρινισθεί, ότι κατά το ισχύον Σύνταγμα δεν διώκεται η ιδεολογία αλλά οι
πράξεις. Δεν διώκεται το πολιτικό κόμμα αλλά συγκεκριμένα μέλη του για
παραβατική συμπεριφορά.
Ι. Η απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων
1347.3.
Μετά τη δικτατορία κατέστη πάλι δυνατή η ίδρυση και επαναλειτουργία πολιτικών
κομμάτων[1]. Ενώ στο Σύνταγμα του 1952
ούτε υπήρχε η λέξη «κόμμα», το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα του 1975 αναγνωρίζει
την ύπαρξη και τη σημασία των πολιτικών κομμάτων, όχι μόνον στο άρθρο 29 (Μέρος
Γ΄, Τμήμα Α΄, Σύνταξη της Πολιτείας) αλλά και σε πολλές άλλες διατάξεις του,
από τις οποίες ιδιαίτερη σημασία έχουν οι διατάξεις του άρθρου 37, που
αναφέρονται στην ανάδειξη του Πρωθυπουργού[2].
Όσον αφορά την ίδρυση των κομμάτων απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου.
Όπως ορίζεται στο άρθρ. 29 παρ. 1 του ν. 3023/2002, το πολιτικό κόμμα πριν
αναλάβει δραστηριότητα, καταθέτει ιδρυτική δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου. Τη δήλωση καταθέτει ο Πρόεδρος ή η Διοικούσα Επιτροπή του και σε αυτή
αναφέρεται ότι η οργάνωση και η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία
του δημοκρατικού πολιτεύματος[3]. Στη δήλωση πρέπει να
περιλαμβάνεται ότι οι αρχές του κόμματος είναι αντίθετες προς κάθε ενέργεια που
αποσκοπεί στην κατάληψη της εξουσίας με τη βία ή στην ανατροπή του ελεύθερου
δημοκρατικού πολιτεύματος[4].
1347.4.
Ο συντακτικός νομοθέτης δεν προβλέπει διαδικασία αναγκαστικής διάλυσης των
πολιτικών κομμάτων, η οποία κατά συνέπεια δεν επιτρέπεται[5].
Επίσης στη κοινή νομοθεσία δεν ορίζεται κάτι σχετικό με την απώλεια της
κομματικής ιδιότητας ή τη διάλυση. Κατά την ισχύουσα ρύθμιση, είναι δυνατή
μόνον η εκούσια διάλυση (αυτοδιάλυση) και όχι η αναγκαστική διάλυση των
πολιτικών κομμάτων. Και η επιλογή αυτή του συντακτικού νομοθέτη είναι
συνειδητή, προκειμένου να υπερασπίσει τη Δημοκρατία. Αντίθετες απόψεις που και
πρόσφατα διατυπώθηκαν και υποστηρίζουν, ότι θα ήταν δυνατή η νομοθετική
αντιμετώπιση της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων, όχι μόνο δεν έχουν
συνταγματικό έρεισμα αλλά περιέχουν και διακινδύνευση αυτής της ίδιας της
δημοκρατικής λειτουργίας πολιτεύματος. Είναι προφανές, ότι μια τέτοια
διαδικασία θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιηθεί στο πεδίο των πολιτικών
αντιπαραθέσεων, προκειμένου να τεθεί «εκτός νόμου» ο πολιτικός αντίπαλος. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνουν παλαιότερες αλλά
και πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις. Σε κάθε
όμως περίπτωση το μέτρο της απαγόρευσης και αναγκαστικής διάλυσης πολιτικού
κόμματος δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, εφόσον τα διαλυόμενα πολιτικά
κόμματα μπορούν να εμφανισθούν με συναφή ή άλλο τίτλο μετά τη διάλυση. Αυτό ακριβώς
αποδεικνύει, ότι η ριζική αντιμετώπιση του φαινομένου των «αντισυνταγματικών»
πολιτικών κομμάτων βασικά δεν μπορεί να
είναι παρά πολιτική.
5. Ενόψει της επιβαλλόμενης
συνταγματικά αδυναμίας νομοθετικής απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων το
ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορούν να εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις ώστε
βασικά να καταλήγουν στο ίδιο πρακτικά αποτέλεσμα δηλαδή στην αναγκαστική
απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων. Αν
δηλαδή μπορεί η ποινική νομοθεσία για την εγκληματική οργάνωση να
υποκαταστήσει την αναγκαστική διάλυση
και απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων και επομένως να οδηγεί σε καταστρατήγηση
του Συντάγματος. Η απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων εφόσον επιτρέπεται από το
Σύνταγμα, πρέπει να γίνει με ειδική νομοθεσία. Δεν μπορεί επομένως να
υποκατασταθεί από ποινικές διατάξεις που μπορούν να εφαρμοστούν μόνον εναντίον
συγκεκριμένων μελών πολιτικού κόμματος με παραβατική συπεριφορά.
ΙΙ. «Διαρκές
αυτόφωρο» και βουλευτική ασυλία
1. Οι βουλευτικές ασυλίες
6. Το Σύνταγμα θεσπίζει τις
βουλευτικές ασυλίες και ορίζει, ότι βουλευτής δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί
χωρίς άδεια της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα (Σ
άρθρ.62). 1347.6. Βουλευτικές ασυλίες
είναι οι υπέρ της ελευθερίας των βουλευτών προνομιακές συνταγματικές ρυθμίσεις,
που αποσκοπούν στην απρόσκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος. Οι τρείς βουλευτικές
ασυλίες (immunites parlementaires) αποτελούν
συνταγματικές εγγυήσεις μερικότερων πλευρών της βουλευτικής ελευθερίας. Οι
συνταγματικές αυτές ρυθμίσεις είναι η ειδική προστασία της γνώμης και ψήφου
(ανεύθυνο), η ειδική προστασία της προσωπικής ελευθερίας (ακαταδίωκτο) και το
δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας. Με την πρώτη, ευρύτερη σε περιεχόμενο βουλευτική
ασυλία, προστατεύεται και ενισχύεται η ελευθερία γνώμης και ψήφου των βουλευτών
και με τη δεύτερη, η προσωπική τους ελευθερία. Η πρόσθετη αυτή συνταγματική προστασία
αποτελεί οπωσδήποτε προνομιακή συνταγματική μεταχείριση, η οποία όμως αποβλέπει
στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης και όσο το δυνατό καλλίτερης λειτουργίας του
Κοινοβουλίου και του πολιτεύματος.
2. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών
1347.7. Στο παρόν ενδιαφέρει κυρίως η
προστασία της προσωπικής ελευθερίας των βουλευτών (ακαταδίωκτο άρθρ. 62
Σ). Η
προστασία της ελευθερίας κίνησης των βουλευτών συνίσταται στην κατά τη διάρκεια
της βουλευτικής περιόδου απαγόρευση δίωξης ή οιουδήποτε περιορισμού για
οποιοδήποτε αδίκημα, χωρίς άδεια της Βουλής. Πρόκειται για το λεγόμενο
«ακαταδίωκτο» των βουλευτών (l’ inviolabilité parlementaire). Όπως ορίζει το άρθρ. 62 παρ. 1 εδ. α΄, «όσο διαρκεί
η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε
φυλακίζεται, ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος». Ratio της διάταξης είναι
η προστασία της προσωπικής ελευθερίας από διώξεις που θα αποσκοπούσαν στην
πολιτική του εξουδετέρωση. Με την ασυλία αυτή διασφαλίζεται η δυνατότητα άσκησης
των βουλευτικών καθηκόντων. Πρόκειται για προστασία στρεφόμενη κατά της
κρατικής εξουσίας, από την οποία επιδιώκει να διαφυλάξει τον βουλευτή ο
συντακτικός νομοθέτης. Το ακαταδίωκτο καθιερώνει κάποιας μορφής ασυμβίβαστο
μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και του φυσικού περιορισμού του φορέα της.
Κατά τον χρόνο που διαρκεί η βουλευτική ιδιότητα, δεν είναι δυνατός ο φυσικός
περιορισμός (δίωξη, σύλληψη, φυλάκιση κ.λπ.) του φορέα της. Το αντικείμενο της
παρεχόμενης με το ακαταδίωκτο προστασίας προσδιορίζει ο συντακτικός νομοθέτης
με τέσσερις μερικότερες αναφορές. Ο βουλευτής: (α) δεν διώκεται, (β) δεν
συλλαμβάνεται, (γ) δεν φυλακίζεται, (δ) δεν περιορίζεται με άλλο τρόπο. Όλες
αυτές οι αναφορές ανάγονται στην προστασία της ελεύθερης κίνησης του βουλευτή,
στην προστασία της προσωπικής του ελευθερίας. Πρόκειται για ειδική συνταγματική
προστασία της προσωπικής ελευθερίας με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή ως
ελευθερίας κίνησης των βουλευτών στον ευρύτερο φυσικό χώρο. Ενώ το προηγούμενο
άρθρο 61 Σ προστατεύει την πνευματική ελευθερία, η προστασία του άρθρου 62 Σ
έχει «υλική» κατεύθυνση και περιεχόμενο, δεν αναφέρεται στη γνώμη ή ψήφο αλλά
στις υλικές ενέργειες του βουλευτή. Με τις δύο αυτές διαστάσεις, πνευματική και
υλική, ο συντακτικός νομοθέτης ολοκληρώνει τη συνταγματική προστασία των
βουλευτών. Ο όρος «δίωξη» έχει ευρύτερη έννοια, δεν σημαίνει μόνο την άσκηση
ποινικής δίωξης αλλ’ εννοείται οποιοσδήποτε περιορισμός της προσωπικής
ελευθερίας του βουλευτή. Επίσης, οι όροι, «σύλληψη» και «φυλάκιση», δεν χρησιμοποιούνται
με τη στενή νομική τεχνική έννοια αλλά με ευρύτερο περιεχόμενο. Ο βουλευτής
προστατεύεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, όμως δίωξη, σύλληψη, φυλάκιση ή
σχετικός περιορισμός δεν επιτρέπεται με οποιοδήποτε όνομα και στο πλαίσιο
οποιασδήποτε διαδικασίας, π.χ. διοικητικής. Ως περιορισμός κατά την έννοια του
άρθρ. 62 νοείται κυρίως ο περιορισμός της ελεύθερης κίνησης του βουλευτή.
1347.8.Όπως προκύπτει και
από την ονομασία της ασυλίας αυτής, το «ακαταδίωκτο» εμποδίζει τη δίωξη. O συντακτικός
νομοθέτης δεν αίρει την ευθύνη, όπως συμβαίνει με την προστασία της γνώμης ή
ψήφου, αλλά απαγορεύει τη δίωξη και τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του
βουλευτή. Η ευθύνη του βουλευτή για τις πράξεις του διατηρείται. Η προστασία
συνίσταται στη ρητή συνταγματική απαγόρευση δίωξης ή περιορισμού οποιασδήποτε
μορφής. Η διάταξη δεν απαγορεύει τη διενέργεια ανάκρισης χωρίς την άδεια της
Βουλής για βεβαίωση του εγκλήματος, που διέπραξε ο βουλευτής, εφόσον όμως δεν
θίγεται με οιονδήποτε τρόπο το πρόσωπο αυτού. Αυτό ορίζει το άρθρο 54 του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ως ανακριτικές πράξεις, οι οποίες θίγουν το πρόσωπο
του βουλευτή, θεωρούνται η απαγγελία κατηγορίας, η έκδοση εντάλματος σύλληψης ή
βίαιης προσαγωγής. Είναι πάντως δυνατή οποτεδήποτε η άσκηση αγωγής κατά
βουλευτή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Η αστική ευθύνη των βουλευτών για
παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους διατηρείται ακέραιη και δεν καλύπτεται από
το ακαταδίωκτο.
1347.9. Η απαγόρευση δίωξης
τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η Βουλή δεν θα παράσχει τη σχετική άδεια. Μετά την
τέλεση του αδικήματος δεν είναι δυνατή η άμεση δίωξη ή σύλληψη του βουλευτή. Ο
αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει με αίτησή του στον Πρόεδρο της Βουλής να ζητήσει
την άδεια του Σώματος. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν
αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες, αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη
διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη αυτή προθεσμία αναστέλλεται
κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα
κακουργήματα. Ο Κανονισμός της Βουλής
ρυθμίζει λεπτομερώς στο άρθρο 83 τη διαδικασία άρσης της βουλευτικής ασυλίας
των άρθρων 61 παρ. 2 και 62 παρ. 1 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι
οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής που υποβάλλονται στη Βουλή για τη χορήγηση
της άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά βουλευτή[6] καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο με τη σειρά της υποβολής τους. Οι
αιτήσεις αυτές ανακοινώνονται στη Βουλή αμέσως μετά την υποβολή τους και
παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην επιτροπή δημόσιας διοίκησης, δημόσιας τάξης
και δικαιοσύνης, η οποία είναι αρμόδια να γνωμοδοτήσει (άρθρ. 32 παρ. 4 ΚΒ). Η
επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις και υποβάλλει τη γνωμοδότησή της για τη χορήγηση
ή μη της άδειας, μέσα στην προθεσμία που τάσσει σ’ αυτήν το παραπεμπτικό έγγραφο
του Προέδρου της Βουλής. Ο κανονισμός καθιερώνει δικαίωμα ακρόασης του
βουλευτή. Η επιτροπή οφείλει να ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, αν ο ίδιος
δηλώσει στον Πρόεδρο της επιτροπής ότι επιθυμεί να παραστεί κατά την εξέταση
της αίτησης που τον αφορά. Προκειμένου να βοηθηθεί στον σχηματισμό της γνώμης
της, η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Κυβέρνηση την παράδοση των εγγράφων
που θεωρεί αναγκαία. Η Κυβέρνηση οφείλει να παραδώσει τα σχετικά έγγραφα, αλλά
μπορεί πάντως να αρνηθεί μόνο για λόγους εθνικής άμυνας ή ασφάλειας[7]. Οι αιτήσεις δίωξης εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της ολομέλειας της
Βουλής μετά την υποβολή της γνωμοδότησης της αρμόδιας επιτροπής. Η συζήτηση στη
Βουλή αρχίζει με τις ομιλίες των εισηγητών και διεξάγεται πάνω στη γνωμοδότηση
της επιτροπής. Η ψηφοφορία για τη χορήγηση ή μη των αδειών δίωξης βουλευτών
είναι μυστική. Νέα αίτηση για δίωξη που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά γεγονότα
είναι απαράδεκτη.
3. Διαρκές έγκλημα και αυτόφωρο
10. Κατά το άρθρ. 62 Σ : «Δεν
απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακoυργήματα». Οι συλληφθέντες βουλευτές, κατηγορούνται –
μεταξύ άλλων - για σύσταση,
συμμετοχή και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρ. 187 ΠΚ)[8]. Αυτό αποτελεί διαρκές έγκλημα,
το οποίο είναι πάντοτε αυτόφωρο και επομένως είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν
συλλήψεις δραστών επομένως και βουλευτών ανά πάσα στιγμή. Η διάπλαση από τον
κοινό νομοθέτη ενός εγκλήματος ως διαρκούς οδηγεί στην αναίρεση της
συνταγματικής προστασίας των βουλευτών, που περιέχεται στις βουλευτικές
ασυλίες.
11. Yπό συνταγματική έννοια
αυτόφωρο – όσον αφορά τη χρονική του διάσταση - είναι «μικρό χρονικό διάστημα». Με τη
σημερινή ρύθμιση η ανώτατη διάρκεια του
αυτοφώρου μπορεί να φθάσει τις 47 ώρες και 59 λεπτά. Αυτόφωρα εγκλήματα
υπό συνταγματική έννοια μπορεί να είναι
μόνο τα «στιγμιαία» ή έστω και εκείνα που διαρκούν πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα όχι όμως και εκείνα, που διαρκούν περισσότερο χρόνο. Η έννοια του
διαρκούς εγκλήματος παρατείνει επ αόριστον το χρόνο του «πράττεσθαι». Αυτή
η προέκταση του χρόνου τέλεσης του
εγκλήματος δημιουργεί την αντιφατική και πάντως συνταγματικά προβληματική
έννοια του «διαρκούς αυτοφώρου». Όμως «διαρκές αυτόφωρο» κατά κυριολεξία δεν
υπάρχει. Από συνταγματική άποψη το έγκλημα είναι ή διαρκές ή αυτόφωρο. Η έννοια του διαρκούς εγκλήματος ανατρέπει
την έννοια του αυτοφώρου και τη βασιζόμενη σε αυτή συνταγματική προστασία των
πολιτών (άρθρ. 6 παρ.1 Σ) και των βουλευτών
(άρθρ.62 Σ ) και ακυρώνει τις σχετικές
συνταγματικές εγγυήσεις, εφόσον η σύλληψη είναι οποτεδήποτε δυνατή.
12. Το θέμα το αντιμετωπίζεται σε
αυτή την έκταση πρώτη φορά. Είναι όμως απαραίτητο να ρυθμιστεί για το μέλλον,
καθόσο πράγματι περιέχει κινδύνους και ιδιαίτερα σε περιόδους, στις οποίες η
πολιτική ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη υπάρχουν περιθώρια μη ορθής
χρησιμοποίησης της διαδικασίας. Κυρίως σε περιπτώσεις που δεν πρόκειται για
κατά κυριολεξία αυτόφωρα αδικήματα αλλά το αυτόφωρο προκύπτει από τον διαρκή
χαρακτήρα του εγκλήματος είναι απαραίτητη η μεσολάβηση της Βουλής, ώστε να
αποφασίζει για τη χορήγηση της σχετικής άδειας και να παρέχει έτσι την απαιτούμενη δημοκρατική
νομιμοποίηση σε όλες τις περιπτώσεις σύλληψης
βουλευτών. Η οδός αυτή - η οποία ορθά ακολουθήθηκε στη συνέχεια και στη παρούσα υπόθεση – επιβάλλεται και
διότι στις περιπτώσεις διαρκούς εγκλήματος υπάρχει άφθονος χρόνος για την
εφαρμογή της τακτικής διαδικασίας και την τήρηση των προβλεπομένων προϋποθέσεων, λείπει επομένως η ratio της διαδικαστικής εξαίρεσης του αυτοφώρου. De constitutione ferenda θα μπορούσε
να προστεθεί διάταξη στο άρθρο 62 κατά
την οποία « Σε περιπτώσεις διαρκούς
εγκλήματος απαιτείται συναίνεση της Βουλής μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύλληψη».
ΙΙΙ.
Αναπληρωματικές εκλογές
13. Οι βουλευτές χάνουν τη
βουλευτική τους ιδιότητα μόνο μετά από
αμετάκλητη απόφαση της Δικαιοσύνης για στέρηση των πολιτικών τους
δικαιωμάτων ή εφόσον παραιτηθούν[9]. Τη θέση των παραιτηθέντων
βουλευτών καταλαμβάνουν οι επιλαχόντες υποψήφιοι του ιδίου ψηφοδελτίου. Εάν
αρνηθούν και δηλώσουν ΟΛΟΙ ότι δεν
επιθυμούν τη βουλευτική ιδιότητα., τότε κενώνεται η έδρα και τίθεται θέμα
αναπληρωματικής εκλογής.
14. Αναπληρωματική είναι η εκλογή, που διεξάγεται , εφόσον βουλευτική έδρα κενωθεί εξαιτίας παραίτησης, θανάτου, ή
άλλης αιτίας. Σχετικά με την
αναπληρωματική εκλογή το άρθ. 53 παρ.2 Σ
ορίζει ότι, "βουλευτική έδρα
που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της
περιόδου, δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή , όταν απαιτείται κατά το
νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των
βουλευτών". Παρόμοια διάταξη υπάρχει σε όλα τα από το 1911
ελληνικά Συντάγματα. Όπως συνάγεται από την παραπάνω διάταξη ο
συντακτικός νομοθέτης δεν δεσμεύει, αλλά αφήνει στην διακριτική ευχέρεια του
κοινού νομοθέτη την όλη ρύθμιση των
αναπληρωματικών εκλογών. Συγκεκριμένη συνταγματική δέσμευση αναφέρεται
στην απαγόρευση διεξαγωγής αναπληρωματικής
εκλογής, κατά το τελευταίο έτος της βουλευτικής περιόδου, εφόσον είναι λίγες οι
έδρες που έχουν κενωθεί. Σύμφωνα με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία (άρθ.104 )
η διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής είναι δυνατή μόνο όταν δεν υπάρχει επιλαχών
υποψήφιος του ίδιου κομματικού συνδυασμού στην ίδια εκλογική περιφέρεια για να
καταλάβει την κενωθείσα βουλευτική έδρα. Είναι
όμως δυνατή η ψήφιση νόμου, ο οποίος θα περιέχει άλλη – βασισμένη σε
αντικειμενικά κριτήρια - ρύθμιση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν μεθοδεύσεις,
που αποσκοπούν στη δημιουργία πολιτικής αναταραχής με τη πρόκληση αλλεπάλληλων
αναπληρωματικών εκλογών. Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να είναι (α) ο αριθμός των κενών εδρών (β) καθορισμός συγκεκριμένου χρόνου διεξαγωγής
των αναπληρωματικών εκλογών, (γ) συνδυασμός των κριτηρίων , πχ ρύθμιση κατά την
οποία: «αναπληρωματικές εκλογές στις
εκλογικές περιφέρειες των κενών εδρών
διεξάγονται άπαξ του έτους τον μήνα Φεβρουάριο και διενεργούνται πάλι μέσα στο
ίδιο έτος μόνον αν οι κενές έδρες υπερβαίνουν τις είκοσι (20)». Αυτονόητο είναι ότι δεν μπορεί σε καμία
περίπτωση ο κοινός νομοθέτης να καταργήσει τις αναπληρωματικές εκλογές καθόσο η
ρύθμιση αυτή θα αντέκειτο σε πολλές και βασικές συνταγματικές διατάξεις.
15. Σύμφωνα με τη παραπάνω
συνταγματική διάταξη του άρθρ. 53 παρ.2 είναι δυνατή η νομοθετική ρύθμιση και
των κενών εδρών των βουλευτών επικρατείας
(πχ την έδρα καταλαμβάνουν κατά σειρά οι υποψήφιοι με τους περισσότερους
σταυρούς προτίμησης. Σε
περιπτώσεις μη πλήρωσης η έδρα παραμένει κενή).
[1]
ΝΔ 59 της 23/23.9.1974, «Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών
κομμάτων», ΦΕΚ Α΄ 259. Κατά το άρθρ. 1 παρ. 1: «Από της ενάρξεως της ισχύος του
παρόντος νομοθετικού διατάγματος επιτρέπεται ελευθέρως η σύστασις πολιτικών
κομμάτων ως και η επαναλειτουργία τοιούτων διαλυθέντων κατά το παρελθόν καθ΄
οιονδήποτε τρόπον ή των οποίων η λειτουργία και δράσις διεκόπη ή ανεστάλη». Με
το άρθρο 3 καταργήθηκε το νδ 800/1971 «περί πολιτικών κομμάτων» και ο α.ν.
509/1948 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους κ.λπ.», όπως είχε συμπληρωθεί με το
άρθρ. 6 του νδ 4234/1962 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων την ασφάλειαν της
χώρας».
[2]
Τα πολιτικά κόμματα ρυθμίζονται επίσης από τον Κανονισμό της Βουλής και
από την κοινή νομοθεσία. Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα πολιτικά
κόμματα αποτελεί το δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, που είναι κλάδος του
πολιτικού δικαίου. Το δίκαιο των πολιτικών κομμάτων διακρίνεται σε συνταγματικό
και κοινό δίκαιο. Η διαμόρφωση του δικαίου των πολιτικών κομμάτων έχει ήδη
προχωρήσει, αλλ’ απέχει αρκετά από την ολοκλήρωσή του. Θέματα αναφερόμενα στα
πολιτικά κόμματα ρύθμισε ο πρόσφατος νόμος 3023/2002. Η ελληνική νομοθετική
ρύθμιση των πολιτικών κομμάτων είναι ανεπαρκής. Πρόκειται για ένα ατελές μικτό σύστημα.
[3]
Άρθρ. 1 παρ. 2 νδ 59 της 23/23.9.1974: «Τα πολιτικά κόμματα, υφιστάμενα
ή εφεξής ιδρυόμενα, υποχρεούνται όπως προ της αναλήψεως οιασδήποτε
δραστηριότητος καταθέσουν εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωσιν του Αρχηγού
ή της Διοικούσης Επιτροπής αυτών περιλαμβάνουσαν ότι αι αρχαί του κόμματος
αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις τη βία κατάληψιν της
εξουσίας ή την ανατροπήν του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος».
[4] Αλλά και κατά την προηγούμενη
νομοθετική ρύθμιση, τα πολιτικά κόμματα όφειλαν πριν από την ανάληψη
οποιασδήποτε δραστηριότητας να καταθέσουν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
δήλωση του Αρχηγού ή της Διοικούσας Επιτροπής.
Άρθρ. 1 παρ. 3 νδ 59 της 23/23.9.1974: «Από της καταθέσεως της κατά την
προηγουμένην παράγραφον δηλώσεως, ουδείς περιορισμός υφίσταται ως προς τη
λειτουργίαν και τη δράσιν των πολιτικών κομμάτων, εντός του πλαισίου του
πολιτεύματος πλην των απορρεόντων εκ των εκάστοτε γενικώς ισχυουσών
συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων».
Επίσης, κατά την εκλογική νομοθεσία, ο συνδυασμός καταρτίζεται με
δήλωση, που γίνεται, αν πρόκειται για συνδυασμό ενός μόνο κόμματος, από το
αρμόδιο κατά το καταστατικό όργανο του κόμματος και αν δεν υπάρχει τέτοιο
όργανο ή δεν ορίζεται, από τον αρχηγό του κόμματος ή από εκείνον που διορίστηκε
αντιπρόσωπος του κόμματος.
[5]
Βλ. Ράικο, Συνταγματικό Δίκαιο τ. Α τευχ. α΄ 1989, σ. 271.
[6] Σύμφωνα με τα
άρθρα 61 παρ. 2 και 62 παρ. 1 του Συντάγματος.
[7] Κατά τον
άρθρ. 83 παρ. 6 εδ. β΄ ΚΒ, σε κάθε περίπτωση οι αιτήσεις εγγράφονται υποχρεωτικά
στην ημερήσια διάταξη τουλάχιστο δέκα ημέρες πριν από την εκπνοή των προθεσμιών
που προβλέπονται από τα άρθρα 61 παρ. 2 και 62 παρ. 1 του Συντάγματος.
[8]
ΠΚ άρθρ. 187: 1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί
ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή
περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) «που επιδιώκει»*** τη διάπραξη περισσότερων
κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα ,…». «3. Όποιος διευθύνει την οργάνωση
της πρώτης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών».- 187Α : 5.
Όποιος διευθύνει την κατά το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου
τρομοκρατική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Με την
ποινή του προηγούμενου εδαφίου μειωμένη (άρθρο 83) τιμωρείται όποιος διευθύνει την
κατά το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου τρομοκρατική οργάνωση.
– Αναφορικά προς την προσωρινή
κράτηση βλ. Ν. 4055/2012 Άρθρο 31 Τροποποίηση των περί προσωρινής κράτησης διατάξεων 1.
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη
απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα
είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο
εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από
αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί
ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου