Ανδρέας Δημητρόπουλος
Ομ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η πανδημία δικαίωσε την θεωρία την θεσμικής προσαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων, των οποίων οι περιορισμοί δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα παραδοσιακά συνταγματικά κριτήρια.Η πανδημία συνιστά Έκτακτη κατάσταση Υγειονομικής ανάγκης η οποία θέτει το ευρύτερο θεσμικό - συνταγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνται προσαρμοζόμενα τα συνταγματικά δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό τα δικαιώματα υφίστανται θεσμική προσαρμογή, προσαρμόζονται δηλαδή περιορίζονται κατά το μέτρο εκείνο που επιβάλλει η αιτιώδης συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στο συγκεκριμένο δικαίωμα και στο θεσμικό περιβάλλον της πανδημίας. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι δικαιώματα των οποίων η άσκηση διευκολύνει την παραπέρα μετάδοση της νόσου πρέπει να περιορίζονται κατά το αναγκαίο μέτρο, ώστε να εμποδίζεται η μετάδοση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι η ελευθερία άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν εμπεριέχει ελευθερία μετάδοσης της νόσου. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ελευθερία μόλυνσης ούτε με την παθητική ούτε με την ενεργητική έννοια του της λέξης.
Η ένταση της δεν είναι σταθερή, άλλοτε αυξάνεται και άλλοτε μειώνεται. Οι διακυμάνσεις της νόσου προκαλούν και τις ανάλογες διακυμάνσεις στο θεσμικό συνταγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα. Άλλη λοιπόν είναι η ένταση των περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων στην αρχή μιας πανδημίας και άλλοι είναι στην κορύφωση της. Περιορισμοί που στην αρχή της πανδημίας μπορούσαν να είναι αρκετοί για την αντιμετώπιση της νόσου ενδεχομένως να μην επαρκούν με την αύξηση της έντασης και την κορύφωση της. Η αντιμετώπιση της στο στάδιο αυτό εύλογα χρειάζεται εντονότερους περιορισμούς. Εδώ ακριβώς, εν μέσω δηλαδή της κορύφωσης της πανδημίας, ανακύπτει το θέμα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού ως επιτακτικά αναγκαίου κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης μέσου για την προστασία ενός εκάστου ατόμου και του κοινωνικού συνόλου. Όταν λοιπόν παρά τη λήψη διαφόρων μέτρων η πανδημία εξακολουθεί να καλπάζει και να αποτελεί έτσι υπαρκτό άμεσο και μέγιστο κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο, όταν όλα τα άλλα μέτρα δεν έχουν αποδώσει και δεν έχουν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα τότε αποκτά μεγάλη σημασία η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Η συνταγματικότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού βαίνει παράλληλα και ανάλογα προς την κρισιμότητα της κατάστασης της πανδημίας.
Γεννάται το ερώτημα αν μπορούν να γίνονται διαφοροποιήσεις και κυρίως με το ηλικιακό κριτήριο. Η απάντηση στο ερώτημα για την δυνατότητα επιβολής γενική υποχρέωσης εμβολιασμού είναι καταφατική, καθόσον ο κίνδυνος μετάδοσης υπό τις παρούσες συνθήκες κορύφωσης της πανδημίας, στις οποίες ακόμη οι εμβολιασμένοι μπορούν να νοσήσουν και να μεταδώσουν τη νόσο, υπάρχει σε κάθε περίπτωση. Επιφυλάξεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν μόνο για αποδεδειγμένα αναμφισβήτητες περιπτώσεις απομόνωσης χωρίς δυνατότητα παραπέρα μετάδοσης της νόσου. Η γενική υποχρέωση εμβολιασμού δεν έρχεται πάντως σε αντίθεση με την σταδιακή επιβολή του μέτρου βασιζόμενη σε διάφορα κριτήρια όπως είναι η αναγκαιότητα της προστασίας για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ο ριθμός των διαθέσιμων εμβολίων ή εμβολιαστικών κέντρων κλπ.
Τα παραπάνω αφορούν την ουσία της όλης αντιμετώπισης του μέγιστου κινδύνου της πανδημίας. Όμως στις Δημοκρατίες θεματοφύλακας της ουσίας είναι ο τύπος. Η Δημοκρατία και τα συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να διαφυλάσσονται και από κάθε κίνδυνο όχι μόνον παρόντα αλλά και μελλοντικό που αν και δεν υπάρχει την δεδομένη στιγμή μπορεί να εμφανιστεί και να απειλήσει αργότερα, Οι θεσμοί δεν σχεδιάζονται μόνο για το παρόν αλλά για να διαρκούν και να εφαμόζονται και στο μέλλον. Η υγειονομική κατάσταση ανάγκης όπως έχει σήμερα είναι άτυπη. Τόσο η διάρκεια εμφάνισης της όσο και η ένταση των περιορισμών που έχουν επιβληθεί και ενδεχομένως πρόκειται να επιβληθούν αλλά κι οι πιθανότητες επανεμφάνισης της κατάστασης αυτής που δεν φαίνονται λίγες, απαιτούν τη μετατροπή από άτυπη σε τυπική. Αυτό σημαίνει κυρίως ότι ιδιαιτέρως η έναρξη η παράτασης και η λήξη της υγειονομικής κατάστασης ανάγκης, όργανα διαδικασίες περιορισμοί και άλλες προϋποθέσεις πρέπει να ρυθμιστούν λεπτομερώς. Η συμμετοχή του κοινοβουλίου πρέπει να αποκτήσει θεσμικό χαρακτήρα και να μην έχει μόνον τον πυροσβεστικό χαρακτήρα της κύρωσης των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.