του Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών
- Εν αρχή η διάκριση αντικειμενικού και
υποκειμενικού. Αντικειμενικό είναι ό,τι υπάρχει στην πραγματικότητα, ό.τι
υφίσταται αντικειμενικά ανεξάρτητα δηλαδή από την ύπαρξη ή την συνείδηση
του υποκειμένου. Το αντικειμενικό υφίσταται και όταν το υποκείμενο δεν το
αντιλαμβάνεται αλλά και όταν το υποκείμενο δεν υπάρχει. Το
αντικειμενικό στοιχείο βρίσκεται στην φύση ή στην κοινωνία ανεξάρτητα από
την θέληση των υποκειμένων έξω και πέρα από την ανθρώπινη μας
βούληση. Υποκειμενικό είναι ό,τι δημιουργείται στην ατομική ή την
συλλογική συνείδηση.
- Η ανθρώπινη σκέψη
άλλοτε προσανατολίζεται κυρίως, υπαρβολικά ή και αποκλειστικά προς το
αντικειμενικό, υποτιμώντας ή και αγνοώντας το υποκειμενικό και άλλοτε
προς το υποκειμενικό. Η ύπαρξη αντικειμενικού και υποκειμενικού και ο υπέρ του
ενός και εις βάρος του άλλου προσανατολισμός οδήγησε στην δημιουργία δύο
μεγάλων ρευμάτων σκεψης, του αντικειμενισμού και του υποκειμενισμού.
- Αντικειμενικό και
υποκειμενικό αναγκαία συνυπάρχουν. Από την συνύπαρξη αυτή καθορίζεται και η ορθή
- πέραν από κάθε αντικειμενική ή υποκειμενική υπερβολή - αντιμετώπιση των
σχέσεων υποκειμενικού και αντικειμενικού. Το αντικειμενικό προϋπάρχει είναι
ευρύτερο και το υποκειμενικό εντάσσεται σε συγκεκριμένο αντικειμενικό πλαίσιο. Από την συνύπαρξη υποκειμενικού
και αντικειμενικού προκύπτει, ότι η ορθή αντιμετώπιση δεν είναι η παντελής
παραγνώριση του ενός ή του άλλου αλλά η αναγνώριση της μεταξύ τους ορθής
σχέσης. Η αντικειμενική πραγματικότητα είναι αυτή μέσα στην οποία υπάρχει το
κάθε τι. Επομένως το υποκειμενικό υπάρχει πάντοτε στο πλαίσιο
του αντικειμενικού. -
- Αντικειμενισμός είναι η
προσέγγιση, που στρέφεται έξω και πέρα από το υποκείμενο, στον εξωτερικό
αντικειμενικό κόσμο και την περιβάλλουσα αντικειμενική πραγματικότητα.
Υποκειμενισμός είναι η θεώρηση, η οποία βασίζεται στο υποκείμενο και
στρέφεται προς αυτό. Στην αφετηρία της σκέψης ανήκει η
υπόμνηση των δύο αυτών διαφορετικών τρόπων προσέγγισης των πραγμάτων, των
γενικότερων και επιμέρους θεμάτων, του υποκειμενισμού και του αντικειμενισμού.
Πρόκειται στην κυριολεξία για δύο διαφορετικές προσβάσεις στην κατανόηση των
“πραγμάτων” των φαινομένων και των εννοιών. Τόσο οι πηγές, από τις οποίες
αντλούν όσο και οι στόχοι προς τους οποίους στρέφονται οι δύο προσεγγίσεις,
διαφέρουν και κατ΄ επέκταση διαφοροποιούνται και τα συμπεράσματα, στα οποία
καταλήγουν. - Ο υποκειμενισμός όπως και ο αντικειμενισμός είναι θεωρήσεις, που
αφορούν κυρίως την επιστημολογία την ηθική και την πολιτική και
αναφέρονται ιδιαιτέρως σε κρίσεις. Ο υποκειμενισμός αντανακλά κρίσεις
εκπορευόμενες από το υποκείμενο, ενώ ο αντικειμενισμός εκφράζει
κρίσεις αναφερόμενες στο αντικείμενο. Η διάσταση απόψεων υποκειμενισμού και
αντικειμενισμού, εκδηλώνεται περισσότερο ή λιγότερο έντονη σε κάθε γενικότερο ή
μερικότερο ζήτημα. Πολλές φορές δεν διαγράφεται συνειδητά στις προβαλλόμενες
απόψεις, δεν παύει όμως να ενυπάρχει.
2. Υποκειμενισμός (subjectivιsm)
έιναι η τάση προς το υποκειμενικό. Ο όρος υποκειμενισμός δηλώνει την
θεώρηση προς την κατεύθυνση του υποκειμένου, την τάση ενατένισης των πραγμάτων
μέσω του υποκειμένου. Υποκειμενισμός είναι η τάση προσέγγισης, ´έρευνας
και κατανόησης των πράγματων μλεσω του υποκειμένου, υποκειμενικά, η τάση να
ανάγεται κάθε αξιολογική η πραγματική κρίση σε πράξεις ή καταστάσεις της
ατομικής συνείδησης. Ο υποκειμενισμός αποτελεί προσέγγιση, η οποία ανάγει το
παν -τόσο στον οντολογικό όσο και στο γνωσιολογικό πεδίο- στο υποκείμενο, στην
συνείδηση. Τα πάντα ανάγονται στο υποκείμενο και εξαρτώνται από αυτό.
- Από γνωσιολογική
απόψη υποκειμενισμός είναι η προσέγγιση, η οποία επιδιώκει την γνώση
βασιζόμενη στο υποκείμενο και στρεφόμενη προς αυτό.
- Ο
υποκειμενισμός ως δόγμα πρεσβεύει, ότι το δίκαιο, η αλήθεια, η γνώση και
οι ηθικές αρχές δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση και αξία αλλά καθορίζονται από
τις διαθέσεις και τις καταστάσεις του υποκειμένου, του ατόμου. Η αλήθεια
δεν έχει αντικειμενική υπόσταση και αξία αλλά μόνον υποκειμενική. Δεν υπάρχει
επομένως αντικειμενική αλήθεια αλλά μόνον υποκειμενική. Αληθές είναι ό,τι ο
καθένας θεωρεί αληθές. Σύμφωνα με τον υποκειμενισμό οτιδήποτε
θεωρείται μέσα από την ανθρώπινη αντίληψη έχει υποκειμενικό μόνο χαρακτήρα, δεν
πηγάζει από την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλ΄από τον εσωτερικό κόσμο και
τις αντιδράσεις του ατόμου στο εξωτερικό περιβάλλον. Η ατομική κατάσταση
και ευτυχία καθορίζει τις ηθικές αξίες, την διάκριση του καλού και του κακού
και βασίζεται αποκλειστικά στην υποκειμενική αντίληψη του ατόμου. Στην τέχνη ο
υποκειμενισμός θεωρεί, ότι η αισθητική βασίζεται μόνο στην υποκειμενική
αντίληψη και κρίση.
- Ο άκρατος υποκειμενισμός οδηγείται
στην άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και των φυσικών νόμων,
ερχομενος τελικά σε ρήξη με την ´ιδια την πραγματικότητα.
- Απαραίτητη είναι η
διάκριση του υποκειμενισμού από συναφείς έννοιες. Ο υποκειμενισμός δεν πρέπει
να συγχέεται με τον εγωϊσμό ούτε και με την υποκειμενικότητα ή τον
σχετικισμό. (α) Ο εγωισμός εκφράζει μία προσήλωση προς το εγώ και
τοποθετεί το υποκείμενο στο κέντρο του ενδιαφέροντος. (β) Ο σχετικισμός αφορά
κυρίως σε αντικειμενικές διαπιστώσεις που αναφέρονται αυστηρά σε κρίσεις και
πηγάζουν από πολιτισμικές ή άλλες διαφορές. (γ) Από τον υποκειμενισμό
διαφέρει επίσης η υποκειμενικότητα. Υποκειμενικότητα είναι η προσέγγιση των
πραγμάτων από συγκεκριμένο άνθρωπο. Ακόμη ως υποκειμενισμός χαρακτηρίζεται
το να σκέφτεται κανείς και να δρα σύμφωνα με τις ατομικές του ιδέες και
διαθέσεις’΄ να βλέπει και να κρίνει κανείς τα πράγματα μόνον από τη δική
του σκοπιά.-
3. Γενικά ως αντικειμενισμός
(objectivism} μπορεί να χαρακτηριστεί η τάση προς το
αντικειμενικό. Ο όρος αντικειμενισμός δηλώνει την θεώρηση προς την κατεύθυνση
του αντικειμένου, την τάση προς ενατένιση των πραγμάτων μέσω του αντικειμένου.
Αντικειμενισμός είναι η τάση του ατόμου να προσεγγίζει, να ερευνά και να
αντιλαμβάνεται τα πράγματα αντικειμενικά, η τάση να ανάγεται κάθε
αξιολογική ή πραγματική κρίση στην αντικειμενική πραγματικότητα. Ο
αντικειμενισμός αποτελεί τάση η οποία ανάγει το παν τόσο στον οντολογικό όσο
και στο γνωσιολογικό πεδίο στο αντικείμενο, στην αντικειμενική
πραγματικότητα. Αντικειμενισμός είναι η προσέγγιση, η οποία επιδιώκοντας
την γνώση βασίζεται στο αντικείμενο και στρέφεται προς αυτό. Η θεωρία
σύμφωνα με την οποία η αλήθεια έχει αντικειμενική αξία. Τα πάντα ανάγονται στο
αντικείμενο και εξαρτώνται από αυτό. Έτσι και η αλήθεια έχει αντικειμενική
υπόσταση. Αληθές δεν είναι ό,τι ο καθένας θεωρεί ως αληθινό αλλά το
αντικειμενικά αληθινό. Αντικειμενισμός είναι τάση και αντίληψη κατά την οποία η
αλήθεια έχει υποκειμενική μόνο και όχι αντικειμενική αξία. Ο
αντικειμενισμός ως δόγμα πρεσβεύει, ότι η ύπαρξη, η αλήθεια, η γνώση και
οι ηθικές αξίες έχουν αντικειμενική αξία και δεν καθορίζονται από τις διαθέσεις
και τις καταστάσεις του υποκειμένου του ατόμου. - Αντικειμενισμος είναι η
τάση που δίνει την έμφαση προς τα έξω, στο εξωτερικό στοιχείο της γνώσης. Στην
λογοτεχνία αντικειμενισμός θεωρείται η τάση του συγγραφέα να ασχολείται με
πράγματα εκτός του νου και όχι με σκέψεις συναισθήματα κλπ. Αντικειμενισμος
είναι η θεωρία κατά την οποία ο προσανατολισμός της γνώσης πρέπει να έχει
αυστηρή κοινωνικοπολιτική ουδετερότητα. Σύμφωνα με τον αντικειμενισμό
η γνώση πρέπει να απέχει από εκτιμήσεις και κρίσεις κοινωνικού και ιδεολογικού
χαρακτήρα καθώς και από αναλύσεις για τις κοινωνικές αιτίες και την
ιδεολογική αξιολογική σημασία των προβλημάτων. O Γερμανός φιλόσοφος
Ιmmanuel kant και οι οπαδοί του υποστήριξαν, ότι αντικειμενικό είναι, ό,τι
υπάρχει καθεαυτό στο πνεύμα των ανθρώπων.
4.
Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι που ερμήνευαν τον εξωτερικό
κόσμο είναι εκείνοι που συγκρότησαν το πρώτο αντικειμενικό φιλοσοφικό
ρεύμα σκέψης. Την αντικειμενική σκυτάλη έλαβε από αυτούς και προήγαγε ο
σύγχρονος του Σωκράτη, ο Αβδηρίτης φιλόσοφος Δημόκριτος. Ο υιός του
Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης απομακρυνόμενος από τον εξωτερικό προσανατολισμό
της προηγούμενης φιλοσοφικής σκέψης, αλλάζει ριζικά το αντικείμενο, στρέφοντας
την φιλοσοφία προς τον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτό κατηγορήθηκε για
υποκειμενισμό, μάλλον όμως όχι απόλυτα δίκαια διότι υποκειμενισμός και
ανθρωπισμός δεν ταυτίζονται. Ο γερμανός φιλόσοφος Hegel με το έργο του Ιστορία
της Φιλοσοφίας επανένταξε τους σοφιστές στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Σύμφωνα με τον Hegel αυτό που χαρακτηρίζει τους σοφιστές είναι ο
υποκειμενισμός τους. Οι σοφιστές υιοθετούν την αντίθετη θέση,
του υποκειμενισμού, και ο άνθρωπος τώρα γίνεται το μέτρο όλων των πραγμάτων.
Άλλο θεωρούν ότι ο υποκειμενισμός ως φιλοσοφική θεωρία εισήχθη
από τον Έλληνα φιλόσοφο Πρωταγόρα ο οποίος διατύπωσε το αξίωμα ”πάντων χρημάτων
μέτρον άνθρωπος”. Με τον Πρωταγόρα εισάγεται το ρεύμα του σχετικισμού
και του υποκειμενισμού στην φιλοσοφία. Ο Πρωταγόρας πίστευε, ότι η γνώση
δεν προσδιορίζεται αντικειμενικά.
Η άμεση
αντικειμενικότητα των Ιώνων φιλοσόφων και ο υποκειμενισμός των
σοφιστών βρίσκουν την σύνθεσή τους στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. και
παρόμοιες τάσεις διακρίνουμε και σε άλλους Έλληνες φιλόσοφους. Εκπρόσωπος του
λεγομένου ιδεαλιστικού αντικειμενισμού είναι ο Πλάτων κατά τον οποίο οι
ιδέες1 είναι “πραγματικότητες” που βρίσκονται έξω από τον άνθρωπο, σε έναν άλλο
ιδεατό τέλειο κόσμο. Ο Αριστοτέλης συνεχιστής των πρώτων φιλοσόφων είναι ο
πρώτος κατά κυριολεξία φιλόσοφος του αντικειμενικού ρεύματος, του οποίου η
σκέψη δεν περιορίζεται στα φυσικά φαινόμενα αλλ επεκτείνεται σε πολλά άλλα
θέματα της φιλοσοφίας. Προς την ορθή σύνθεση υποκειμενισμού και αντικειμενισμού προσανατολίστηκε και ο Επίκουρος
Στην γνωσιολογία
υπάρχουν στενοί φιλοσοφικοί δεσμοί μεταξύ κυρηναϊκών και σκεπτικών
τόσο των πυρρωνειων όσο και των ακαδημαϊκών. Ο υποκειμενισμός ανήκει επίσης
στις φιλοσοφικές βάσεις του κυρηναϊκού σκεπτικισμού και συνοψίζεται στη
θέση ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τις δικές μας εμπειρίες και τίποτε άλλο
ούτε το αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου ούτε άλλους νόες. Η διαπάλη
υποκειμενισμού και αντικειμενισμού συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
5. Η παλαιά φιλοσοφική
διαπάλη υποκειμενικού και αντικειμενικού δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανέπαφο τον
νομικό χώρο. Αντίθετα μάλιστα, βρήκε σ’ αυτόν πρόσφορο έδαφος. Εκδηλώνονται
έτσι στο χώρο της νομικής επιστήμης, ειδικότερα του δημοσίου δικαίου, δύο
διαφορετικές βασικές ερμηνευτικές τάσεις, δύο ερμηνευτικές «Σχολές», η
υποκειμενική και η αντικειμενική. Η παραδοσιακή νομική θεωρία είναι κατεξοχήν
υποκειμενική ενώ αντίθετα έντονο αντικειμενικό χαρακτήρα έχει η σύγχρονη
νομική θεωρία. Παραδοσιακή και σύγχρονη είναι δύο νομικές θεωρίες δύο
διαφορετικές προσεγγίσεις, που διεκδικούν τη νομική αλήθεια και αντιμάχονται
για τον καθορισμό των διαφόρων θεμάτων, που ανακύπτουν, αναφορικά προς στην
κατανόηση των νομικών εννοιών και φαινομένων και τη λύση των διαφόρων
προβλημάτων. Η αποδοχή της μιας ή της άλλης βασίζεται σε διαφορετικές
ερμηνευτικές βάσεις εμπεριέχει προ-αποδοχή συγκεκριμένων προ ερμηνευτικών
θέσεων.
Οι δύο αυτές
Σχολές νομικής σκέψης ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες,
αντιλαμβάνονται τα ζητήματα κατά τρόπο διαφορετικό και καταλήγουν σε
διαφορετικά συμπεράσματα. Η διαπάλη υποκειμενισμού και αντικειμενισμού
εμφανίζεται σε όλες τις μερικότερες περιοχές του δικαίου, όχι πάντοτε με την
ίδια ένταση. Η διαφορά υποκειμενισμού και αντικειμενισμου αφορά αυτήν την ίδια
την προσέγγιση και τη βαθύτερη κατανόηση της ουσίας. της δομής και λειτουργίας
της εννομης τάξης και των σχετικών νομικών προβλημάτων. Υποκειμενισμός και
αντικειμενισμός αντιμάχονται για τον καθορισμό βασικών νομικών εννοιών
αφορούν αυτή την ίδια την κατανόηση της υπόστασης, της λειτουργίας και
της εξέλιξης του δικαίου και των νομικών μορφωμάτων. Εδω ανήκουν μετ.άλ. :
- Αντικειμενική / υποκειμενική
φύση των κανόνων δικαίου (αρ.9)
- Παραγωγή του δικαίου - Ουσιαστικές πηγές του
δικαίου, (αντικειμενικοποίηση του νόμου αριθ.10)
- Αντικειμενική / υποκειμενική Ερμηνεία
Ιστορική βούληση του νομοθέτη και αντικειμενικό νόημα του νόμου
(αριθ. 11)
(α)- Όπως ο
φιλοσοφικός έτσι και ο νομικός υποκειμενισμός στρέφεται προς το υποκείμενο. Ο
νομικός της υποκειμενικής τάσης τονίζει την υποκειμενική πλευρά των πραγμάτων
και κατ’ επέκταση τα υποκειμενικά νομικά μορφώματα, όπως και κυρίως το
δικαίωμα, που απετέλεσε το “νομικό λάβαρο”του νομικού υποκειμενισμού. Βασικό
μειονέκτημα του νομικού υποκειμενισμού η παραγνώριση της αντικειμενικής
πλευράς των πραγμάτων και του αναμφισβήτητου ρόλου της στην
δημιουργία την εξέλιξη την λειτουργία και την ερμηνεία του δικαίου.
Ο υποκειμενισμός προσανατολίζει τη σκέψη αποκλειστικά προς το
δικαίωμα. με αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται ή και να αγνοείται το θεσμικό
περιβάλλον. Ο νομικός υποκειμενισμός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το
υποκειμενικό στοιχείο, προς το δικαίωμα και αγνοεί την αντικειμενική πλευρά
αντιμετωπίζει το δικαίωμα απομονωμένα και αποχωρισμένο από το αντικειμενικό
περιβάλλον και τις έννομες σχέσεις, του θεσμού μέσα στο οποίο
εφαρμόζεται. Στο νομικό συνταγματικό χώρο, ο υποκειμενισμός συνδέεται με το
δυαδισμό, τη δυαδιστική έννομη τάξη, τη διάκριση κράτους - κοινωνίας, δημοσίου
- ιδιωτικού, κυβερνώντων - κυβερνωμένων, την αντιπροσώπευση κλπ.
Έντονο
υποκειμενικό - δυαδιστικό χαρακτήρα έχει η παραδοσιακή νομική θεωρία.Το
δικαιικό οικοδόμημα που δημιουργήθηκε την εποχή της Γαλλικής επανάστασης
βασίστηκε στην υποκειμενική ατομικιστική αρχή και απέκτησε έτσι έντονο
υποκειμενικό χαρακτήρα. Το περιεχόμενο των κανόνων του είτε με τη νομοτεχνική
μορφή του εξ αντικειμένου δικαίου είτε με τη μορφή του εξ υποκειμένου δικαίου,
του δικαιώματος, προσδιορίστηκε από την υποκειμενική προσέγγιση, η οποία και
οδηγεί στην ατομικιστική αρχή. Στο δικαιικό αυτό πλαίσιο ήταν φυσικό
επακόλουθο η υπεροχή της νομικής έννοιας του δικαιώματος και η
υποκειμενική θεώρηση και ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Είναι κυρίως η
υποκειμενική θεώρηση, που οδηγεί στην «απομονωμένη» έρευνα του νομικού κανόνα
αποκομμένου από τηνκοινωνική πραγματικότητα.Η έντονη υποκειμενική προσέγγιση
των πραγμάτων πολύ ισχυρότερη στο παρελθόν, δεν φαίνεται, ότι μπορεί
–τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή– να οδηγήσει σε πρόσφορες νομικές λύσεις. Η
αποκλειστική υποκειμενική θεώρηση αποτελεί πλέον εγκαταλειμμένη μέθοδο για το
μεγάλο μέρος της επιστημονικής έρευνας.
(β) - Αντίθετα
προς την υποκειμενική προσέγγιση ο νομικός της αντικειμενικής τάσης
βασιζόμενος στην αντικειμενική θεώρηση, την αντικειμενική πλευρά των πραγμάτων,
στρέφεται κυρίως προς τα αντικειμενικά νομικά μορφώματα, όπως είναι οι θεσμοί,
οι έννομες σχέσεις κλπ, εντάσσοντας στο ευρύτερο αντικειμενικό πλαίσιο τα
μερικότερα υποκειμενικά στοιχεία. Αυτή η στροφή προς το αντικειμενικό
χαρακτηρίζει την αντικειμενική νομική σκέψη, Η οποία αναδεικνύει το
αντικειμενικό νομικό περιβάλλον. Εκκινώντας από την αντικειμενική βάση
αποκτά ιδιαίτερη σημασία η διαπίστωση ότι το δικαίωμα αναγκαία δεν ασκείται
απομονωμένο αλλά σε συγκεκριμενο κοινωνικό θεσμικό περιβάλλον, μέσα σε κάποια
έννομη σχέση ή θεσμό από το οποίο και επηρεάζεται έντονα. Η εφαρμογή των
συνταγματικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενό τους αλλά και
από το αντικείμενικό οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκούνται και από τη
σχέση τους με αυτό. Αντίθετα προς τον υποκειμενισμό, ο αντικειμενισμός
συνδέεται με το μονισμό, την ενιαία έννομη τάξη, την ενότητα κράτους-κοινωνίας,
την ταυτότητα κυβερνώντων - κυβερνώμενων, την εκπροσώπηση κλπ. Στο ευρύτερο
πλαίσιο που θέτει η αντικειμενική νομική θεωρία θεμελιώνεται ο νομικός μονισμός
της βασισμένης στην ανθρώπινη αξία ενότητας της έννομης τάξης, την ρυθμιστική
πληρότητα και αρμονία και αναγκαία οδηγεί στην υπέρβαση της διάκρισης του
δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό και στην αναγωγή του Συντάγματος σε καθολικό
δικαιικό ρυθμιστή, που ρυθμίζει πλέον και τις διαπροσωπικές
σχέσεις. Η μόνιστική προσέγγιση οδηγεί επίσης στην ενότητα νομικής
ρύθμισης και πραγματικότητας στην ενότητα των στοιχείων της φύσης του πράγματος
corpus και animus, ενότητα τυπικού και ουσιαστικού Συντάγματος κοκ.
Οι γενικότερες
μεταβολές οδήγησαν στην υποχώρηση του υποκειμενισμού και στην ενίσχυση της
αντικειμενικής πλευράς την οποία και τονίζει η σύγχρονη αντικειμενική νομική
θεωρία η αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων αποκαλύπτει πολλές νέες
πτυχές και στην περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων και οδηγεί στην
σημασιολογική αναβάθμιση και νομική αξιοποίηση του αντικειμενικού
θεσμικού περιβάλλοντος. Η εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος οδήγησε στη
σύγχρονη εποχή στην αποϋποκειμενικοποίηση του δικαίου, το οποίο πλέον
εδράζεται πάνω σε βάσεις αντικειμενικές. Το σύγχρονο δίκαιο είτε ως δίκιο
εξ αντικειμένου είτε ως δικαίωμα έχει αποκτήσει έντονο κοινωνικό,
προστατευτικό, αντικειμενικό χαρακτήρα. Τα αντικειμενικά θεσμικά
στοιχεία είναι εκείνα που έχουν αναδειχθεί και έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη
βαρύτητα. Η αντικειμενική προσέγγιση είναι εκείνη, που οδηγεί στην πληρέστερη
εξήγηση της λειτουργίας των θεσμών και σε ερμηνευτικές εκδοχές περισσότερο
σύμφωνες με την αξία του ανθρώπου. Η αντικειμενική θεωρία εξασφαλίζει
ενότητα σκέψης και μεθοδολογίας ενιαίο τρόπο προσέγγισης των επειδή
μερους θεμάτων.
Η στροφή προς το
αντικειμενικό εξασφαλίζει την αξιοποίηση του θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο
οποίο ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα και μέσα από την αντιπαράθεση
αντικειμενικού προς υποκειμενικό ( δικαιώματος και θεσμού ) οδηγεί όχι
στη σύγκρουση των δικαιωμάτων και στη στάθμιση αλλά στη διάκριση του αμυνόμενου
από τον επιτιθέμενο και στη θεσμική εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Με
βάση την αντικειμενική θεωρία οι θέσεις που λαμβάνονται στα επιμέρους ζητήματα
δεν είναι συμπτωματικές αλλά υπακούουν στην διήκουσα αντικειμενική λογική Με
την οποία γίνεται η επεξεργασία των διαφόρων απόψεων και η θεμελίωση των
υποστηριζόμενων νόμων δεν συνιστούν απλώς επιλογές αλλά προκύπτουν ως
αποτέλεσμα συγκεκριμένης δεδηλωμένης μεθοδολογίας.
Στο πλαίσιο αυτού του
προβληματισμού απασχολεί το ζήτημα, αν η έννομη τάξη είναι υποκειμενική ή
αντικειμενική. Η ορολογία αυτή χρησιμοποιείται με δύο έννοιες,την ουσιαστική
και τη νομικοτεχνική. Η διάκριση υποκειμενικού και αντικειμενικού αντανακλά
στην κατανόηση της φύσης του κανόνα δικαίου ως αντικειμενικής αρχής ή ως
δικαιώματος. Το δίκαιο γίνεται αντιληπτό υποκειμενικά μεν ως δικαίωμα
αντικειμενικά δε ως αντικειμενική αρχή. Η διάκριση αυτή προκύπτει αβίαστα
στην ελληνική γλώσσα στην οποία χρησιμοποιείται η λέξη «δικαίωμα» για να
υποδηλώσει το δίκαιο έξ υποκειμένου και η λέξη «δίκαιο» για το δίκαιο εξ
αντικειμένου. Ενώ στις λατινογενείς γλώσσες χρησιμοποιείται μία μόνο λέξη
droit, Recht, diritto. Είναι επομένως απαραίτητη η περιφραστική διάκριση.
Τίθεται έτσι το
ερώτημα αν συγκεκριμένος κανόνας δικαίου εμπεριέχει αντικειμενική αρχή η
δικαίωμα. Το γενικό αυτό ζήτημα απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα και απασχόλησε
περισσότερο την θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων, στην οποία τίθεται ακόμη
και σήμερα. Απασχολεί έτσι το ερώτημα αν συγκεκριμένος κανόνας δικαίου
κατοχυρώνει δικαίωμα η ιδρύει αντικειμενική αρχή. Καταρχήν και στο
πλαίσιο της σύνθεσης αντικειμενικού και υποκειμενικού το ερώτημα δεν πρέπει να
τίθεται διαζευκτικά. Αντικειμενικό και υποκειμενικό συντίθεται,
συνυπάρχουν σε συγκεκριμένο κανένα δίκαιου και δεν αποκλείει το ένα το άλλο,
Όταν ο νομοθέτης θετει αντικειμενική δικαιική αρχή από την αρχή αυτή -
κατά κανόνα και χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις- απορρέουν και δικαιώματα
των υποκειμένων δικαίου. Προηγείται ως ευρύτερο το αντικειμενικό και
έπεται το υποκειμενικό, που απορρέει από αυτό. έτσι στο πλαίσιο της
σύνθεσης υποκειμενικού και αντικειμενικού το ζήτημα αποκτά περισσότερο
νομοτεχνική σημασία και περιεχόμενο, που αφορά την αντικειμενική η
υποκειμενική διατύπωση του κανόνα δικαίου. Έτσι πχ ο κανόνας, που αφορά την
ισότητα, την ελευθερία ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα μπορεί να διατυπωθεί
αντικειμενικά η υποκειμενικά. Έτσι και στο πλαίσιο πάντοτε της σύνθεσης
υποκειμενικού και αντικειμενικού η δικαιική εξέλιξη οδήγησε στην άποσημασιοποίηση
της παλαιότερης αντίθεσης. Το ζήτημα προσέλαβε περισσότερο νομικοτεχνικό
χαρακτήρα. Με τη νομικοτεχνική έννοια του όρου η διάκριση αντικειμενικού
και υποκειμενικού δικαίου, ταυτίζεται με τη διάκριση σε δίκαιο «εξ
αντικειμένου» (droit objectif) και σε δικαίωμα (droit subjectif). Αυτή η
ίδια η φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο
διαφορετικό κατά την αντικειμενική θεωρία οι συνταγματικές διατάξεις δεν
περιέχουν μόνο υποκειμενικά δίκαια (δικαιώματα) αλλά και αντικειμενικές
αρχές. Και στην παλαιά ατομικιστική και στη σύγχρονη
κοινωνική-ανθρωπιστική έννομη τάξη υπάρχουν και αντικειμενικοί κανόνες δικαίου
και δικαιώματα. Τα δεύτερα παράγονται από τους πρώτους. Η ρύθμιση του δικαίου
είναι αντικειμενική. Το δίκαιο θέτει κατά κύριο λόγο αντικειμενικές αρχές, από
τις οποίες παράγονται υποκειμενικά μορφώματα, όπως δικαιώματα και υποχρεώσεις,
για κάθε κοινωνό του δικαίου.
Υποκειμενικό
δίκαιο με την ουσιαστική έννοια του όρου είναι το ατομικιστικό δίκαιο
(droit individuel) και αντικειμενικό, το κοινωνικό δίκαιο (droit social).
(γ) Η παραγωγή του
δικαίου και η αντίθεση αντικειμενισμου υποκειμενισμού συνδέονται στενά. Η
σύγκρουση υποκειμενισμού και αντικειμενισμου επιδρά σημαντικά στην κατανόηση
της διαδικασίας παραγωγής του δικαίου με τις ανάλογες επιπτώσεις στην ερμηνεία
και την εφαρμογή του.
- Ουσιαστική
πηγή του δικαίου είναι η εξουσία θέσπισης των δικαιϊκών κανόνων δηλαδή ο
νομοθέτης. Ο νομικός υποκειμενισμός ατενίζοντας μόνον προς τα έσω
επικεντρώνεται στον νομοθέτη και την τυπική διαδικασία παραγωγής του
δικαίου. Κατά την προσέγγιση αυτή ο νομοθέτης είναι η μια και μόνη, η
αποκλειστική πηγή από την οποία προέρχεται το δίκαιο. Η υποκειμενική
προσέγγιση αγνοεί το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργείται το
δίκαιο, περιφρονεί δηλαδή την πραγματικότητα.
- Η αντικειμενική
προσέγγιση, εκτός και πέρα από την συμβολή του νομοθέτη, λαμβάνει σοβαρά υπόψη
το πραγματικό περιβάλλον, στο οποίο αυτός λειτουργεί και μέσα στο οποίο
δημιουργείται τελικά δημιουργείται το δίκαιο. Κατά την αντικειμενική
θεώρηση δύο είναι οι ουσιαστικές πηγές του δικαίου. Η φύση και η εξουσία,
δηλαδή η φύση του πράγματος, η πραγματικότητα και ο νομοθέτης. Η
αντικειμενική προσέγγιση των ουσιαστικών πηγών του δικαίου διαφέρει σημαντικά
από την υποκειμενική. Κατά την αντικειμενική προσέγγιση το δίκαιο -και
κυρίως το συνταγματικό δίκαιο δεν είναι απλά και μόνο η εκδήλωση της βούλησης
της εκάστοτε κρατικής εξουσίας, αλλά δημιούργημα ευρύτερων
συνθηκών, μέσα στις οποίες εκτυλίσσεται ο ανθρώπινος βίος. Όπως διδάσκει
η διαρκώς διευρυνόμενη στη νομική επιστήμη θεωρία της φύσης των πραγμάτων
(natur der Sache) ο νομοθετης και τελικά το παραγόμενο από αυτόν δίκαιο σε
μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από την “ύλη” της οποίας την ρύθμιση επιδιώκει και από
την υπάρχουσα ρυθμιστική τάξη, που βρίσκεται μέσα στην ύλη αυτή. Η
καταγωγή της θεωρίας της φύσης των πραγμάτων ανάγεται στην θεωρία του Georg
Jellinek για την κανονιστική, δικαιοπαραγωγική ικανότητα της πραγματικότητας,
την κανονιστική δύναμη του πραγματικού. Η φύση των πραγμάτων παράγει
δίκαιο. Δεν είναι απλά και μόνον ρυθμιστικό αντικείμενο του
δικαίου. ταυτόχρονα ρυθμίζει το δίκαιο το οποίο και στρέφει προς
συγκεκριμένες κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις γενικές ρυθμιστικές αρχές που
περιέχει. Η πραγματικότητα τα πράγματα η φύση των πραγμάτων δεν αποτελεί
απλά και μόνο ερμηνευτική μέθοδο αλλά και πηγή του δικαίου με την ουσιαστική
έννοια του όρου.
Η διάσταση
υποκειμενισμού και αντικειμενισμού δεν περιορίζεται στον αριθμό των ουσιαστικών
πηγών αλλ επεκτείνεται και στην θεώρηση της κοινά αποδεκτής ουσιαστικής πηγής,
τον νομοθέτη.
- Η υποκειμενική
προσέγγιση οδηγεί πάντοτε στον συγκεκριμένο νομοθέτη, στον οποίο οφείλεται η
ψήφιση του νόμου την δεδομένη ιστορική στιγμή, στον ιστορικό νομοθέτη.
- Σύμφωνα με την
αντικειμενική προσέγγιση ο όρος νομοθέτης έχει στη νομική επιστήμη γενικό
περιεχόμενο, που περιλαμβάνει όλους τους νομοθέτες και απομακρύνει τον νόμο από
το συγκεκριμένο συντάκτη του. Ο όρος νομοθετης περιλαμβάνει ως σύνολο όλους
τους νομοθέτες που έχουν συνλειτουργήσει για τη δημιουργία της έννομης τάξης.
Αυτή η αντικειμενική θεώρηση του συνολικού και απρόσωπου νομοθέτη οδηγεί στην
αντικειμενικοποίηση του νόμου, δηλαδή στην ένταξή του στο όλο δικαιικό σύστημα,
μέσω της οποίας πλέον ο νόμος απομακρυνόμενος από τον συγκεκριμένο συντάκτη του
αποκτά αντικειμενικό νόημα. η ψήφιση του νόμου αποκόπτει και τον ομφάλιο λόγο
που τον συνδέει με το συγκεκριμένο νομοθέτη. Όμως ο κανόνας δικαίου μετά την
παραγωγή του εντασσόμενος στο σύστημα δικαίου αντικειμενικοποιείται. Είναι
επομένως δυνατό το νόημα του να αποκτά μεγαλύτερες ή μικρότερες διαστάσεις, από
εκείνες τις οποίες θέλησε αρχικά να του προσδώσει ο συγκεκριμένος συντακτικός
νομοθέτης.
Ο νόμος με την
ψήφιση του αντικειμενικοποιείται καθοριζόμενος βέβαια από την υποκειμενική
ιστορική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη. Ο νόμος συνίσταται στην
αντικειμενικοποίηση υποκειμενικής θέλησης, στην αντικειμενικοποίηση του
υποκειμενικού. Η υποκειμενική δηλαδή θέληση αντικειμενικοποιείται μέσα από την
διάταξη του νόμου. Η αντικειμενικοποίηση Αυτή έχει την έννοια ότι με την ψήφιση
του ο νόμος εντάσσεται σε ένα γενικότερο σύστημα κανόνων δικαίου, μέσα στο
οποίο παίρνει συγκεκριμένη θέση, εφόσον η ρύθμιση του είναι σύμφωνη με το
γενικότερο δικαιικό πλαίσιο ή από το οποίο αποβάλλεται στις ακραίες
περιπτώσεις, που το περιεχόμενο του έρχεται σε αντίθεση προς αυτό. Η
αντικειμενικοποίηση έχει επίσης την έννοια, ότι ο νόμος μετά την ψήφιση
του ξεφεύγει από τον έλεγχο του νομοθέτη. Ο ενδεχομένως ευρύτερος σκοπός του
νομοθέτη δυνατόν να σμικρύνεται ή ο στενότερος να διευρύνεται, ανάλογα με την
θέση της ρύθμισης στο όλο δει και δικαιικό σύστημά. Για την κοινωνικοποίηση του
νόμου είναι η σύνθεση ανάμεσα στα υποκειμενικά στοιχεία της ιστορικής θέλησης
του συγκεκριμένου νομοθέτη και τα αντικειμενικά στοιχεία, που προκύπτουν από το
όλο συνταγματικό πολιτικό οικοδόμημα, από τις γενικές ρυθμιστικές αρχές και την
συνταγματικό πολιτική πραγματικότητα. Η αντικειμενικοποίηση του νόμου δεν είναι
η απλή μεταμόρφωση της υποκειμενικής θελήσης σε κανόνα δικαίου, αλλά η ευρύτερη
εκείνη διαδικασία ένταξης των συγκεκριμένων διατάξεων στο όλο νομικό
οικοδόμημα. Για να συντελεστεί η αντικειμενικοποίηση πρέπει η θέληση του
νομοθέτη να είναι σαφής και συμφωνη με το όλο σύστημα του δικαίου, που σημαίνει
ότι πρέπει να είναι σύμφωνη με τις άλλες διατάξεις και με την από την φύση των
πραγμάτων επιβαλλόμενη ρύθμιση.
Η
αντικειμενικοποίηση του νόμου ως αντικειμενικοποίηση του υποκειμενικού,
διαφέρει από την υποκειμενικοποίηση του αντικειμενικού, που εμφανίζεται στις περιπτώσεις
εκείνες, στις οποίες ο νομοθέτης προσπαθεί λχ να επιβάλει θέληση ξένη προς το
όλο δίκαιο, να υπάγει δηλαδή τα αντικειμενικά στοιχεία στην υποκειμενική
του θέληση. Είναι δυνατόν η υποκειμενική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη να
εκφράζεται με σαφήνεια στις διατάξεις του νόμου και να υποκειμενικοποιεί το
νόημα της διάταξης, το οποίο όμως στις περιπτώσεις αυτές δεν συμπίπτει με το
αντικειμενικό νόημα του νόμου. Δεν υπάρχει δηλαδή αμφιβολία για το νόημα της
διάταξης, υπάρχει όμως αμφιβολία για το νόημα του νόμου. Το ότι ο νόμος είναι η
αντικειμενικοποίηση υποκειμενικής θελήσεις σημαίνει, ότι ιστορική θέλεις του
νομοθέτη προσαρμόζεται στα αντικειμενικά στοιχεία και όχι ότι τα αντικειμενικά
στοιχεία προσαρμόζονται, πράγμα αδύνατο, την θέληση του νομοθέτη. Εφόσον πάλι η
θέληση του νομοθέτη δεν είναι σαφής η δεν έχει εκδηλωθεί, η ερμηνεία,
πρέπει να κατευθύνεται στην ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του νόμου και
όχι στην εξιχνίαση της υποκειμενικής και ενδεχόμενα ανύπαρκτης στο νομικό
τουλάχιστον κείμενο, θέλησης του συγκεκριμένου νομοθέτη.
- Η αντικειμενική
θεώρηση αντιλαμβάνεται την έννομη τάξη ως ιεραρχικό, ενιαίο και πλήρες σύστημα
κανόνων δικαίου. Η καταστατική αρχή και οι θεμελιώδεις αρχές ανήκουν μαζί με
άλλους κανόνες στο συνταγματικό πλαίσιο το οποίο προΐσταται του κοινού δικαίου.
Η αρχή της τυπικής ισοδυναμίας εμποδίζει την στάθμιση των συνταγματικά
προστατευομένων αγαθών. Ως ενιαίο σύστημα διέπεται από την αρχή της ενότητας
του ουσιαστικού περιεχομένου, η οποία αποκλείει τις αντιφάσεις και τις
συγκρούσεις μεταξύ των κανόνων δικαίου, στις οποίες ανήκει και η λεγόμενη
“σύγκρουση δικαιωμάτων”, η οποία πάντως στις περισσότερες περιπτώσεις
συγχέεται με την αντίστοιχη πραγματική σύγκρουση. Τέλος η έννομη τάξη είναι
πλήρες σύστημα κανόνων δικαίου, το οποίο ως τοιούτο μπορεί να έχει
λεκτικά όχι όμως και ουσιαστικά ρυθμιστικά κενά.
6. Υποκειμενισμός και
αντικειμενισμός αντιμάχονται για την ερμηνεία. Υποκειμενισμός και
αντικειμενισμός βρίσκονται στην κορυφή μιας πλειάδας προερμηνευτικών
αρχών. Υποκειμενισμός και αντικειμενισμός θέτουν το ευρύτερο ερμηνευτικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται ο νομικός να ερμηνεύσει τον κανόνα δικαίου και
να τον εφαρμόσει, καταλήγοντας σε συγκεκριμένες λύσεις. Εμφανιζόμενοι στο χώρο
της ερμηνείας επηρεάζουν σημαντικά στον προκαθορισμό βασικών προερμηνευτικών
αρχών, που κατευθύνουν τους ερμηνευτές στο έργο τους, θέτουν το πλαίσιο
μερικότερων νομικών θέσεων. Η γενικότερη αναγκαιότητα προερμηνευτικής
θεωρίας, η προεπιλογή προερμηνευτικών θέσεων για την έρευνα και για την
αντιμετώπιση των νομικών φαινομένων, εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη στην
περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Αποτελεί πράγματι απαραίτητη
προϋπόθεση, την στέρεη αφετηρία, χωρίς την οποία κάθε προσπάθεια
προσέγγισης των σχετικών νομικών ζητημάτων εμφανίζεται παρακινδυνευμένη.
Η διαφορά
αντικειμενικής και υποκειμενικής προσέγγισης εκδηλώνεται επίσης αναφορικά προς
τον καθορισμό του αληθούς νοήματος του νόμου. Η διαφορά αντιλήψεων ως
προς τον τρόπο παραγωγής του δικαίου αντανακλά στην διαφοροποίηση της βαθύτερης
κατανόησης της ουσίας του και κατά συνέπεια στην διαφορά του χώρου μέσα στον
οποίο θα αναζητηθούν τα ερμηνευτικά του στοιχεία. Τα παραπάνω σημαίνουν διαφοροποίηση
αυτού του ίδιου του αντικειμένου της νομικής ερμηνείας, του περιεχομένου της
νομικής έρευνας.
Εφόσον το δίκαιο
παράγεται μόνον από τον νομοθέτη, η βούληση του είναι εκείνη που προσδιορίζει
αποκλειστικά το περιεχόμενο του δικαίου. Δίκαιο είναι εκείνο, που θέλησε
νομοθέτης, η πολιτική εξουσία, να θεσπίσει ως δίκαιο. Ο συγκεκριμένος νόμος
είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου νομοθέτη επομένως και ιστορική βούλησή του
είναι καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του. Η βούληση του νομοθέτη αποτελεί
τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται η ανίχνευση του περιεχομένου
του νόμου. Με άλλα λόγια βούληση του νομοθέτη και περιεχόμενο του νόμου
ταυτίζονται. Σύμφωνα με την υποκειμενική αντίληψη το αληθές νόημα του νόμου
ταυτίζεται με την ιστορική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη η άλλως έχει
το περιεχόμενο εκείνο, το οποίο ο συντάκτης του φρόντισε να του προσδώσει.
39 Απέναντι στην
υποκειμενική αυτή άποψη, η αντικειμενική προσέγγιση οικοδομείται σε μιαν άλλη
(αντικειμενική) θεώρηση αυτού του ίδιου του περιεχομένου του δικαίου. Από την
βούληση του νομοθέτη διακρίνεται το αντικειμενικό νόημα του νόμου. Η βούληση
του νομοθέτη είναι αυτό που πράγματι ήθελε, και πράγματι επιδίωκε ο
συγκεκριμένος συντακτικός νομοθέτης στις δεδομένες ιστορικές συγκυρίες, μέσα
στις οποίες παρήχθη ο κανόνας δικαίου, στις δηλαδή οποίες παρήχθη η
βούληση των φυσικών προσώπων προσώπων – φορέων της συντακτικής η αναθεωρητικής
εξουσίας κατά την θέσπιση του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου. Όμως ο κανόνας
δικαίου μετά την παραγωγή του εντασσόμενος στο σύστημα δικαίου
αντικειμενικοποιείται και αποκτά αντικειμενικό νόημα. Έργο της ερμηνείας είναι
η ανεύρεση όχι της ιστορικής θέλησης του συγκεκριμένου συντακτικού
νομοθέτη αλλά του αντικειμενικού νοήματος του κανόνα δικαίου.
Η ανεύρεση της ιστορικής
θέλησης του συγκεκριμένου συντακτικού νομοθέτη αποτελεί υποκειμενική ερμηνεία,
ενώ η ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του νόμου αντικειμενική. Η ιστορική
θέληση του συντακτικού νομοθέτη είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την ανεύρεση του
αντικειμενικού νοήματος του νόμου. Ιστορική θέληση του νομοθέτη και
αντικειμενικό νόημα του νόμου συνδέονται στενά, αλλά οπωσδήποτε δεν
ταυτίζονται,
Όπως συνήθως
αναφέρεται, σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της θέλησης του νομοθέτη.
Νομοθέτης και νόμος συνδέονται στενότατα γιατί η ιστορική θέληση του πρώτου
καθορίζει το περιεχόμενο του δεύτερου. Αλλά από την στενή αυτή σχέση, δεν
προκύπτει, ότι θέληση του νομοθέτη και νόημα του νόμου ταυτίζονται. Η πρώτη
έχει υποκειμενικό, ενώ το δεύτερο αντικειμενικό χαρακτήρα.. Υπάρχουν
περιπτώσεις ισορροπίας μεταξύ τους, όπως και περίπτωσεις αντίθεσης. Όταν πχ ο
νομοθέτης εκφράζεται σαφώς και ο νόμος είναι διατυπωμένος σύμφωνα με το όλο
σύστημα του δικαίου και με την φύση των πραγμάτων, τότε θέλεις του νομοθέτη και
νόημα του νόμου βρίσκονται σε αρμονία. Όταν όμως η θέληση του νομοθέτη δεν
είναι σύμφωνη με τις άλλες γραπτές διατάξεις ούτε μετην επιβαλλόμενη από τα
πράγματα ρύθμιση, τότε βούληση του νομοθέτη και αντικειμενικό νόημα του νόμου
συγκρούονται. Η σύγκρουση ανάμεσα στην θέληση του νομοθέτη και το νόημα του
νόμου είναι σύγκρουση ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Η
υποκειμενική βούληση του συγκεκριμένου νομοθέτη συγκρούεται με το
αντικειμενικό νόημα του κανόνα δικαίου.
Από την
διαπίστωση αυτή προκύπτει το αληθινό νόημα της φράσης βούληση του νομοθέτη με
την οποία δεν πρέπει να νοείται η καθοριστική άλλωστε ιστορική βούληση του
συγκεκριμένου νομοθέτη, αλλά το αντικειμενικό νόημα διάταξης νόμου,
όπως προκύπτει από τον συνδυασμό της με τις άλλες γραπτές διατάξεις δικαίου και
με τα πράγματα. Δηλαδή από την ένταξη της στο όλο δικαιικό σύστημα. για
τους παραπάνω λόγους η αναδρομή στα πρακτικά των συζητήσεων πέρα από τη
διαφωτιστική της σημασία για τη διακρίβωση της θέλησης συγκεκριμένου νομοθέτη
μόνον επιβοηθητικό ενισχυτικό χαρακτήρα μπορεί να έχει. ειδικά στις
διατάξεις του νόμου εκφραζόμενη θελήσει είναι όμως αποφασιστικής σημασίας.
7. Η γενικότερη
φιλοσοφική διαμάχη υποκειμενισμού και αντικειμενισμου μεταφερόμενη στο πεδίο
των συνταγματικών δικαιωμάτων αποκτά ιδιαίτερη ένταση και οδήγησε τελικά στην
διαμόρφωση δύο βασικών θεωριών. Όπως η γενικότερη παραδοσιακή νομικη
θεωρία έτσι και η θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων είναι κατεξοχήν υποκειμενική
ενώ αντίθετα έντονο αντικειμενικό χαρακτήρα έχει η σύγχρονη νομική θεωρία. Η
διαφορά υποκειμενισμού και αντικειμενισμου αφορά αυτήν την ίδια την προσέγγιση
και τη βαθύτερη κατανόηση της δομής και λειτουργίας των συνταγματικών
δικαιωμάτων και των σχετικών νομικών προβλημάτων.
(α) Υποκειμενική
θεωρία ΣΔ: Στο ευρύτερο πλαίσιο της υποκειμενικής παραδοσιακής νομικής θεωρίας
δημιουργήθηκε η υποκειμενική θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με την
οποία τα ατομικά, δημόσια αμυντικά δικαιώματα, στρέφονται κατά του κράτους. Το
ατομικό δικαίωμα έχει δεδομένο μέγεθός, είναι στατικό και εφαρμόζεται μόνο στην
γενική κυριαρχική σχέση κράτους πολιτών. Την βάση της νομικής εφαρμογής
αποτελεί το μέγεθος του δικαιώματος, το οποίο εφαρμόζεται χωρίς αναφορά στο
νομικό περιβάλλον. Ο υποκειμενισμός προσανατολίζει αποκλειστικά προς το
δικαίωμα με αποτέλεσμα η νομική σκέψη να αγνοεί το θεσμικό περιβάλλον και να
οδηγείται στην απρόσφορη υποκειμενική αντιπαράθεση δικαιώματος προς δικαίωμα
και όχι στην αντικειμενική αντιπαράθεση δικαιώματος και θεσμού. Ο
υποκειμενισμός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το υποκειμενικό στοιχείο, το
δικαίωμα, και αγνοεί την αντικειμενική θεσμική πλευρά. Αντιμετωπίζει το
δικαίωμα απομονωμένα και αποχωρισμένο από το αντικειμενικό περιβάλλον τις
έννομες σχέσεις ή του θεσμού μέσα στον οποίο εφαρμόζεται.
(β) Αντικειμενική θεωρία
ΣΔ.Το θεσμικό περιβάλλον: Οι γενικότερες μεταβολές οδήγησαν στην υποχώρηση του
υποκειμενισμού και στην ενίσχυση της αντικειμενικής πλευράς των συνταγματικών
δικαιωμάτων, την οποία και τονίζει η σύγχρονη αντικειμενική νομική θεωρία. Η
αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων αποκαλύπτει πολλές νέες πτυχές (και)
στην περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων και οδηγεί στην σημασιολογική
αναβάθμιση και στη νομική αξιοποίηση του αντικειμενικού θεσμικού περιβάλλοντος,
μέσα στο οποίο ασκείται το δικαίωμα. Αποκτά έτσι ιδιαίτερη σημασία η
διαπίστωση, ότι το δικαίωμα δεν ασκείται απομονωμένο, αλλά σε ένα ευρύτερο
αντικειμενικό θεσμικό νομικό περιβάλλον -μέσα σε έννομη σχέση ή θεσμό- από το
οποίο και επηρεάζεται έντονα. Η εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν
εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενό τους αλλά και από το αντικειμενικό νομικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκούνται και από την σχέση τους με αυτό. Αυτή η ίδια
η φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο διαφορετικό.
Κατά την αντικειμενική θεωρία οι συνταγματικές διατάξεις δεν περιέχουν μόνον
υποκειμενικά δίκαια αλλά και αντικειμενικές αρχές, από τις οποίες απορρέουν τα
δικαιώματα. Τα συνταγματικά δικαιώματα ως αμυντικά δικαιώματα στρέφονται erga
omnes, Ενώ παράλληλα έχουν αποκτήσει και προστατευτικό (προς το κράτος) αλλά
και διά ασφαλιστικό (εξασφαλιστικό - διεκδικητικό) περιεχόμενο. Τα συνταγματικά
όχι απλά ατομικά δικαιώματα, εφαρμόζονται σε δύο επίπεδα, γενικό και ειδικό. Τα
συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται στην γενική κυριαρχεί σχέση κράτους
πολιτών, αλλά και την γενική διαπροσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών.
Εφαρμόζονται επίσης μέσα σε όλες τις έννομες σχέσεις και τους θεσμούς δημοσίου
και ιδιωτικού δικαίου. Στην αντικειμενική θεωρία ανήκει η θεσμική εφαρμογή των
συνταγματικών δικαιωμάτων.
Η πραγματική αντίθεση
δύο υποκειμένων του δικαίου επιτιθέμενου και αμυνόμενου, προκειμένου να
αρθεί παίρνει τη μορφή νομικής αντιπαράθεσης, της αντιπαράθεσης δηλαδή νομικών
μεγεθών. Η πραγματική αντίθεση μετατρέπεται σε νομική αντιπαράθεση.
Πρόκειται για μετάβαση σε άλλο γένος, από τον πραγματικό στον νομικό κόσμο, για
μία νομική μεταμόρφωση της πραγματικής αντίθεσης. Η νομική αντιπαράθεση
πρέπει να είναι ικανή να καταλήξει σε ορθές λύσεις.
Ιδιαίτερη σημασία έχει επομένως, ποια είναι τα νομικά στοιχεία που θα
αντιπαρατεθούν, τα μέρη της νομικής αντιπαράθεσης. Η απλή αντιπαράθεση
λαμβάνει υπόψιν της μόνο το υποκειμενικό στοιχείο. αντίθετα η σύνθετη
λαμβάνει υπόψη και τα δύο στοιχεία, και του υποκειμενικού και του αντικειμενικό.
Στην υποκειμενική και
απρόσφορη νομική αντιπαράθεση δικαιώματος προς δικαίωμα και όχι στην
αντικειμενική νομική αντιπαράθεση δικαιώματος και θεσμού.
(α) Υποκειμενική
αντιπαράθεση ( υποκειμενικό / υποκειμενικό): Καταρχήν κλασική
νομικό πολιτική σκέψη είναι η αντιπαράθεση ατόμου προς άτομο που πήρε τη νομική
μορφή της αντιπαράθεσης δικαιώματος προς δικαίωμα, συμφέροντος προς
συμφέρον και που αντικατοπτρίζεται στη βαθιά ριζωμένη αντίληψη για την
σύγκρουση των δικαιωμάτων.
(β) Αντικειμενική
- θεσμική αντιπαράθεση( υποκειμενικό/ αντικειμενικό): από τον
εντοπισμό του θεσμικού περιβάλλοντος η αλληλοσύνδεση δικαιώματος -
θεσμού, οδηγεί στην αντιπαράθεση τους, στην αντιπαράθεση
υποκειμενικού προς αντικειμενικό για την ´αρση των αντιθέσεων. Η
διαπίστωση του θεσμικού περιβάλλοντος οδηγεί αναγκαία στην αντικειμενική
αντίθεση, στη θεσμική αντιπαράθεση. δεν είναι η αντίθεση
υποκειμενικού προς υποκειμενικό, αντίθεση δικαιωμάτων,. αλλά
αντίθεση δικαιώματος και θεσμου μέσα στον οποίο ασκείται το δικαίωμα, στο
θεσμικό του περιβάλλον. Η θεσμική αυτή αντιπαράθεση είναι το
“κλειδί” της εφαρμογής τους. Τα δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη στο
“φυσικό” τους περιβάλλον, όπως ακριβώς είναι στη νομική
πραγματικότητα. Το αντικειμενικό στοιχείο αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο
οποίο εκδηλώνονται και εφαρμόζονται τα υποκειμενικά στοιχεία. Η θεσμική
εφαρμογή βασίζεται στην αντιπαράθεση δικαιώματος και διαπροσωπικής σχέσης
(θεσμού). Εφόσον επιχειρείται εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε
ειδικότερες έννομες σχέσεις και δεσμούς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη
ταυτόχρονα και το περιεχόμενο του δικαιώματος αλλά και το περιεχόμενο της
σχέσης , στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή του.