Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

H Αρχή Non Reformatio In Pejus


H Αρχή Non Reformatio In Pejus

μετά τη Συντέλεση της Απαλλοτρίωσης

 

 

Το ζήτημα της ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β΄προτ.α Σ.

 

Του

Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

Νομικής Σχολής

Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 











































































 

 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ι. Το Θέμα


1. Το Ερώτημα

1. Το παρόν άρθρο αναφέρεται σε ένα πολύ ενδιαφέρον και με μεγάλη σύγχρονη πρακτική σημασία ερμηνευτικό ζήτημα. Το άρθρο 17 ρυθμίζει την ιδιοκτησία υποκειμενικά ως δικαίωμα και αντικειμενικά ως  θεσμό[1]. Το άρθρο αυτό αναθεωρήθηκε το 2001 και προσέλαβε τη μορφή, που έχει σήμερα. Η αναθεώρηση επανέλαβε πολλές παραδοσιακές ρυθμίσεις του ίδιου άρθρου αλλά εισήγαγε και νέες. Όσον αφορά το ενδιαφέρον στο παρόν θέμα το άρθρο 17 παρ. 2 εδ. α΄ επανέλαβε δύο άρρηκτα συνδεδεμένους κανόνες, που ανήκουν στον πυρήνα της συνταγματικής προστασίας της απαλλοτριουμένης ιδιοκτησίας, τον κανόνα του κρίσιμου χρόνου  και εκείνου του προσδιορισμού της πλήρους αποζημίωσης κατά τη πρώτη συζήτηση[2].

2. Μετά το εδ. α της δεύτερης παραγράφου περιελήφθη και β΄εδάφιο αποτελούμενο από τρεις προτάσεις[3]. Η πρώτη πρόταση είναι εκείνη που εισάγει τη νέα  προβληματική ρύθμιση. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε β εδ. στην παρ. 2 του άρθρ. 17, το οποίο αποτελείται από τρεις προτάσεις. Εν προκειμένω ενδιαφέρει η πρώτη πρόταση κατά την οποία:     «Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   προσδιορισμό»[4].

3. Ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β προτ.α  το βασικό ερώτημα που γεννάται είναι ποία η «πλήρης αποζημίωση» επί υποτίμησης του απαλλοτριουμένου επί «υπερήμερων» πέραν του έτους οριστικών προσδιορισμών[5]; Ο δικαιούχος θα λάβει την (μεγαλύτερη) πλήρη αποζημίωση, που έχει ήδη προσδιορισθεί κατά τον προσωρινό προσδιορισμό ή  την (μικρότερη) επαναπροσδιοριζόμενη αποζημίωση μετά την υποτίμηση του απαλλοτρουμένου; 

2. Το «δίλημμα» Οι δύο ερμηνευτικές εκδοχές του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ. α΄.

 

4. Η (ατελής) λεκτική διατύπωση του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ. α΄ δημιουργεί (και) στην προκειμένη περίπτωση ερμηνευτικό «δίλημμα». Ο ερμηνευτής εμφανίζεται ενώπιον του διλήμματος είτε να εφαρμόσει τη διάταξη «κατά γράμμα», ως έχει λεκτικά, δηλαδή και στις περιπτώσεις υποτίμησης (κατά γράμμα ερμηνεία) ή να την εφαρμόσει σύμφωνα με το αληθές νόημά της, δηλαδή μόνο επί ανατίμησης και όχι επί υποτίμησης (συσταλτική ερμηνεία, interpretatio restrictiva).  Η λεκτική διατύπωση της διάταξης  θεωρητικά επιτρέπει  την υποστήριξη δύο ερμηνευτικών εκδοχών (α) της άποψης της  «συνολικής», αδιάκριτα για όλες τις περιπτώσεις, ευρύτερης εφαρμογής της, δηλαδή όχι μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης, αλλά και υποτίμησης και (β) της στενότερου περιεχομένου συσταλτικής ερμηνείας, η οποία  διακρίνει  τις περιπτώσεις υποτίμησης από εκείνες της ανατίμησης και υπάγει στο κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης, μόνο τις δεύτερες. Από την έκταση του πεδίου εφαρμογής της  εξαρτάται και η συνταγματική φυσιογνωμία της διάταξης, ως γενικού κανόνα εφαρμοζόμενου σε όλες τις περιπτώσεις υπερήμερων πάντοτε οριστικών προσδιορισμών ή ως ειδικής ρύθμισης, που εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης (και όχι και υποτίμησης). Για την απάντηση στο παραπάνω βασικό ερώτημα υποστηρίζονται και οι δύο ερμηνευτικές  εκδοχές, οι οποίες εξετάζονται διεξοδικά στην ανάλυση που ακολουθεί. Σημειωτέα στην παρούσα θέση τα εξής:

 

α. Κατά γράμμα ευρύτερη ερμηνεία 

5.  Η πρώτη, ευρύτερη ως εκ του περιεχομένου της ερμηνευτική εκδοχή  βασίζεται στο γράμμα της συνταγματικής διάταξης[6]. Κατά την άποψη αυτή η διάταξη έχει «γενική εφαρμογή» εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις «υπερήμερων» πέραν του έτους οριστικών προσδιορισμών, εφαρμόζεται δηλαδή επί ανατίμησης, αλλά και επί υποτίμησης του ακινήτου. Στην πρώτη περίπτωση ο δικαιούχος θα αποζημιωθεί τελικά με ποσό μεγαλύτερο της ήδη προσδιορισθείσης πλήρους αποζημίωσης, όμως στη δεύτερη περίπτωση θα αποζημιωθεί με ποσό μικρότερο της ορισθείσης πλήρους αποζημίωσης.

 

β. Συσταλτική ερμηνεία

6. Κατά τη δεύτερη άποψη, το ρυθμιστικό περιεχόμενο της διάταξης είναι στενότερο[7]. Η διάταξη δηλαδή δεν έχει, όπως υποστηρίζει η προηγούμενη θέση, γενική εφαρμογή επί όλων των «υπερήμερων», πέραν του έτους οριστικών προσδιορισμών, αλλά «ειδική εφαρμογή» μόνο σε ορισμένους, δηλαδή μόνο επί ανατίμησης του απαλλοτριωμένου, ήτοι συνιστά «ειδική ρύθμιση πρόσθετης προστασίας»  σε περιπτώσεις ανατίμησης των ακινήτων, εξασφαλίζοντας υπέρ του δικαιούχου επιπρόσθετη αποζημίωση. Σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις υποτίμησης, οι οποίες και βρίσκονται εκτός του ρυθμιστικού της περιεχομένου.  Ο αναθεωρητικός νομοθέτης εκφράστηκε ευρύτερα του δέοντος και είναι επομένως απαραίτητη η αποκατάσταση του αληθούς νοήματος μέσω συσταλτικής ερμηνείας.

7. Η ορθή αντιμετώπιση του ερμηνευτικού προβλήματος τoυ άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β προτ. α του Συντάγματος πρέπει να βασιστεί στην εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη διάκριση μεταξύ ευνοϊκών οικονομικών συγκυριών, δηλαδή περιπτώσεων ανατίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων και δυσμενών οικονομικών συγκυριών, δηλαδή περιπτώσεις υποτίμησης. Με σταθερό ερμηνευτικό γνώμονα το προστατευτικό περιεχόμενο της, η διάταξη εφαρμόζεται επί υπερήμερων οριστικών προσδιορισμών, μόνο  στις περιπτώσεις ανατίμησης,  όχι όμως και σε εκείνες της υποτίμησης. Πρόκειται δηλαδή για – μετά από λογική, τελολογική συστηματική – συσταλτική ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Με τη συσταλτική ερμηνεία, επιχειρείται η αποκατάσταση του νοήματος του κανόνα δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην οποία ο αναθεωρητικός νομοθέτης εκφράστηκε ευρύτερα του δέοντος.

 

3.Η υποστηριζόμενη θέση

 

8. Η άποψη, που τάσσεται υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας είναι και η στο παρόν υποστηριζόμενη ως ορθή, για τους λόγους που εξηγούνται κατωτέρω.  Περιληπτικά στη θέση αυτή πρέπει να σημειωθούν τα εξής:

 (α) Υποστηρίζεται στο παρόν, ότι η διάταξη του εδ, β είναι ειδική, εμπεριέχει «ειδική ρύθμιση επιπρόσθετης προστασίας», συμπληρωματική της συνταγματικής προστασίας του εδ. α και όχι αντίθετη προς αυτή. Κατά την ορθή ερμηνεία όπως υποστηρίζεται στην παρούσα ανάλυση,  η διάταξη του εδαφίου β΄ δεν αποτελεί γενική ρύθμιση που καταλαμβάνει όλες τις «υπερήμερες», σύμφωνα με τα παραπάνω περιπτώσεις συζητήσεων οριστικού προσδιορισμού, αλλά μόνον εκείνες στις οποίες η χρονική καθυστέρηση συνδέεται και με υπερτίμηση του ακινήτου, προκειμένου ο καθού η απαλλοτρίωση να μη ζημιωθεί εκ της καθυστερήσεως, όχι όμως και εκείνες, στις οποίες εντωμεταξύ έχει επέλθει υποτίμηση, εκείνες δηλαδή στις οποίες το ακίνητο έχει ήδη χάσει από την αξία του.

(β) Από τη σύγκριση αληθούς νοήματος και  λεκτικής διατύπωσης της διάταξης προκύπτει η μεταξύ τους δυσαρμονία, η οποία όμως εμφανίζεται μόνο στις περιπτώσεις δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος, υποτίμησης των ακινήτων, στις οποίες ο δικαιούχος καλείται μετά παρέλευση χρονικού διαστήματος τουλάχιστον ενός έτους, να λάβει λόγω της υποτίμησης αποζημίωση μικρότερη εκείνης, η οποία έχει ήδη προσδιοριστεί. Στην παρούσα περίπτωση  υπάρχει πράγματι δυσαρμονία γράμματος και αληθούς νοήματος και επιχειρείται η μέσω της συσταλτικής ερμηνείας αποκατάσταση της μεταξύ τους ισορροπίας, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της διάταξης. Κρίθηκε επομένως απαραίτητη η πρόταξη θεωρητικών παρατηρήσεων, που αφορούν τις σχέσεις αληθούς νοήματος και λεκτικής διατύπωσης.


ΙΙ. Αληθές νόημα και λεκτική διατύπωση. Η μεταξύ τους αρμονία ως έργο της ερμηνείας.


1. Αληθές νόημα

9.  Ερμηνεία είναι η ανάδειξη του αληθούς νοήματος του κανόνα δικαίου. Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανάδειξη του αληθούς νοήματος της διάταξης και αυτή δεν είναι τουλάχιστον πάντοτε εκείνη, που προκύπτει με την απλή ανάγνωση της[8]. Η ανάδειξη του αληθούς νοήματος της διάταξης αναδεικνύεται  με την εφαρμογή των μεθόδων ερμηνείας και κυρίως με τη χρήση των κανόνων της λογικής (λογική ερμηνεία) μετά την τοποθέτηση της διάταξης στο πλαίσιο του μερικότερου συστήματος   κανόνων δικαίου, στο οποίο εντάσσεται (συστηματική ερμηνεία). Το ερμηνευτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αντίκειται στους κανόνες της λογικής, ούτε να έρχεται σε καταφανή αντίθεση με θεμελιώδεις και βασικούς κανόνες ή με τους κανόνες στο σύστημα των οποίων ανήκει και η ερμηνευόμενη  διάταξη.

2. Αρμονία  αληθούς νοήματος και γράμματος

10. Αληθές νόημα και λεκτικό ένδυμα ή «γράμμα» είναι οι δύο πόλοι μεταξύ των οποίων κινείται η ερμηνεία. Γράμμα και νόημα της συνταγματικής διάταξης πρέπει οπωσδήποτε να συμπίπτουν προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της. Όταν υπάρχει σύμπτωση, ταυτότητα γράμματος και νοήματος δεν εμφανίζονται -εξ αυτού του λόγου- ερμηνευτικά προβλήματα.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται, όσον αφορά το παρόν θέμα, στις περιπτώσεις ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος, περιβάλλοντος ανατίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων, στις οποίες η διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β΄προτ.α΄ εφαρμόζεται χωρίς να δημιουργούνται ερμηνευτικά προβλήματα.  Η ανυπαρξία προβλημάτων οφείλεται ακριβώς στην ταυτότητα  νοήματος και γράμματος, την οποία εξασφαλίζει η ευμενής οικονομική συγκυρία.

 

3. Δυσαρμονία αληθούς νοήματος και γράμματος

α. Η δυσαρμονία


11. Μεγαλύτερη δυσκολία αλλά και ερμηνευτικό ενδιαφέρον εμφανίζουν οι περιπτώσεις δυσαρμονίας (ή και διάστασης) γράμματος και αληθούς νοήματος της διάταξης. Πρόκειται δηλαδή για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες άλλο υπαγορεύει η λεκτική διατύπωση και άλλο το αληθές νόημα της διάταξης.

12. Οι περιπτώσεις αυτές δυσαρμονίας με την ευρύτερη έννοια του όρου διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στις περιπτώσεις απλής δυσαρμονίας και στις περιπτώσεις διάστασης. Επί απλής δυσαρμονίας η λεκτική διατύπωση δεν απαγορεύει, αλλά «ενσωματώνει» το αληθές νόημα, επιτρέπει δηλαδή το υπ΄ αυτού υπαγορευόμενο περιεχόμενο. Η εναρμόνιση αληθούς νοήματος και γράμματος είναι δυνατή με την κατάλληλη ερμηνευτική πχ διασταλτική ή συσταλτική προσαρμογή του γράμματος. Πρόκειται δηλαδή για τις περιπτώσεις, που εξασφαλίζουν πολύ μεγαλύτερη ερμηνευτική ευκολία σε σύγκριση με εκείνες της διάστασης. Στη κατηγορία αυτή ανήκει και η ερευνώμενη  περίπτωση όπως παρακάτω εκτίθεται.  Αντίθετα στις περιπτώσεις διάστασης  η λεκτική διατύπωση απαγορεύει το αληθές νόημα και η μόνη ερμηνευτική διέξοδος είναι η contra constitutionem ερμηνεία, η οποία αποτελεί και το ultimum refugium της ερμηνευτικής επεξεργασίας.

13. Αιτία της δυσαρμονίας είναι η ατέλεια της λεκτικής διατύπωσης. Το «ελάττωμα», το «εμπόδιο», που εμποδίζει τη σύμπτωση βρίσκεται στη λεκτική διατύπωση και όχι στο (αναμφισβήτητο) αληθές νόημα. Προφανή παραδείγματα αυτής της κατηγορίας είναι η περίπτωση λεκτικού λάθους, η ελλιπής  ή άλλως πως ελαττωματική διατύπωση.

Νομικοτεχνικά τέλεια λεκτική διατύπωση είναι εκείνη, η οποία μπορεί να περιλάβει κάθε περίπτωση εντός του αληθούς νοήματος και ταυτόχρονα αποκλείει την ένταξη άλλων περιπτώσεων εκτός αυτού. Αντίθετα ατελής είναι εκείνη, η οποία ρυθμίζει ορισμένες και όχι όλες τις περιπτώσεις, που  εμπίπτουν  στο νοηματικό κύκλο του αληθούς νοήματος ή επιτρέπει την ένταξη και άλλων. Η ατελής διατύπωση καλύπτει μέρος μόνον της επιφάνειας του νοηματικού κύκλου ή τον διευρύνει αδικαιολόγητα, ενώ η τέλεια  καλύπτει το σύνολό του νηματικού κύκλου στο «φυσικό» του μέγεθος.


14. Όταν υπάρχει δυσαρμονία αληθούς νοήματος και λεκτικής διατύπωσης είναι απαραίτητη η άρση της και η αποκατάσταση της μεταξύ τους αρμονίας. Η άρση της δυσαρμονίας γράμματος και νοήματος είναι θεωρητικά δυνατή είτε με την επιλογή της ερμηνευτικής εκδοχής που υπαγορεύει το γράμμα είτε εκείνης που υπαγορεύει το αληθές νόημα. Αν άλλο ορίζει το γράμμα του νόμου και άλλο διακριβώνεται ως αληθές νόημα της διάταξης, τότε ο ερμηνευτής του δικαίου βρίσκεται μπροστά στο «δίλημμα» είτε να εφαρμόσει το γράμμα είτε να ακολουθήσει το αληθές νόημα. Η απάντηση στο ερμηνευτικό αυτό δίλημμα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διάκριση των σχετικών περιπτώσεων σε δύο βασικές κατηγορίες, τις περιπτώσεις αναμφισβήτητου και εκείνες του αμφισβητήσιμου αληθούς νοήματος. Κατά κυριολεξία και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αναμφισβήτητου αληθούς νοήματος – όπως εν προκειμένω - πρόκειται για ερμηνευτικό «ψευδοδίλημμα», καθόσον ο ερμηνευτής οφείλει οπωσδήποτε να προσαρμόσει το γράμμα στο αληθές νόημα της διάταξης και όχι το αντίθετο.

 


15. Από τα παραπάνω έχει ήδη καταστεί σαφές, ότι  στο γενικότερο πλαίσιο της δυσαρμονίας γράμματος και νοήματος διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες  περιπτώσεων με διαφοροποιημένη ένταση ερμηνευτικής δυσχέρειας. Είναι αφενός μεν  οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες το αληθές νόημα της διάταξης είναι αμφισβητήσιμο, διότι λχ διαφορετικά προσδιορίζεται από την ιστορική βούληση του νομοθέτη και διαφορετικά από το αντικειμενικό νόημα του κανόνα δικαίου. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που εμφανίζουν μεγαλύτερη δυσκολία και οι οποίες δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την παρούσα ανάλυση. Αφετέρου οι περιπτώσεις αναμφισβήτητου αληθούς νοήματος, στις οποίες το αληθές νόημα είναι «δεδομένο» πέραν πάσης αμφιβολίας. Οι περιπτώσεις αυτές είναι ελαττωμένου βαθμού ερμηνευτικής  δυσκολίας. Πρόκειται για την κατηγορία,  στην οποία ανήκει η διάταξη  που απασχολεί την παρούσα ανάλυση.

β. Αναμφισβήτητο αληθές νόημα

16. Αναμφισβήτητο είναι το αληθές νόημα της συνταγματικής διάταξης ιδιαίτερα όταν τόσο η ιστορική βούληση του νομοθέτη (υποκειμενική μέθοδος προσδιορισμού) όσο και το αντικειμενικό νόημα της διάταξης (αντικειμενική μέθοδος προσδιορισμού)  υποδεικνύουν το ίδιο αληθές νόημα. Το αληθές νόημα της διάταξης μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβήτητο σε περιπτώσεις σύμπτωσης ιστορικής βούλησης του συντακτικού νομοθέτη και αντικειμενικού νοήματος του κανόνα δικαίου. Η ταυτότητα αυτή παρέχει την πλέον αξιόπιστη πιστοποίηση του αληθούς νοήματος.

17. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το παραπάνω ερμηνευτικό δίλημμα θα προβλημάτιζε περισσότερο, αν επρόκειτο για περίπτωση αμφισβητούμενου αληθούς νοήματος. Όμως η προκειμένη περίπτωση διαθέτει αναμφισβήτητο αληθές νόημα. Έτσι  το εμφανιζόμενο, λόγω της ατελούς λεκτικής διατύπωσης, δίλημμα είναι βασικά φαινομενικό, «ψευδοδίλημμα» καθώς η εφαρμογή της διάταξης σύμφωνα με το αναμφισβήτητο αληθές νόημά της, επιβάλλει τη συσταλτική ερμηνευτική εκδοχή, την εφαρμογή της μόνο επί ανατίμησης. Περίπτωση αναμφισβήτητου αληθούς νοήματος είναι και η παρούσα. Όπως παρακάτω αναλύεται, το αληθές νόημα της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β΄προτ. α΄ Σ, ταυτόσημα προσδιορίζεται, τόσο από την ιστορική βούληση του συντακτικού νομοθέτη, όσο και με το αντικειμενικό νόημα του κανόνα δικαίου.


18. Κατά την αντικειμενική προσέγγιση αληθές νόημα είναι εκείνο που αντικειμενικά  αποκτά ο κανόνας δικαίου εντασσόμενος στην έννομη τάξη. Ο νόμος με την ψήφισή του αντικειμενικοποιείται. Η αντικειμενικοποίση αυτή έχει την έννοια ότι ο νόμος εντάσσεται σε ένα γενικότερο σύστημα δικαίου, μέσα στο οποίο παίρνει συγκεκριμένη θέση, εντασσόμενος ταυτόχρονα και σε ειδικότερο σύστημα δικαιϊκών κανόνων. Έτσι το αληθές νόημα προκύπτει σε συνάρτηση προς το περιεχόμενο των βασικών αρχών της έννομης τάξης και των κανόνων του μερικότερου συστήματος, στο οποίο εντάσσεται ο συγκεκριμένος κανόνας δικαίου[9].


19. Ιστορική θέληση του νομοθέτη και αντικειμενικό νόημα του νόμου νοηματικά δεν ταυτίζονται. Η πρώτη έχει υποκειμενικό η δεύτερη αντικειμενικό χαρακτήρα. Μεταξύ τους υπάρχουν περιπτώσεις ισορροπίας αλλά και σύγκρουσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις άλλο αληθές νόημα προκύπτει από την ιστορική βούληση του νομοθέτη και άλλο από το αντικειμενικό νόημα της διάταξης. Εκείνο πάντως που έχει καθοριστική σημασία για την παρούσα ανάλυση είναι ότι σε περιπτώσεις σύμπτωσης, όταν δηλαδή και η ιστορική βούληση του νομοθέτη και το αντικειμενικό νόημα υποδεικνύουν το ίδιο ως αληθές νόημα της διάταξης, πρόκειται για «πανηγυρική» ανάδειξη του αληθούς νοήματος.

γ. Η άρση της δυσαρμονίας αληθούς νοήματος και γράμματος


20. Στις περιπτώσεις  δυσαρμονίας λεκτικής διατύπωσης και αληθούς νοήματος προτεραιότητα έναντι του γράμματος έχει  το αναμφισβήτητο αληθές νόημα. Όταν δηλαδή γράμμα και νόημα δεν συμπίπτουν, είναι το γράμμα του νόμου εκείνο, που προσαρμόζεται στο  νόημα και όχι το αντίθετο. Το αληθές νόημα είναι ο σταθερός πόλος, η ερμηνευτική «προκρούστεια κλίνη», στην οποία πρέπει να προσαρμοστεί το γράμμα και όχι το αντίθετο, το οποίο άλλωστε οδηγεί σε άτοπα.  Επειδή μεταξύ αληθούς νοήματος και γράμματος πρέπει να υπάρχει αρμονία, ορθή ερμηνευτική οδός είναι η προσαρμογή του γράμματος στο αληθές νόημα της διάταξης. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι η λεκτική διατύπωση πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει την εφαρμογή του αληθούς νοήματος.

21. Εν προκειμένω η αποκατάσταση της αρμονίας γράμματος και νοήματος απαιτεί την – αναφερθείσα ήδη -  διάκριση ανάμεσα στις περιπτώσεις υποτίμησης από εκείνες της ανατίμησης. Απαραίτητη είναι  η ερμηνευτική προσαρμογή, που θα προσδώσει στο γράμμα τις ορθές στενότερες νοηματικές διαστάσεις, που αντιστοιχούν στο αληθές νόημα της διάταξης,  δηλαδή η διαμόρφωση του ρυθμιστικού περιεχομένου της διάταξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις ανατίμησης, όχι όμως και εκείνες της υποτίμησης της αξίας του απαλλοτριουμένου. Τη διαμόρφωση αυτή εξασφαλίζει η συσταλτική ερμηνεία, η οποία προβαίνει στην εφαρμογή της διάταξης μόνον επί ανατίμησης, όχι όμως και επί υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων. Η ερμηνεία αυτή αποκαθιστά την αρμονία γράμματος και νοήματος και εξαφανίζει και τα άλλα ερμηνευτικά ζητήματα.

 


22. Είναι το γράμμα το οποίο ερμηνευόμενο προσαρμόζεται στο αληθές νόημα και όχι ασφαλώς το αντίθετο, καθόσον προφανώς η αντίθετη εκδοχή – η προσαρμογή δηλαδή του αληθούς νοήματος στο γράμμα -  καταλήγει σε άτοπα αποτελέσματα, καταλήγει δηλαδή να εφαρμόζει λύση, η οποία ουδεμία σχέση έχει ούτε με τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη ούτε και με το αντικειμενικό νόημα της συνταγματικής διάταξης. Άλλωστε το ελάττωμα στις περιπτώσεις δυσαρμονίας δεν ευρίσκεται στο αληθές νόημα αλλά στη γραμματολογική διατύπωση, στο γράμμα της διάταξης και επομένως είναι η λεκτική διατύπωση εκείνη, η οποία χρειάζεται ερμηνευτική διόρθωση.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει, όπως παρακάτω αναλύεται και στην υπό έρευνα περίπτωση, η οποία και εξετάζεται υπό το φως των ερμηνευτικών μεθόδων.

 

 

 

 

 

Α΄ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ  ΕΡΜΗΝΕΙΑ


Ι. Η κατά γράμμα «συνολική» ερμηνεία του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β΄ προτ.α΄.


 

23. Η πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση αφορά τη λεκτική διατύπωση της διάταξης. Η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α έχει κατά τη διατύπωσή της ως εξής:

 «Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό».  Οι ρητές προϋποθέσεις της εφαρμογής της διάταξης του άρθου 17 παρ. 2  εδ. β προτ.α΄ Σ είναι οι εξής:

(α) Διεξαγωγή πρώτης συζήτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό (β)Διεξαγωγή δεύτερης συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό

(γ) Χρονική διαφορά μεταξύ των δύο διεξαγωγών τουλάχιστον ενός έτους. Η διάταξη εφαρμόζεται κατά τη λεκτική της διατύπωση, χωρίς ρητή διάκριση επί «υπερήμερων», πέραν του έτους οριστικών προσδιορισμών, όχι επομένως και επί «έγκαιρων», δηλαδή εντός του έτους οριστικών προσδιορισμών. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις «τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό».

24. Η πρώτη ερμηνευτική απόπειρα είναι εκείνη της εφαρμογής της διάταξης «ως έχει», (κατά γράμμα) δηλαδή η πρόσδοση στο ρυθμιστικό της περιεχόμενο τόσης ευρύτητας, όσης προκύπτει από τη λεκτική της διατύπωση. Και επειδή ακριβώς το γράμμα – παραβλέποντας το αληθές νόημα - επιτρέπει την εφαρμογή της διάταξης σε κάθε περίπτωση, την εφαρμόζει τόσο επί ανατίμησης, όσο και επί υποτίμησης. Ενόψει της συγκεκριμένης λεκτικής διατύπωσης διατυπώθηκε η άποψη, ότι το ρυθμιστικό της περιεχόμενο καταλαμβάνει αδιακρίτως κάθε περίπτωση υπερήμερου κατά τα ανωτέρω οριστικού προσδιορισμού. Ως έχει διατυπωμένη η διάταξη παρέχει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση, ότι ο χρόνος της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό λαμβάνεται υπόψη «συνολικά», σε κάθε περίπτωση που έχει παρέλθει έτος από τη συζήτηση του προσωρινού προσδιορισμού. Πράγματι η διάταξη αυτή ως έχει διατυπωμένη και ερμηνευόμενη κατά γράμμα, φαίνεται να κλίνει υπέρ της ευρύτερης αυτής ερμηνευτικής εκδοχής. Η κατά γράμμα ερμηνεία δεν αμφισβητεί αλλά θεωρεί τη λεκτική διατύπωση της διάταξης «πλήρη», χωρίς καμια ατέλεια και για τον λόγο αυτό την ακολουθεί σε όλο το μήκος και πλάτος της λεκτικής της αναδίπλωσης[10].

 

ΙΙ. Κριτική


25. Όμως η γραμματολογική – λεκτική ερμηνευτική προσέγγιση είναι η πλέον απλή και οπωσδήποτε δεν αρκεί μόνη για την ανάδειξη του αληθούς νοήματος της διάταξης. Θα πρέπει επομένως η τελική απάντηση να δοθεί μετά την υποβολή της  στη βάσανο και των άλλων ερμηνευτικών μεθόδων.

Η κατά γράμμα ερμηνευτική εκδοχή αντί να προσαρμόσει το γράμμα στο αληθές νόημα, ακολουθεί την αντίθετη οδό της προσαρμογής του αληθούς νοήματος στο γράμμα της διάταξης. Παραβιάζει έτσι βασικό κανόνα της μεθοδολογικής ερμηνευτικής λογικής, η οποία επιβάλλει την προσαρμογή του γράμματος στο αληθές νόημα και όχι το αντίθετο. Το λογικό αυτό ερμηνευτικό σφάλμα οδηγεί αναγκαία στη δυσαρμονία αληθούς νοήματος και γράμματος και τελικά σε άτοπα αποτελέσματα.  Η κατά γράμμα ερμηνευτική εκδοχή του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β προτ. α Σ, καταλήγει στη διατάραξη της αρμονίας νοήματος και γράμματος για την οποία έγινε ήδη λόγος. Προϋπόθεση όμως της εφαρμογής της συγκεκριμένης και οποιασδήποτε άλλης διάταξης είναι η ταυτότητα νοήματος και γράμματος.

 

1. Η ατελής λεκτική διατύπωση

26. Ενώ κατά την απλή γραμματολογική ερμηνεία η λεκτική διατύπωση της διάταξης είναι πλήρης, κατά τη συσταλτική ερμηνεία η λεκτική διατύπωση της διάταξης πάσχει, καθόσον ο αναθεωρητικός νομοθέτης εκφράστηκε ευρύτερα του δέοντος. Το ελάττωμα της λεκτικής διατύπωσης, βρίσκεται στο ότι ως έχει διευρύνει το ρυθμιστικό περιεχόμενο πέραν των περιπτώσεων ανατίμησης και επιτρέπει την είσοδο στο νοηματικό του κύκλο και των περιπτώσεων υποτίμησης. Η όλη σύγχυση οφείλεται στη λεκτική διατύπωση της διάταξης, καθόσον ο αναθεωρητικός νομοθέτης, προφανώς εκ παραδρομής δεν ορίζει ρητά,  ότι αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης και όχι και υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων.

27. Η λεκτική διατύπωση του άρθρου 17 παρ.2 εδ. β Σ, όπως αποδεικνύεται σήμερα, αποτελεί λεκτικά μη επιμελημένη, εξαιρετικά «γρήγορη» ρύθμιση,  από εκείνες τις οποίες πρέπει πράγματι να αποφεύγει ο συντακτικός νομοθέτης. Διότι όσο και η πρόθεσή του να είναι σαφής και η ρύθμιση δικαιολογημένη, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πολύ περισσότερο από τον κοινό νομοθέτη, θα έπρεπε να ενδύσει λεκτικά τη ρύθμιση με διατύπωση τέτοια, που να αντέχει στο χρόνο, όπως προσιδιάζει στον συνταγματικό κανόνα, να συλλάβει και να καταγράψει όλες τις περιπτώσεις  που θεωρητικά θα μπορούσαν στο μέλλον να εμφανιστούν και όχι να διατυπώσει τη συνταγματική διάταξη, με βάση μόνο τα πραγματικά δεδομένα της εποχής της δημιουργίας της.  Ώφειλε να νομοθετήσει «επί διαρκεία και όχι ένεκα της στιγμής».

 

2. De constituione ferenda

28. De constituione ferenda είναι απαραίτητη η ρητή προσθήκη  αμέσως μετά την α΄ πρόταση της διάταξης, ρητής επεξήγησης κατά την οποία, «η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση ανατίμησης του απαλλοτριουμένου»[11].  Θα μπορούσε ασφαλώς να προσλάβει την αρνητική διατύπωση «η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις υποτίμησης του απαλλοτριουμένου». Η διευκρίνιση θα μπορούσε επίσης να τεθεί και ως  ερμηνευτική δήλωση με ανάλογη διαμόρφωση του κειμένου. Η προσθήκη θα αποκαθιστούσε την αμυντική λειτουργία της και στις περιπτώσεις υποτίμησης. Αλλά σε κάθε περίπτωση και αυτή η κατάργησή της δεν φαίνεται ότι θα ήταν μεγάλη απώλεια, αν η ερμηνεία της δεν σταθεροποιηθεί προς την ορθή κατεύθυνση.

3. Λεκτική προσφορότητα

 29. Πάντως το θετικό στοιχείο που προκύπτει από τη λεκτική διατύπωση είναι, ότι δεν αποκλείει ρητά την ερμηνευτική εκδοχή στην οποία καταλήγει η συσταλτική ερμηνεία. Η διατύπωση της διάταξης έχει την απαιτούμενη «λεκτική προσφορότητα», που επιτρέπει την υποστήριξη και της συσταλτικής ερμηνείας. Κατ΄ευτυχή συγκυρία η λεκτική διατύπωση είναι τέτοια, που επιτρέπει την – κατά συσταλτική ερμηνεία - εφαρμογή της διάταξης σύμφωνα με το αληθές περιεχόμενό της[12].  Είναι δηλαδή δυνατή η συσταλτική ερμηνεία της διάταξης προκειμένου να εναρμονισθεί προς το αληθές νόημα, χωρίς να δημιουργείται ζήτημα λεκτικής ασυμβατότητας, χωρίς δηλαδή να τίθεται ζήτημα ανυπέρβλητου λεκτικού εμποδίου, όπως θα συνέβαινε αν ρητά αναφερόταν το αντίθετο. Στην περίπτωση άλλωστε αυτή θα υπήρχε διάσταση νοήματος και γράμματος, ενώ εν προκειμένω δεδομένης της λεκτικής συμβατότητας υπάρχει απλή δυσαρμονία.

 

 

Β΄ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ


Ι. Ιστορική βούληση του νομοθέτη


30. Σύμφωνα με την υποκειμενική προσέγγιση, η βούληση του νομοθέτη αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται η ανίχνευση του περιεχομένου του νόμου, δηλαδή το αληθές νόημα του νόμου ταυτίζεται με την ιστορική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη. Ο νόμος έχει το περιεχόμενο εκείνο, το οποίο ο συντάκτης του φρόντισε να του προσδώσει. Βούληση του νομοθέτη είναι αυτό που πράγματι ήθελε, που πράγματι επιδίωκε ο συγκεκριμένος νομοθέτης στις δεδομένες ιστορικές συγκυρίες , μέσα στις οποίες παρήχθη ο κανόνας δικαίου, δηλαδή η βούληση των φυσικών προσώπων – φορέων της συντακτικής ή αναθεωρητικής εξουσίας κατά τη θέσπιση του ερμηνευομένου κανόνα δικαίου. Η αναδρομή στα πρακτικά των συζητήσεων έχει καθοριστική σημασία για τη διακρίβωση της θέλησης του συγκεκριμένου νομοθέτη[13].

 

ΙΙ. Η ιστορική βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη της διάταξης  του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β Σ


 

31. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συζητήσεων κατά την αναθεωρητική επεξεργασία της διάταξης η προσδιοριστική του αληθούς περιεχομένου βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη προκύπτει με καθαρότητα και σαφήνεια. Η διάταξη τέθηκε για την προστασία των φορέων του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου σε περιπτώσεις καθυστέρησης πέραν του χρόνου να λαμβάνουν π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ η  αποζημίωση[14]. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο  αναθεωρητικός νομοθέτης θέσπισε τη διάταξη, ώστε να εφαρμοστεί μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης, όχι όμως και στις περιπτώσεις υποτίμησης. Αναμφισβήτητο είναι, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης ουδέποτε είχε υπόψη το ενδεχόμενο των δυσμενών συνθηκών, όταν σχεδίαζε και καθιέρωνε τη συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή αναθεωρητικός νομοθέτης θα ήθελε την εφαρμογή της διάταξης και σε δυσμενείς συνθήκες είναι πράγματι απίθανη και παραπέμπει σε ένα φανταστικό αναθεωρητικό νομοθέτη,  ο οποίος δεν προστατεύει αλλά παγιδεύει τους πολίτες, κάτι που ασφαλώς απορρίπτεται λογικά και από τα πρακτικά της συζήτησης. Σε κάθε πάντως περίπτωση μια τέτοια ιστορική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη  θα ερχόταν σε αντίθεση με βασικές συνταγματικές αρχές και τελικά σε διάσταση με το αντικειμενικό νόημα της συνταγματικής ρύθμισης που εξετάζεται παρακάτω. Ο εκ της βουλήσεως του αναθεωρητικού νομοθέτη  αποκλεισμός της αντίθετης ερμηνευτικής εκδοχής καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι σύμφωνα με το αληθές περιεχόμενο της ρύθμισης, η διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης και όχι και σε περιπτώσεις υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων.

32. Προκύπτει επομένως ο αποκλεισμός της ευρύτερου περιεχομένου  ερμηνευτικής εκδοχής, στην οποία καταλήγει η απλή γραμματολογική ερμηνεία, η οποία οδηγεί πέραν του αναμφισβήτητου αληθούς νοήματος και είναι «επεκτατική», υπό την έννοια, ότι ο ερμηνευτής επεκτείνει το ρυθμιστικό περιεχόμενο της διάταξης  σε περιπτώσεις  στις οποίες το έχει αποκλείσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης. Η κατά γράμμα εφαρμογή είναι αναγκαία «επεκτατική εφαρμογή» σε πεδίο προφανώς μη προβλεπόμενο,  αλλά και απαγορευόμενο από την όλη συνταγματική ρύθμιση, σε πεδίο πέραν αυτού, που θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης. Με την κατά γράμμα ερμηνεία ο εφαρμοστής του δικαίου θα χρησιμοποιήσει εναντίον του πολίτη τη διάταξη, που τέθηκε υπέρ αυτού, προφανώς αντίθετα προς τη θέληση του συντακτικού νομοθέτη και το αντικειμενικό νόημα της διάταξης.

 

 

ΙΙΙ. Συμπέρασμα


33. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι το αληθές νόημα της διάταξης κατά την ιστορική βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη υποδεικνύει την κατά τη συσταλτική ερμηνεία εφαρμογή της, δηλαδή μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης της αξίας του ακινήτου (ακριβότερη τιμή) και όχι και στις περιπτώσεις υποτίμησης.

 

Γ΄ ΤΕΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ


Ι. Η causa της ρύθμισης


 

34. Εύλογα γεννάται το ερώτημα, ποιά είναι η causa της συγκεκριμένης ρύθμισης, γιατί ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 προέβη σε αυτή και σε τι απέβλεπε. Με την πρώτη ανάγνωση η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ. α΄, φαίνεται πράγματι εύλογη και δικαιολογημένη, καθόσον ο   αναθεωρητικός νομοθέτης προστατεύει τον ανυπαίτιο πολίτη, ο οποίος και ζημιώνεται από  την οφειλόμενη στο κράτος καθυστέρηση.

ΙΙ. Επιπρόσθετη προστασία του φορέα του δικαιώματος


35. Η causa της μελετώμενης συνταγματικής ρύθμισης είναι η επιπρόσθετη προστασία του πολίτη[15]. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης ήθελε και θέλει να προστατεύσει – ακόμη περισσότερο – τον πολίτη εκείνο του  οποίου το ακίνητο απέκτησε μεγαλύτερη αξία από τον χρόνο προσωρινού μέχρι τον χρόνο οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης. Ως βέβαιο πρέπει να θεωρήσουμε, ότι πέραν αυτού ουδέν άλλο είχε ή μπορούσε να έχει κατά νου ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 και βεβαίως σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατο και ανεπίτρεπτο να υποτεθεί, ότι γνώριζε την εντός ολίγων ετών επερχόμενη μεγάλη μείωση της αξίας των ακινήτων και ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό, ώστε να απαλλοτριωθούν σε χαμηλές τιμές τα ακίνητα.

36. Το γνώρισμα αυτό του προστατευτικού για τον πολίτη χαρακτήρα της διάταξης,  ενισχύεται άλλωστε από το «πάγιο κλίμα προστασίας» του πολίτη, που κυριαρχεί στις διατάξεις των Συνταγματικών Δικαιωμάτων, στο κεφάλαιο των οποίων βρίσκεται και η διάταξη του άρθρου 17Σ. Πράγματι στο κεφάλαιο αυτό περιέχονται διατάξεις, που κατά παράδοση προστατεύουν τον φορέα του δικαιώματος από το κράτος. Και στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται  για μια συνταγματική διάταξη, που προστατεύει «επιπροσθέτως»,  «ακόμη περισσότερο» τον πολίτη και εισάγει μια ακόμη ευνοϊκή μεταχείριση για αυτόν σε βάρος του Κράτους που τον ζημιώνει με την καθυστέρηση της απαλλοτρίωσης.

37. Η εφαρμογή του άρθρου 17 παρ.2 εδ β΄ προτ.α  μόνο μετά την προβλεπόμενη καθυστέρηση της δεύτερης συζήτησης πέραν του έτους και ως συνέπεια αυτής, του προσδίδει κάποιας μορφής «τιμωρητική» χροιά. Το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα έχει σημασία, καθόσον η «τιμωρητική» λειτουργία του πρέπει ασφαλώς να αποβαίνει εις βάρος εκείνου, που προκαλεί την καθυστέρηση και οπωσδήποτε όχι εις βάρος του αναίτιου, εκείνου που ουδεμία ευθύνη έχει για την καθυστέρηση αυτή.  Η καθυστέρηση οφείλεται στο Κράτος και όχι στον φορέα του δικαιώματος. Εξ αυτού συνάγονται δύο ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. α) Ότι δεν θα πρέπει η εφαρμογή της διάταξης να λειτουργεί εις βάρος του πολίτη. β) ‘Ότι  το Κράτος μπορεί εφόσον έχει συμφέρον και θέλει  να εξασφαλίζει προς όφελός του την εφαρμογή της διάταξης, προκαλώντας καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων.

 

ΙΙΙ. Συμπέρασμα


38. Σκοπός του νομοθέτη είναι η επί ανατίμησης ακόμη μεγαλύτερη προστασία του δικαιούχου, με την καταβολή ποσού επιπλέον της ήδη προσδιορισθείσης πλήρους αποζημίωσης. Σε καμία περίπτωση επομένως  δεν μπορεί η διάταξη να εφαρμοστεί εις βάρος του δικαιούχου, όπως μπορεί να συμβεί με την εφαρμογή της απλής κατά γράμμα ερμηνείας. Η εφαρμογή της τελολογικής μεθόδου καταλήγει στη συσταλτική ερμηνεία.

 

Δ΄ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ


Ι. Το αντικειμενικό νόημα


1. Το αντικειμενικό προστατευτικό νόημα της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α Σ

39. Το αντικειμενικό νόημα αναδεικνύεται μόνο στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας και κατέχει επομένως τη πρώτη θέση στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής. Κατά την αντικειμενική προσέγγιση αληθές νόημα του νόμου δεν είναι αναγκαία εκείνο, που προκύπτει από την ιστορική βούληση του νομοθέτη, αλλά το αντικειμενικό νόημα, δηλαδή εκείνο το οποίο προσλαμβάνει η διάταξη μέσα από τη διαδικασία ένταξής της  γενικότερα στην έννομη τάξη και ειδικότερα στο μερικότερο σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο ως εκ του περιεχομένου της ανήκει. Οποιαδήποτε διάταξη εντασσόμενη στην έννομη τάξη οφείλει να είναι σύμφωνη προς τις βασικές της αρχές. Το νόημά της επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις βασικές δικαιϊκές  ρυθμίσεις και τη ρυθμιστική φυσιογνωμία του μερικότερου συστήματος κανόνων δικαίου στο οποίο ανήκει[16].

40. Εν προκειμένω η αναλυόμενη ρύθμιση  εμπεριέχεται στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β Σ, δηλαδή σε διάταξη ενταγμένη στο προστατευτικό σύστημα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του ισχύοντος Συντάγματος. Εντάσσεται σε κεφάλαιο του Συντάγματος, του οποίου οι διατάξεις έχουν τεθεί για την προστασία του πολίτη, επομένως και το αντικειμενικό νόημα της συγκεκριμένης συνταγματικής ρύθμισης, αναγκαία επηρεάζεται και διαμορφώνεται από την αμυντική υφή, τον προστατευτικό χαρακτήρα του μερικότερου συνόλου των δικαιϊκών κανόνων στο οποίο εντάσσεται. Ως ρύθμιση του ατομικού δικαιώματος  της ιδιοκτησίας, η ειδική ρύθμιση του εδ. β προτ. α  προσλαμβάνει προστατευτικό του δικαιώματος περιεχόμενο και επομένως δεν μπορεί να λειτουργεί εις βάρος του. Διαμορφούμενο κατ αυτόν τον τρόπο το αντικειμενικό νόημα της συγκεκριμένης συνταγματικής ρύθμισης επιβάλλει την εφαρμογή της διάταξης μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης που λειτουργούν υπέρ του δικαιούχου και όχι και σε περιπτώσεις υποτίμησης. Ο προσδιορισμός του αντικειμενικού νοήματος καταλήγει –μεταξύ άλλων- στην εφαρμογή της συσταλτικής  ερμηνείας.

2. Το αναμφισβήτητο αληθές νόημα της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α Σ

 

41. Τη βάση της ερμηνευτικής προσέγγισης αποτελεί  η αποσαφήνιση του αληθούς νοήματος, για την οποία απαραίτητη είναι η έρευνα τόσο της ιστορικής θέλησης του αναθεωρητικού νομοθέτη, όσο και του αντικειμενικού νοήματος της διάταξης. Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, το αληθές νόημα της εν λόγω συνταγματικής ρύθμισης προσδιοριζόμενο κατά συσταλτική ερμηνεία, είναι ότι  η ειδική ρύθμιση του υπερήμερου οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης του απαλλοτριουμένου εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης των ακινήτων όχι όμως και στις περιπτώσεις υποτίμησης. Το ίδιο ερμηνευτικό αποτέλεσμα, η εφαρμογή  δηλαδή  της διάταξης μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης, όχι όμως και σε περιπτώσεις υποτίμησης των ακινήτων, προκύπτει τόσο από την ιστορική βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη, όσο και από το αντικειμενικό νόημα. Το αληθές νόημα της συγκεκριμένης συνταγματικής ρύθμισης είναι επομένως σαφές και αναμφισβήτητο, ακριβώς διότι το περιεχόμενό του προσδιορίζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο από την ιστορική βούληση του νομοθέτη, όσο και από το αντικειμενικό νόημα του νόμου. Η αλήθεια του περιεχομένου της διάταξης επιβεβαιώνεται έτσι σε κάθε περίπτωση. Όπως προλογικά επισημάνθηκε, η προκειμένη  περίπτωση έχει το μεγάλο ερμηνευτικό πλεονέκτημα, ότι το αληθές νόημα της διάταξης είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Η ανάδειξη του αληθούς νοήματος είναι εν προκειμένω  πράγματι «πανηγυρική». Τα ερμηνευτικά συμπεράσματα, που προκύπτουν από τη διαπίστωση της ταύτισης ιστορικής θέλησης και αντικειμενικού νοήματος είναι ιδιαίτερης σημασίας. Το αναμφισβήτητο αληθές νόημα αποτελεί τον σταθερό ερμηνευτικό οδηγό της διάταξης και υποδεικνύει τη χωρίς ερμηνευτικό ενδοιασμό προσαρμογή του γράμματος στο αληθές νόημα υποδεικνύει δηλαδή τη συσταλτική και όχι την κατά γράμμα ερμηνεία.

 

ΙΙ. Η αρχή της μη χειροτέρευσης  (non reformatio in pejus) στο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης


1.      Η εφαρμογή της αρχής στο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

α. Η εφαρμογή της αρχής

42. Στη λογική της ευρύτερης συστηματικής ερμηνείας ανήκει η έρευνα της συμφωνίας συγκεκριμένης διάταξης όχι μόνο με τις διατάξεις του ειδικότερου «νομικού χώρου» στον οποίο βρίσκεται αλλά και με τις γενικότερες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό απαραίτητη είναι η αναφορά σε μία θεμελιώδη αρχή του δικαιϊκού οικοδομήματος, του καθόλου δικονομικού δικαίου, όπως άλλωστε του φορολογικού δικαίου κλπ Πρόκειται για την αρχή non reformatio in peius[17], η οποία «μεσολαβεί» μεταξύ δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου κατά τέτοιο τρόπο ώστε το πρώτο να υπηρετεί το δεύτερο, να μην απομακρύνεται από αυτό και να εξασφαλίζονται τελικά ουσιαστικότερες δικαιϊκές λύσεις. Υπό το φως της γενικότερης αυτής αρχής οφείλει να κινείται η  ερμηνεία των μερικότερων συνταγματικών ρυθμίσεων και οπωσδήποτε των διατάξεων του κοινού δικαίου. Γενικότερα  η αρχή αυτή και σε άλλους κλάδους δικαίου δεν καθιερώνεται με απόλυτη αλλά σε σχετική μόνον μορφή, αυτό όμως δεν μειώνει τη μεγάλη σημασία της. Απαραίτητη είναι πάντοτε η εξειδίκευση της έννοιας της «μη χειροτέρευσης», όχι μόνον  στους καθ έκαστον δικαιϊκούς κλάδους, αλλά και στις διάφορες περιπτώσεις, που εμφανίζονται εντός ενός εκάστου κλάδου στον οποίο εφαρμόζεται.

43. Στο πεδίο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης η επίκληση της αρχής σπανίζει. Η έλλειψη αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ευρύτερης θεωρητικής επεξεργασίας του δικαιϊκού κάδου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ασφαλώς δεν εξαιρείται και δεν υπάρχει άλλωστε κανένας λόγος εξαιρέσεώς του από το πεδίο εφαρμογής της αρχής, αντίθετα υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής της.

   (α) Ως lex generalis η αρχή εφαρμόζεται στη lex specialis δηλαδή στο πεδίο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

(β) Η εφαρμογή της  προκύπτει και από τον έντονο «δικονομικό χαρακτήρα» του δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, το οποίο ως τοιούτο αποτελεί πράγματι προσφορότατο πεδίο εφαρμογής της αρχής. Η αρχή non reformatio in pejus, ως γενικότερη αρχή του δικονομικού κυρίως δικαίου, αναγκαία έχει εφαρμογή και στο πεδίο του δικαίου της δικονομίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. 

   (γ) Η φύση της όλης διαδικασίας της «αναγκαστικής» απαλλοτρίωσης εντείνει την ανάγκη εφαρμογής της αρχής της μη χειροτέρευσης. 

(δ) Η αρχή αυτή άρρηκτα συνδέεται με την ανάγκη και την ουσία της συνταγματικής προστασίας της ιδιοκτησίας επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.

(ε) Η αρχή συνδέεται με την κορυφαία εν προκειμένω έννοια της «πλήρους αποζημίωσης», καθόσον πλήρης είναι η αποζημίωση εφόσον δεν χειροτερεύει η περιουσιακή θέση του θιγόμενου, σε σχέση με αυτήν που προ της απαλλοτιρώσεως[18].

(ε) Η αρχή συνδεόμενη νοηματικά με την – συγγενή προς την έννοια του δικαίου - αρχή της επιείκειας λειτουργεί κυρίως υπέρ του χρήζοντος προστασίας. Όπως πχ στο πλαίσιο του ΚΠΔ λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου, στο πεδίο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λειτουργεί υπέρ του καθ ού η απαλλοτρίωση, προσλαμβάνει δηλαδή εν προκειμένω την ειδικότερη μορφή  της «μη χειροτέρευσης της θέσης του καθού, [δικαιούχου της αποζημίωσης].

(στ) Η αρχή non reformatio in pejus εμπεριέχεται στην αρχή του Κράτους Δικαίου (άρθρ. 25 Σ) και της Δίκαιης Δίκης (άρθρ.20 παρ.1 Σ) αλλ επίσης  συνάγεται και από το πνεύμα, που διέπει το σύνολο των επί μέρους ρυθμίσεων, το σύνολο του συνταγματικού και κοινού δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Πράγματι ο εμπλουτισμός του με την εφαρμογή της αρχής οδηγεί στην ουσιαστική λύση πολλών προβλημάτων. Αποτελεί επομένως η απαγόρευση της χειροτέρευσης (non reformatio in pejus) μια γόνιμη γενική αρχή επί της οποίας βασίζεται το σύνολο του συνταγματικού και κοινού δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης[19].

(ζ) Η εφαρμογή της αρχής non reformatio in pejus στο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιβάλλεται και λόγω της διάκρισης μεταξύ προσωρινού και οριστικού προσδιορισμού και είναι απαραίτητη στις περιπτώσεις του δευτερογενούς οριστικού προσδιορισμού. Πράγματι στις περιπτώσεις αυτές και λόγω της χρονικής μεταξύ τους απόστασης, τίθενται πολλά νομικά και πραγματικά ερωτήματα και ζητήματα προστασίας του καθ ού. Με δεδομένη τη συνταγματική προστασία που παρέχεται με το άρθρ. 17 παρ. 2 εδ. α ήδη από τον προσωρινό προσδιορισμό, είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του καθ ού η αναγκαστική απαλλοτριωση;

β. Στοιχεία αξιολόγησης και ύψος της πλήρους αποζημίωσης

44. Η εφαρμογή της αρχής non reformatio in pejus πρέπει να εξασφαλίζεται ασφαλώς με την μορφή και κατά το μέτρο που εξασφαλίζει την δικαστική ελευθερία κατά την εκτίμηση του δευτερογενούς οριστικού προσδιορισμού. Είναι επομένως απαραίτητη – όπως ήδη σημειώθηκε - η εξειδίκευση της αρχής, κυρίως της έννοιας της «μη χειροτέρευσης»,  αναφορικά προς τον μερικότερο δικαιϊκό κλάδο, στον οποίο επιδιώκεται η εφαρμογή της αλλά και εντός αυτού. Μη χειροτέρευση της θέσης του καθ ού σημαίνει ευρύτερα «μη χειροτέρευση της κατά τον κρίσιμο χρόνο πλήρους αποζημίωσης». Όμως η τελική απάντηση εν προκειμένω προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ (α) των πραγματικών στοιχείων αξιολόγησης, των οικονομικών συνθηκών επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός της πλήρους αποζημίωσης (υπολογιστικά στοιχεία) και (β) του κατ΄εκτίμηση και  εφαρμογή των στοιχείων προσδιορισμού   ύψους της πλήρους αποζημίωσης. Πράγματι στον τελικό προσδιορισμό του ποσού, του ύψους της πλήρους αποζημίωσης συντρέχουν δύο παράγοντες, δηλαδή τα στοιχεία αξιολόγησης, στα οποία βασίζεται ο υπολογισμός της αξίας του απαλλοτριουμένου  και η κατ εφαρμογή των  στοιχείων αυτών δικαστική εκτίμηση. Έτσι και η γενικότερη αρχή της «μη χειροτέρευσης» αναλύεται εν προκειμένω σε δύο μερικότερες αρχές, στην αρχή της μη χειροτέρευσης των στοιχείων αξιολόγησης και στην απαγόρευση μείωσης της πλήρους αποζημίωσης.

45. Η αρχή non reformatio in pejus με την περαιτέρω εξειδίκευσή  σε δύο διαφορετικά χρονικά  σημεία (συντέλεση απαλλοτρίωσης και κρίσιμο χρόνο) προσλαμβάνει σε κάθε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. (α) Η αρχή της μη χειροτέρευσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης εμφανίζεται ως αρχή  της απαγόρευσης της μείωσης της αποζημίωσης και (β) μετά τον κρίσιμο χρόνο ως αρχή της μη χειροτέρευσης των οικονομικών στοιχείων επί των οποίων βασίστηκε ο υπολογισμός της πλήρους αποζημίωσης. Σε καμία περίπτωση η αρχή δεν αναφέρεται σε λάθη ή παραβάσεις.

 

2. Η αρχή της απαγόρευσης μείωσης της αποζημίωσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατά το άρθρ. 20 παρ. 9 του ν. 2882/2001

46. Η αρχή non reformatiο in pejus προσλαμβάνει στο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης την ειδικότερη μορφή της «απαγόρευσης μείωσης της αποζημίωσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης». Με τη μορφή αυτή  εμπεριέχεται στη διάταξη του άρθρ. 20 παρ. 9 του ν. 2882/2001 κατά την οποία: «Αν η απόφαση του εφετείου εκδοθεί μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η τυχόν επιπλέον αποζημίωση καταβάλλεται στο δικαιούχο ή παρακατατίθεται σε προθεσμία έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης[20]. Σε περίπτωση μη κοινοποίησης η προθεσμία είναι ένα έτος από την έκδοση της απόφασης. Τυχόν μεταγενέστερη κατάθεση επιβαρύνεται με τον ισχύοντα εκάστοτε νόμιμο τόκο».  Ο νομοθέτης προβλέπει μόνο τη τυχόν «επιπλέον αποζημίωση» και δεν γίνεται λόγος για … ελάττωση της αποζημίωσης. Κατά τη ρύθμιση του νόμου η συντέλεση της απαλλοτρίωσης εκλαμβάνεται ως χρονική αφετηρία μετά την οποία δεν είναι δυνατή η προς τα κάτω μεταβολή (μείωση) του ύψους της αποζημίωσης, παρά μόνο η ρητά προβλεπόμενη προς τα άνω (αύξηση)  και η επιπλέον αποζημίωση. Εκ της σιγής επομένως του νόμου e(x) silentio συνάγεται, ότι ο νομοθέτης εν προκειμένω – σε συμφωνία με τη συνταγματική ρύθμιση - δεν αναγνωρίζει την επί τα χείρω μεταβολή, η οποία στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να ρυθμίζεται αναλυτικά. Η αρχή της μη χειροτέρευσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης  έχει δύο χαρακτηριστικούς προσδιορισμούς, που προσδιορίζουν την ειδική της φυσιογνωμία, (α) ένα χρονικό (μετά τη συντέλεση) και (β) ένα ουσιαστικό (μη χειροτέρευση της αποζημίωσης) και προσλαμβάνει έτσι τη μορφή της «απαγόρευσης μείωσης της αποζημίωσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης».

α. Μετά τη συντέλεση

47. Η αρχή της μη χειροτέρευσης έχει οπωσδήποτε χρονική φόρτιση. Αναγκαία αναφέρεται σε «συγκεκριμένο χρονικό σημείο» - σε ένα κρίσιμο χρόνο, σύμφωνα με την ορολογία του δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης – μετά το οποίο απαγορεύεται η χειροτέρευση. Και επειδή σε μια ευρύτερη διαδικασία υπάρχουν περισσότερα χρονικά σημεία είναι απαραίτητη η «χρονική εξειδίκευση. Το χρονικό σημείο που ενδιαφέρει στο παρόν είναι το κορυφαίο χρονικό σημείο της όλης διαδικασίας, η συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Η βασική περίπτωση εφαρμογής της αρχής non reformatio in pejus στο δίκαιο της απαλλοτρίωσης αναφέρεται στη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, που πραγματοποιείται με την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης[21]. Η συντέλεση επιφέρει ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης υπό την έννοια ότι η απαλλοτρίωση ως τοιαύτη δεν είναι πλέον εκκρεμής έστω και αν ακόμη υφίσταται, δηλαδή είναι εκκρεμής η σχετική δίκη. Η μεσολάβηση της συντέλεσης αναγκαία διακρίνει την εκκρεμή (προ της συτνέλεσης) απαλλοτρίωση από την εκκρεμή δίκη.

β. Απαγόρευση μείωσης της αποζημίωσης

48. Πέρα από τον χρονικό προσδιορισμό για την εφαρμογή της αρχής είναι απαραίτητος ο ειδικότερος προσδιορισμός της « (μη) χειροτέρευσης». Η (μη)χειροτέρευση έχει περισσότερα πεδία αναφοράς απαραίτητη είναι επομένως η εξειδίκευσή της στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ακριβής καθορισμός του περιεχομένου της,  τι ακριβώς είναι αυτό που απαγορεύεται να χειροτερεύσει. Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης πραγματοποιείται με την καταβολή της αποζημίωσης. Εν προκειμένω το περιεχόμενο της (μη) χειροτέρευσης αναφέρεται στη καταβληθείσα αποζημίωση. Αναφέρεται δηλαδή τόσο στα στοιχεία αξιολόγησης της πλήρους αποζημίωσης όσο στον κατ εκτίμηση των στοιχείων αυτών προσδιορισμό του ύψους της πλήρους αποζημίωσης[22].  Οποιαδήποτε  μείωση της αξίας του ακινήτου επέλθει μετά την καταβολή της προσωρινώς ορισθείσης αποζημίωσης και πριν από τον οριστικό προσδιορισμό δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης. Η αρχή non reformatio in pejus  μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης ισοδυναμεί με απαγόρευση μείωσης της καταβληθείσης πλήρους αποζημίωσης.

49. Άλλωστε οποιαδήποτε μείωση της αποζημίωσης μετά τη συντέλεση αντιμετωπίζει όχι μόνο σοβαρά θεωρητικά εμπόδια (ακριβώς λόγω της προηγούμενης συντέλεσης) αλλά προσκρούει και σε σοβαρούς πρακτικούς λόγους και οδηγεί σε άτοπα και προφανώς άδικα αποτελέσματα. Πρόκειται για απαλλοτριώσεις  στις οποίες οι θιγόμενοι μετά από νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων τους,  εισέπραξαν πλήρη την αποζημίωση  βάσει προσωρινής τιμής και σε πολλές περιπτώσεις την έχουν αναλώσει  προς αντικατάσταση του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού τους  στοιχείου, ως όφειλαν προκειμένου να μη ζημιωθούν τελικά. Ενδεχόμενη απαίτηση επιστροφής μέρους της ήδη καταβληθείσης αποζημίωσης οδηγεί σε καταστροφικά πράγματι αποτελέσματα[23].

γ. Αποζημιωτικό συμπλήρωμα και όχι συνολικός επαναπροσδιορισμός

50. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αρχής και τη ρητή νομοθετική πρόβλεψη, δεν είναι δυνατή η μείωση, είναι όμως δυνατή η αύξηση, η «επιπλέον αποζημίωση».  Η απαγόρευση ελάττωσης της αποζημίωσης μετά την συντέλεση της απαλλοτρίωσης θέτει παραπέρα το ερώτημα της (θεωρητικής αλλά και με πρακτικές συνέπειες) εξήγησης της φύσης της αποζημίωσης επί δευτερογενούς (μετά τη μεσολάβηση του προσωρινού) οριστικού προσδιορισμού. Στις περιπτώσει                                    ς του μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης δευτερογενούς οριστικού προσδιορισμού επανακαθορίζεται η αποζημίωση  εξ υπαρχής ή όχι[24]; Η θεωρητική προσέγγιση του προβλήματος αντιμετωπίζει δύο θεωρητικές εκδοχές.


51. Κατά την πρώτη εκδοχή στις περιπτώσεις του μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης δευτερογενούς οριστικού προσδιορισμού και εφαρμογής της μελετώμενης διάταξης  μεσολαβεί εξ υπαρχής συνολικά νέα, δεύτερη αξιολόγηση, δεύτερος κρίσιμος χρόνος και επομένως νέα, δεύτερη πλήρης αποζημίωση. Αν όμως γίνει δεκτό, ότι πρόκειται για νέο δεύτερο κρίσιμο χρόνο και κατά συνέπεια για συνολικό επαναπροσδιορισμό νέας πλήρους αποζημίωσης, όχι μόνο εμφανίζεται αντίθεση προς την αρχή non reformatio in pejus, αλλά και από πρακτική άποψη, η αποζημίωση επαναπροσδιοριζόμενη εκ του μηδενός – χωρίς δηλαδή προηγούμενη αφετηρία – μπορεί να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη, συμπέρασμα το οποίο αντιβαίνει στην αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του δικαιούχου και στη ρητή διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 εδ. του ν. 2882/2001. Η πρώτη αυτή θεωρητική εκδοχή (για λόγους θεωρητικής  συνέπειας, αλλά και πρακτικών αποτελεσμάτων) δεν φαίνεται ορθή.


52. Κατά τη δεύτερη θεωρητική εκδοχή πρέπει  να γίνει δεκτό, ότι σε κάθε περίπτωση η όλη διαδικασία μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης δεν αρχίζει και πάλι εκ του μηδενός, αλλά συνεχίζεται. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι δεν μπορεί πλέον να ορισθεί νέα αποζημίωση, αλλά μόνο αποζημιωτικό συμπλήρωμα και ο χρόνος υπολογισμού του δεν συνιστά, κατά κυριολεξία, νέο κρίσιμο χρόνο, αλλά χρόνο προσδιορισμού του αποζημιωτικού συμπληρώματος. Την εκδοχή αυτή υιοθετεί ρητά και ο ομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 του ν. 2882/2001 κατά την οποία: «Αν η απόφαση του εφετείου εκδοθεί μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η τυχόν επιπλέον αποζημίωση ….. . Εφόσον επομένως πρόκειται για δευτερογενή οριστικό προσδιορισμό μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, τούτο γίνεται σαφές και από ρητή διάταξη του νόμου, ο οποίος expressis verbis κάνει λόγο για επιπρόσθετη, επιπλέον αποζημίωση.  Όταν δηλαδή μετά από προσωρινό προσδιορισμό επιδιώκεται κατόπιν αιτήσεως οριστικός προσδιορισμός και μεσολαβήσει εντωμεταξύ η συντέλεση της απαλλοτρίωσης δεν είναι πλέον δυνατός ο συνολικός επανακαθορισμός (ο οποίος θεωρητικά – ως συνολικός - θα επέτρεπε και προσδιορισμό αποζημίωσης κάτω της ήδη ορισθείσης πλήρους) αλλά μόνο ο καθορισμός ενδεχόμενης επιπλέον αποζημιωτικής διαφοράς.

53. Υπέρ του «αποζημιωτικού συμπληρώματος» συνηγορεί εκτός από τη διάταξη του νόμου και το γράμμα της συνταγματικής διάταξης, καθόσον ο αναθεωρητικός νομοθέτης στην προστεθείσα διάταξη κάνει λόγο μόνο για «προσδιορισμό της αποζημίωσης», δηλαδή (συμπληρωματικό προσδιορισμό) και δεν αναφέρεται ρητά σε «κρίσιμο χρόνο» ή  «πλήρη αποζημίωση», όπως το πράττει στο εδ. α΄. Στο πλαίσιο της ερμηνευτικής αυτής λογικής καθίσταται σαφές, ότι η ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 2, εδ. β΄προτ. α δεν είναι και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ερχόμενη σε αντίθεση με το εδ. α της ίδιας παραγράφου. Αν λοιπόν το Σύνταγμα καθιερώνει – ως επιβάλλει η λογική  ερμηνεία – την εφαρμογή της αρχής non reformatio in pejus επί συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, πρέπει αναγκαία να γίνει κατά συστηματική ερμηνεία δεκτό, ότι και η αμέσως επόμενη ρύθμιση  του εδ β δεν εισάγει δεύτερο κρίσιμο χρόνο ως χρόνο υπολογισμού της πλήρους αποζημίωσης, αλλά ορίζει ένα δεύτερο χρονικό σημείο προσδιορισμού του αποζημιωτικού συμπληρώματος. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν ανατρέπει, αλλά συμπληρώνει τη βασική ρύθμιση.  Κατά συνέπεια μετά το χρονικό σημείο της καταβολής δεν μπορεί να λάβει χώρα οριστικός υπολογισμός αποζημίωσης κάτω της ήδη ορισθείσης και καταβληθείσης, αλλά μόνον υπολογισμός  ενδεχόμενης επιπλέον αποζημιωτικής διαφοράς. Ο συντακτικός νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β΄προτ. α΄ συνεχίζει τη  διαδικασία,  που έχει ήδη αρχίσει με το εδ. α΄ και προβαίνει σε ειδική  συμπληρωματική επιπρόσθετη ρύθμιση[25].  

54. Στο πλαίσιο αυτό του καθορισμού αποζημιωτικού συμπληρώματος και όχι συνολικής νέας πλήρους αποζημίωσης  έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις του άρθρου 15 του ΚΑΑΑ και ιδίως των παραγράφων 6[26] και 7[27] όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τον ν. 4146/2013 στις περιπτώσεις πάντοτε δευτερογενούς οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης.

55. Από τα παραπάνω, ενόψει της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του καθ ού μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης προκύπτει, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η συσταλτική ερμηνεία, η οποία είναι η μόνη σύμφωνη προς την αρχή αυτή, ενώ αντίθετα η κατά γράμμα ερμηνεία οδηγεί στην ανατροπή της.

 


 

56. Η τοποθέτηση του όλου θέματος στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας οδηγεί πράγματι σε χρήσιμα συμπεράσματα. Αν γίνει δεκτή η κατά γράμμα ερμηνευτική  εκδοχή πρέπει ταυτόχρονα να γίνει δεκτό, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης το 2001  απομακρύνθηκε από τον «χρυσό» δοκιμασμένο παραδοσιακό κανόνα της μιας και μοναδικής συνολικής αξιολόγησης, της μοναδικότητας του κρίσιμου χρόνου και της πλήρους αποζημίωσης. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην όλη διαδικασία εντάσσονται πλέον (όχι μια αλλά) δύο συνολικές αξιολογήσεις. Η πρώτη συνολική αξιολόγηση εγκαταλείπεται και  ως βάση του υπολογισμού της αξίας του ακινήτου λαμβάνεται  πλέον  η δεύτερη. Συνέπεια της συνδρομής των προϋποθέσεων, που ορίζει η διάταξη, κατά τη γραμματολογική αποκλειστικά ερμηνεία, είναι ο καθορισμός νέου κρίσιμου χρόνου, νέας πλήρους αποζημίωσης, δηλαδή η εισαγωγή ρυθμίσεων αντίθετων προς εκείνες που προβλέπει το εδ. α. Εφόσον επομένως επαναπροσδιορίζεται ο κρίσιμος χρόνος επαναξιολογείται το απαλλοτριούμενο και επανακαθορίζεται εξ αρχής και στο σύνολό της η πλήρης αποζημίωση, η οποία μπορεί να είναι ανώτερη, μπορεί όμως να είναι και κατώτερη της ήδη προσδιορισθείσης πλήρους αποζημίωσης. Η ερμηνευτική θέση της γραμματολογικής μεθόδου δημιουργεί θεωρητικά και πρακτικά  προβλήματα και οδηγεί σε σημαντικές μεταβολές – ορθότερα ανατροπές -  των δοκιμασμένων ρυθμίσεων του Συνταγματικού Δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Αποτέλεσμα της εφαρμογής της κατά γράμμα ερμηνείας είναι η δημιουργία πλείστων όσων προβλημάτων, τα οποία άλλωστε ανεφάνησαν αμέσως μόλις άλλαξε το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο βασίστηκε η αμφισβητούμενη ρύθμιση. Συνάγεται κατά συνέπεια ότι πρέπει να γίνει αποδεκτή η συσταλτική ερμηνεία, καθόσον είναι εκείνη που εξασφαλίζει την αρμονία των εδ. α και εδ. β προτ. α άρθρ. 17Σ, διότι επιβάλλεται να γίνει δεκτό, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 δεν ανατρέπει το προηγούμενο δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αλλά με το εδ. β προτ. α άρθρ εισάγει συμπληρωματική ρύθμιση στο εδ. α., προκειμένου να παράσχει πρόσθετη προστασία.

 

 

 

 

3. Η αρχή της μη χειροτέρευσης μετά τον κρίσιμο χρόνο των οικονομικών υπολογιστικών στοιχείων της πλήρους αποζημίωσης

57. Πέρα από την νομοθετικά αναγνωριζόμενη εφαρμογή της αρχής non reformatio in pejus μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, τίθεται εύλογα το ερώτημα της εφαρμογής της μετά  τον κατά το άρθρ. 17 παρ.2 εδ. α΄ «κρίσιμο χρόνο», αν δηλαδή κομβικό  χρονικό σημείο  μετά το οποίο δεν επιτρέπεται η επί τα χείρω μεταβολή της θέσης του καθ΄ού , μπορεί να είναι ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο προσδιορίζεται η «πλήρης αποζημίωση». Παράλληλα, σε περίπτωση θετικής απάντησης, ερωτάται ποία η έννοια μιας τέτοιας εφαρμογής, ποία η ειδικότερη έννοια της «μη χειροτέρευσης»; Η απαγόρευση της χειροτέρευσης του καθ ού μετά τον κρίσιμο χρόνο σημαίνει, όπως στη προηγούμενη περίπτωση  απαγόρευσης μείωσης της κατά τον χρόνο αυτό προσδιοριζόμενης αποζημίωσης ή  προσλαμβάνει εν προκειμένω άλλο περιεχόμενο; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, όπως παρακάτω αναλύεται είναι ότι η αρχή προσλαμβάνει εν προκειμένω τη μορφή της «μη χειροτέρευσης μετά τον κρίσιμο χρόνο των  οικονομικών στοιχείων επί των οποίων βασίστηκε ο υπολογισμός της πλήρους αποζημίωσης.

α. Non reformatio in pejus και μοναδικότητα του κρίσιμου χρόνου

58. Για την εν προκειμένω εφαρμογή της αρχής πρωταρχική θέση έχει η σκέψη, ότι ο πυρήνας της  συνταγματικής προστασίας του άρθρου 17 Σ συνδέεται πολύ στενά με τον αποκλεισμό της δυνατότητας χειροτέρευσης της θέσης του καθού [και πριν τον χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, δηλαδή] μετά τον κρίσιμο χρόνο. Πράγματι, αν είναι δυνατός ο καθορισμός νέου κρίσιμου χρόνου, δηλαδή χρόνου εξ υπαρχής συνολικής αξιολόγησης [και κατά συνέπεια επανακαθορισμού πχ και μείωσης της ήδη ορισθείσης πλήρους αποζημίωσης], τότε η αποτελεσματικότητα της συνταγματικής προστασίας είναι τουλάχιστον αμφίβολη[28]. Η αρχή της μη χειροτέρευσης  ανιχνεύεται επομένως και στις μερικότερες συνταγματικές ρυθμίσεις, που αφορούν τον κρίσιμο χρόνο και εντεύθεν τη πλήρη αποζημίωση.

59. Κρίσιμος χρόνος είναι ο κατά τη συνταγματική επιταγή χρόνος προσδιορισμού της αξίας  του απαλλοτριουμένου, ο χρόνος προσδιορισμού του ύψους της πλήρους αποζημίωσης. Η νομική αξία του κρίσιμου χρόνου έγκειται ακριβώς στο ότι ορίζει το χρονικό σημείο καθορισμού της πλήρους αποζημίωσης.  Το άρθρο 17 παρ.2 εδ.α΄Σ – σύμφωνα με πάγια ρύθμιση – ορίζει κατά γενικό κανόνα ως κρίσιμο χρόνο προσδιορισμού της αξίας του απαλλοτριουμένου - επομένως και της πλήρους αποζημίωσης - τoν χρόνo της συζήτησης στo δικαστήριo για τoν πρoσωρινό πρoσδιoρισμό της απoζημίωσης. Η αποζημίωση για να είναι πλήρης, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, πρέπει να  ανταπoκρίνεται στην αξία, την oπoία είχε τo απαλλoτριoύμενo, κατά το χρόνο της συζήτησης του προσωρινού προσδιορισμού. Κατά το άρθρο 17 παρ.2 εδ. α΄ Σ, αν ζητηθεί απευθείας o oριστικός πρoσδιoρισμός της απoζημίωσης [29], λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριουμένου κατά τo χρόνo της συζήτησης στo δικαστήριo του οριστικού προσδιορισμού[30]. Κατά την κρατούσα νομολογία κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος της πρώτης συζήτησης της αίτησης οριστικού προσδιορισμού[31]. 

60. Από τις παραπάνω ρυθμίσεις προκύπτει, ότι κατά τον  συντακτικό νομοθέτη ο κρίσιμος χρόνος πρέπει να είναι πάντοτε ένας.  Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατά το Σύνταγμα «κρίσιμου χρόνου»  είναι η μοναδικότητα. Ο κρίσιμος χρόνος δεν μπορεί παρά να είναι ένας. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να ορίζονται περισσότεροι κρίσιμοι χρόνοι, καθόσον αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη αποδυνάμωση της συνταγματικής προστασίας και ο συγκεκριμένος χρόνος δεν θα ήταν πλέον κρίσιμος. Ο συγκεκριμένος χρόνος είναι κρίσιμος ακριβώς, διότι είναι μοναδικός και κατ’ αυτόν και μόνον κατ΄αυτόν προσδιορίζεται η αξία του απαλλοτριούμενου και το ύψος της πλήρους αποζημιώσεως Συνδέεται δηλαδή η μοναδικότητα του κρίσιμου χρόνου με αυτή την ίδια την ουσία της συνταγματικής προστασίας. Η μοναδικότητα του κρίσιμου χρόνου ευρίσκει ισχυρό έρεισμα και στη διατύπωση του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α. Ο συντακτικός νομοθέτης εμφαντικά κάνει λόγο στον ενικό για «τον χρόνο  συζήτησης στο δικαστήριο», θεωρώντας αυτονόητη τη μοναδικότητά του. Επομένως για τον κρίσιμο χρόνο ισχύει ο κανόνας: «άπαξ κρίσιμος εσαεί κρίσιμος» και δεν είναι δυνατός ο καθορισμός δεύτερου κλπ κρίσιμου χρόνου. Ο κρίσιμος χρόνος δεν επανακαθορίζεται. Με άλλα λόγια επανακαθοριζόμενος «κρίσιμος» χρόνος δεν  είναι πλέον κρίσιμος και δεν επιτελεί αποτελεσματική προστατευτική λειτουργία. Εν προκειμένω «κρισιμότητα» και «μοναδικότητα» ταυτίζονται.  Η παλαιά παραδοσιακή, δοκιμασμένη συνταγματική ρύθμιση, η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο 17 παρ. 2 εδ. α Σ  έχει ασφαλώς τη δικαιολογητική της βάση. Ο χρόνος αξιολόγησης πρέπει να είναι πάντοτε ένας. Αντίθετα δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχουν περισσότεροι κρίσιμοι χρόνοι συνολικής αξιολόγησης, διότι κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μπορεί να διαφοροποιηθεί η αξία του ακινήτου, οπότε δημιουργούνται προβλήματα,  τα οποία είναι δυνατόν να οδηγήσουν στον αποπροσανατολισμό και τη διακινδύνευση της αμυντικής λειτουργίας της συνταγματικής επιταγής. Ο κανόνας της μοναδικότητας του κρίσιμου χρόνου αξιολόγησης είναι επομένως βασικός, προκύπτει από την ίδια τη λογική και την πρακτική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και ενδεχόμενη απομάκρυνση από αυτόν εγκυμονεί ερμηνευτικές και πρακτικές διακινδυνεύσεις .

61. Ο κρίσιμος χρόνος ως εκ της φύσεως (κρισιμότητας) του περιεχομένου του επιτελεί απαγορευτική λειτουργία, καθόσο «παγώνει» υπέρ του καθ ου τα στοιχεία και τα κριτήρια επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός της πλήρους αποζημίωσης, όπως παρακάτω εκτίθεται. Εφόσον ο κρίσιμος χρόνος είναι ένας και μοναδικός, αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι δεν είναι δυνατή η επί τα χείρω μεταβολή πραγματικών οικονομικών στοιχείων. Έτσι συνδέεται άρρηκτα η – ως εκ της κρισιμότητάς του - μοναδικότητα του κρίσιμου χρόνου με τη αρχή non reformatio in pejus.

 

β. Απαγόρευση χειροτέρευσης των υπολογιστικών στοιχείων της πλήρους αποζημίωσης

62. Γεννάται παραπέρα το ερώτημα του περιεχομένου της «απαγόρευσης της χειροτέρευσης μετά τον κρίσιμο χρόνο». Η αρχή της μη χειροτέρευσης μετά τον κρίσιμο χρόνο αναφέρεται στα υπολογιστικά της (αξίας) πλήρους αποζημίωσης στοιχεία όχι όμως και στην κατά τη δικαστική εκτίμηση εφαρμογή τους, όχι δηλαδή τελικά και στο συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης.

63. Η αρχή της μη χειροτέρευσης απαγορεύει την εις βάρος του καθ ού μεταβολή, (χειροτέρευση) των οικονομικών στοιχείων επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός της πλήρους αποζημίωσης όχι όμως και την ίδια τη πλήρη αποζημίωση. Η αρχή «παγώνει» τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες επί τη βάσει των οποίων πραγματοποιείται ο υπολογισμός, όχι όμως και το προσωρινώς καθορισθέν ύψος της αποζημίωσης, το οποίο ασφαλώς μπορεί να παραλάσσει ως αποτέλεσμα διαφορετικής εκτίμησης κατά τον προσωρινό και τον οριστικό προσδιορισμό[32]. Όμως ο οριστικός προσδιορισμός θα πρέπει να πραγματοποιείται πάντοτε με τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη, που υπήρχαν  κατά τον χρόνο του προσωρινού προσδιορισμού. Αν πχ εντωμεταξύ, δηλαδή μετά τον κρίσιμο χρόνο, επήλθε  υποτίμηση του απαλλοτριουμένου, το Εφετείο θα προβεί στην εκτίμησή του βασιζόμενο στα πραγματικά οικονομικά στοιχεία  κατά τον χρόνο του προσωρινού προσδιορισμού και θα καθορίσει βασιζόμενο στα στοιχεία αυτά το κατά την κρίση του ύψος της οριστικής αποζημίωσης. Αν εντωμεταξύ επήλθε ανατίμηση θα υπολογίσει την κατά τον χρόνο του οριστικού προσδιορισμού επιπλέον αποζημίωση. Η αρχή της μη χειροτέρευσης (Non reformatio in pejus) απαγορεύει να ληφθεί υπόψη η επί τα χείρω μεταβολή των στοιχείων ενώ επιτρέπει να ληφθεί υπόψη η βελτίωση των υπολογιστικών οικονομικών στοιχείων μετά τον κρίσιμο χρόνο.

64. Ανάμεσα στην εφαρμογή της αρχής non reformatio in pejus μετά τη συντέλεση  της απαλλοτρίωσης και μετά τον κρίσιμο χρόνο υπάρχει  διαφοροποίηση της έννοιας της «μη χειροτέρευσης». Η πρώτη αναφέρεται σε αυτό το ίδιο το ποσό της αποζημίωσης (το οποίο έχει ήδη καταβληθεί) ενώ η δεύτερη  στα υπολογιστικά στοιχεία.

 

ΙΙΙ. Η διάταξη  του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α Σ ως διάταξη προστατευτική της ιδιοκτησίας


65. Με τη συστηματική ερμηνεία επιδιώκεται επίσης η ανάδειξη του αληθούς περιεχομένου του κανόνα δικαίου με την ένταξή του στον μερικότερο «νομικό χώρο» στη μερικότερη ομάδα κανόνων δικαίου στην οποία ευρίσκεται. Εν προκειμένω η διάταξη  του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α΄ είναι διάταξη που ανήκει στο «σύστημα προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και πιο συγκεκριμένα του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Οι διατάξεις που υπάρχουν στο κεφάλαιο αυτό, εφόσον δεν εμπεριέχουν οριοθετικές ή περιοριστικές ρυθμίσεις, είναι διατάξεις που λειτουργούν προστατευτικά υπέρ ενός εκάστου συνταγματικού δικαιώματος. Προφανώς η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α΄ Σ δεν είναι διάταξη που εισάγει οποιοδήποτε περιορισμό. Επομένως από τη συστηματική ερμηνεία προκύπτει ότι η λειτουργία της είναι αναγκαία μόνο προστατευτική, η διάταξη λειτουργεί μόνο για τη προστασία της ιδιοκτησίας και όχι εις βάρος της, καθόσο οποιαδήποτε επιβαρυντική λειτουργία οδηγεί στο από λογική άποψη «συνταγματικά παράδοξο» να στρέφεται η συνταγματική προστασία εναντίον εκείνου υπέρ του οποίου θεσπίστηκε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάταξη έχει τεθεί για να εξασφαλιστεί «επιπρόσθετη προστασία» του καθ ού η απαλλοτρίωση σε περιπτώσεις ανατίμησης και δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιείται εις βάρος του[33].

Συμπέρασμα


66. Από τη συνολική εφαρμογή της συστηματικής ερμηνείας, τον καθορισμό του αντικειμενικού νοήματος, την αρχή non reformatio in pejus και τη συστηματική θέση της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α΄ Σ προκύπτει ότι εφαρμόζεται μόνο για να εξασφαλίσει επιπρόσθετη προστασία (επί ανατίμησης) και όχι εις βάρος του καθ ού η απαλλοτρίωση (επί υποτίμησης του απαλλοτριουμένου).

Ε΄ ΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ



Πέρα από τα λογικά επιχειρήματα, που αναπτύχθηκαν κατά τη πορεία της προηγούμενης ανάλυσης, απαραίτητη είναι η ιδιαίτερη αναφορά στα επόμενα ζητήματα.

Ι. Το συνταγματικό παράδοξο της διακύμανσης της αμυντικής λειτουργίας  του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α


 

67. Η κατά τη γραμματολογική ερμηνεία εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 17 παρ.2 εδ. β προτ. α΄ αναδεικνύει ένα πολύ ενδιαφέρον και συνταγματικά προβληματικό «νομικό φαινόμενο», εκείνο της διακύμανσης και τελικά της μεταστροφής της αμυντικής λειτουργίας του συνταγματικού κανόνα, υπό την έννοια, ότι η εφαρμογή του ζημιώνει τον ανυπαίτιο προστατευόμενο και ωφελεί  τον υπαίτιο, καθ ού η συνταγματική ενέργεια, δηλαδή το κράτος. Αναδεικνύονται έτσι τα εξής επί μέρους θέματα,  η διακύμανση της συνταγματικής προστασίας και το ζήτημα της εφαρμογής του δικαιϊκού κανόνα επ ωφελεία του υπαιτίου.

68. Η παρατήρηση της λειτουργίας του του άρθρου 17 παρ.2 εδ. β προτ. α΄ σε διαφορετικά και μάλιστα αντίθετα οικονομικά περιβάλλοντα (ανατίμησης / υποτίμησης) καταλήγει στη διαπίστωση, ότι οδηγεί ανάλογα με τις οικονομικές συγκυρίες σε διαφορετικά αποτελέσματα, σε διακύμανση και μεταστροφή της δικαιϊκής αμυντικής λειτουργίας του. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι εφόσον αλλάξουν οι οικονομικές συνθήκες, αλλάζει και η αμυντική λειτουργία του κανόνα δικαίου. Αν εφαρμόζεται επί ανατίμησης του απαλλοτριουμένου ωφελεί τον δικαιούχο, ενώ αντίθετα επί υποτίμησης τον βλάπτει  και ωφελεί εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αμυντική λειτουργία του δικαιώματος.  Η μεταβολή των οικονομικών συνθηκών προκαλεί μεταβολή, ορθότερα ίσως εκτροπή της «φυσικής» αμυντικής λειτουργίας της διάταξης. Συγκεκριμένα η διάταξη λειτουργεί ευνοϊκά για τον πολίτη, εφόσον εφαρμόζεται σε οικονομικό περιβάλλον ανατίμησης των ακινήτων, ενώ αντίθετα λειτουργεί δυσμενώς, εφόσον εντωμεταξύ τα απαλλοτριούμενα υποτιμηθούν. Άλλοτε δηλαδή λειτουργεί υπέρ του κράτους και άλλοτε υπέρ του φορέα του δικαιώματος. Η ευμενής λειτουργία εξετάζεται στην επόμενη παράγραφο και στη μεθεπόμενη η δυσμενής.

1. Η ευμενής  λειτουργία της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α΄ Σ σε περιβάλλον ανατίμησης της αξίας του απαλλοτριουμένου ακινήτου

α. Ευνοϊκή οικονομική συγκυρία και ανατίμηση

 

 69. Το πράγματι ευνοϊκό περιεχόμενο της διάταξης βασίζεται σε μια  αυτονόητη πραγματική προϋπόθεση, η οποία απετέλεσε και τη βάση του σκεπτικού του αναθεωρητικού νομοθέτη το έτος 2001. Σύμφωνα με αυτή (όπως είναι σύνηθες σε ομαλές - ευνοϊκές οικονομικές περιόδους) οι αξίες των ακινήτων ανέρχονται ή έστω αν μείνουν στάσιμες τουλάχιστον δεν υποχωρούν. Την εποχή ψήφισης της διάταξης ήταν οικονομική περίοδος σταθεράς ανόδου της αξίας των ακίνητων, η οποία χρόνο με τον χρόνο περισσότερο ή λιγότερο πράγματι ανερχόταν. Μέσα σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον – που παλαιότερα αποτελούσε το συνήθως συμβαίνον – οι αξίες των ακινήτων  ανέρχονται και επομένως αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω η αποζημίωση, με αποτέλεσμα να ωφελείται  ο φορέας του δικαιώματος. Κατά την ελληνική μάλιστα οικονομική εμπειρία από την αγορά των ακινήτων και σε παλαιότερες περιόδους οικονομικών δυσχερειών και ευτελισμού του χρήματος, τα ακίνητα ήταν εκείνα τα οποία διατηρούσαν ως επί το πλείστον την αξία τους, αντίθετα προς τις κινητές χρηματικές και χρηματιστηριακές αξίες. Αυτή η βασική προϋπόθεση απετέλεσε τη βάση της συγκεκριμένης συνταγματικής ρύθμισης, απόλυτα δικαιολογημένης κάτω από αυτό το σκεπτικό αυτό.  Μέσα στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον η εξεταζόμενη συνταγματική ρύθμιση έχει συγκεκριμένο κανονιστικό προστατευτικό περιεχόμενο, πλήρως εναρμονισμένο προς το πλαίσιο των Συνταγματικών Δικαιωμάτων και το ευρύτερο συνταγματικό πλαίσιο.

 

β.  Ανυπαρξία πραγματικού ή ερμηνευτικού προβλήματος

 

70. Μέσα σε ένα τέτοιο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον ανατίμησης των ακινήτων, η διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 εδ β΄ ως ακριβώς έχει, με την υπάρχουσα δηλαδή λεκτική διατύπωση, λειτουργεί σύμφωνα με τον συνταγματικό προστατευτικό της προορισμό, καλύπτοντας υπέρ του φορέα του δικαιώματος τη διαφορά της αξίας του ακινήτου, που προκύπτει από την καθυστέρηση του οριστικού προσδιορισμού. Πράγματι. όσον αφορά τις ομαλές ή συνήθεις περιπτώσεις, που εμφανίζονται σε οικονομικές περιόδους ανόδου της τιμής των ακινήτων και με την υπάρχουσα διατύπωση της διάταξης, δεν υπάρχει ουσιαστικό ούτε και ερμηνευτικό πρόβλημα. Αντίθετα  σε δυσμενές περιβάλλον απώλειας της αξίας των ακινήτων, όπως συμβαίνει σήμερα, η υπάρχουσα διατύπωση δημιουργεί ουσιαστικά και ερμηνευτικά προβλήματα, τα οποία εκτίθενται στην επόμενη παράγραφο.

 

 

2.  Η δυσμενής  λειτουργία της διάταξης  του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β σε περιβάλλον υποτίμησης της αξίας των απαλλοτριουμένων ακινήτων

 

71. Οι «δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες», που ενδιαφέρουν την παρούσα μελέτη, είναι οι συνθήκες εκείνες,  στις οποίες οι τιμές των ακινήτων δεν ανεβαίνουν,  ούτε  και παραμένουν σταθερές, αλλά υποχωρούν, με αποτέλεσμα την υποτίμηση των  ακινήτων στο μεταξύ δύο προσδιορισμών διάστημα και την απώλεια σημαντικού μέρους της αξίας τους. Η είσοδος στην εποχή του χρηματοπιστωτισμού και η επέκτασή του στη χρηματιστηριακή αγορά ακινήτων εγκαινίασε διεθνώς μια νέα περίοδο αυξομείωσης της αξίας των ακινήτων με σημαντικές διακυμάνσεις. Η Ελλάδα ζει τα τελευταία χρόνια σε οικονομικό περιβάλλον πρωτοφανούς κρίσης και αβεβαιότητας. Μέσα στο πράγματι πρωτόγνωρο αυτό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, έχει πραγματοποιηθεί μεγάλη υποτίμηση της αξίας των ακινήτων. Τα ακίνητα όχι μόνο δεν ανατιμώνται, όχι μόνον δεν διατηρούν την αξία τους, αλλ’ αντίθετα έχουν ήδη χάσει και εξακολουθούν να χάνουν  μεγάλο μέρος της. Το οικονομικό περιβάλλον ανατίμησης αντικαταστάθηκε από το οικονομικό περιβάλλον υποτίμησης.  Έχει επέλθει  μια πράγματι πρωτοφανής, απρόοπτη μεταβολή συνθηκών, όσον αφορά το πλαίσιο αξιολόγησης των ακινήτων, τα οποία λόγω της πολλαπλής, υπερβολικής φορολόγησης, της ταυτόχρονης μείωσης των εισοδημάτων αλλά και της ανόδου του τιμαρίθμου, έχασαν πολύ μεγάλο μέρος της χρηματικής αξίας που είχαν στο παρελθόν.  Η πραγματικότητα ορισμένες φορές υπερβαίνει τη γραπτή ρύθμιση και άλλοτε επιφυλάσσει ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες – όπως εν προκειμένω – εκπλήξεις.

72. Η μεταβολή των πραγματικών συνθηκών είχε άμεσες επιπτώσεις στην περιοχή της νομικής ρύθμισης και εν προκειμένω του άρθρου 17 παρ. 2  εδ.β προτ. α. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι εξέλιπαν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής της ρύθμισης της διάταξης,  όπως λεκτικά τη σχεδίασε ο θεωρητικός νομοθέτης.  Η μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στέρησε το σύμφωνα με τον λεκτικό της σχεδιασμό πραγματικό έδαφος εφαρμογής της διάταξης. Με άλλα λόγια η μεταβολή των πραγματικών συνθηκών ανέδειξε τη λεκτική της ανεπάρκεια, καθόσον είχε σχεδιασθεί για να αντιμετωπίσει μόνο τις περιπτώσεις ανατίμησης, όχι όμως και τις «νέες» πλέον περιπτώσεις υποτίμησης της αξίας των ακινήτων.

3. Το Συνταγματικό παράδοξο

α. Η κατά γράμμα ερμηνεία και η διακύμανση της  αμυντικής λειτουργίας του συνταγματικού δικαιώματος

 

73. Όπως ήδη έχει επισημανθεί, για να λειτουργήσει η διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 εδ β΄προτ. α΄ υπέρ του πολίτη  προϋποθέτει οικονομικό περιβάλλον ανόδου (ή έστω διατήρησης, προκειμένου να μην υπάρχει ζημία)  της αξίας και κατά συνέπεια της τιμής των ακινήτων και τέθηκε στο Σύνταγμα ακριβώς για να καλύψει αυτή τη διαφορά. Αντίθετα όμως σε περιβάλλον σοβαρής υποτίμησης της αξίας των ακινήτων, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα, η αξία των ακινήτων κατά τον χρόνο του οριστικού προσδιορισμού είναι σαφώς κατώτερη και μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την αξία κατά τον προγενέστερο χρόνο του προσωρινού προσδιορισμού. Έτσι όμως η διάταξη, αν εφαρμοστεί κατά γράμμα, αντί να προστατεύει τον πολίτη  ενεργεί  υπέρ του κράτους και τελικά προς όφελος του υπερ ού η απαλλοτρίωση (ενδεχομένως ιδιώτη) ο οποίος αποκτά το απαλλοτριούμενο σε ακόμη χαμηλότερη τιμή. Η επανάληψη της συνολικής αξιολόγησης οδηγεί σε ακύρωση της αμυντικής λειτουργίας της διάταξης. Με την εφαρμογή της δεν προστατεύεται πλέον ο πολίτης, αλλ΄ωφελείται ο υπερ ού η απαλλοτρίωση. Ενώ η συγκεκριμένη διάταξη έχει θεσπισθεί για να προστατέψει τον πολίτη – φορέα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας,  εντούτοις χρησιμοποιείται εναντίον του επιτρέποντας τον υπολογισμό μικρότερης αποζημίωσης. Με την κατά γράμμα εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 17 παρ. 2 εδ. β΄προτ.α΄ σε ,οικονομική συγκυρία υποτίμησης των ακινήτων, όπως αυτή σήμερα  ο πολίτης δεν προστατεύεται, αντίθετα τιμωρείται και βλάπτεται.  Η κατά γράμμα ερμηνεία σε δυσμενές οικονομικό περιβάλλον οδηγεί σε εκτροπή  της αμυντικής λειτουργίας του, το συνταγματικού κανόνα ο οποίος πλέον – αν εφαρμοστεί κατά τη λεκτική του διατύπωση -αντί να προστατεύσει τον πολίτη και να τιμωρήσει το «ασυνεπές» κράτος, αντίθετα τιμωρεί τον αναίτιο πολίτη και επιβραβεύει το ασυνεπές κράτος και ταυτόχρονα εξασφαλίζει στον υπερ ού η απαλλοτρίωση ακόμη χαμηλότερη τιμή. Στην περίπτωση αυτή ο πολίτης – σύμφωνα με τη γραμματολογική ερμηνεία -  καλείται λόγω της υποτίμησης να λάβει λιγότερη αποζημίωση από εκείνη που του έχει ήδη προσδιοριστεί. Όμως το ερμηνευτικό αυτό αποτέλεσμα αντίκειται στους κανόνες της λογικής ερμηνείας.   

74. Μέσα σε δυσμενείς οικονομικές  συγκυρίες εμφανίζεται, το πράγματι περίεργο νομικό φαινόμενο, το «συνταγματικό παράδοξο» της «διακύμανσης ή και – κατά τις περιστάσεις - ακύρωσης της υπέρ του πολίτη αμυντικής λειτουργίας». Ενώ η διάταξη έχει τεθεί για τη προστασία του πολίτη από το κράτος, τελικά λειτουργεί εις βάρος του. Έτσι όμως η συνταγματική ρύθμιση παρά την αντικειμενικά προσδιοριζόμενη θέληση του συντακτικού νομοθέτη, καθίσταται έρμαιο της οικονομικής πραγματικότητας και αποβάλλει τη σταθερότητα στη λειτουργία της, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των κανόνων δικαίου και κυρίως του συνταγματικού δικαίου. Η «διακύμανση» αυτή της αμυντικής λειτουργίας συνταγματικών δικαιωμάτων δεν είναι συνταγματικά παραδεκτή. Τα συνταγματικά δικαιώματα, όπως και αυτό της ιδιοκτησίας, δεν αναπτύσσουν συνταγματική ενέργεια μόνο κάτω από συγκεκριμένες συγκυρίες,  αλλά πάντοτε. Διάταξη, η οποία τίθεται στο πλαίσιο της κατοχύρωσης των συνταγματικών δικαιωμάτων για την προστασία του πολίτη δεν είναι συνταγματικά ανεκτό να λειτουργεί ανάστροφα και να  χρησιμοποιείται εις βάρος του. Η συνταγματική προστασία του πολίτη δεν μπορεί να χρησιμοποιείται εναντίον του.  Σε αυτό ακριβώς  το «συνταγματικό παράδοξο» καταλήγει η κατά γράμμα εφαρμογή  του άρθρ. 17 παρ. 2 εδ β Σ.  

β. Αναγκαιότητα άρσης του παραδόξου με τη συσταλτική ερμηνεία

 

75. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι απαραίτητος ο αποκλεισμός της κατά γράμμα ερμηνείας, η οποία τελικά  οδηγεί στο συνταγματικό παράδοξο, που  ταράσσει την αρμονία της όλης συνταγματικής ρύθμισης και έρχεται σε αντίθεση με πολλές συνταγματικές αρχές και διατάξεις. Η άρση του συνταγματικού, προστατευτικού και λειτουργικού παραδόξου είναι αναγκαία όχι μόνο στο μέλλον – μετά από αναθεωρητική διορθωτική επέμβαση ή μετά από «διόρθωση» των οικονομικών συνθηκών-  αλλά και στο παρόν -μέχρι την επόμενη συνταγματική  αναθεώρηση και σε δυσμενές οικονομικό περιβάλλον- δηλαδή είναι θέμα, που ανήκει στον ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου, στη δικαστική εξουσία. Η άρση του  λειτουργικού παραδόξου του άρθρου 17 παρ. 2 εδ β Σ  είναι ζήτημα συνταγματικής προστασίας, αρμονίας και δικαιοσύνης και επιτυγχάνεται με την εφαρμογή της συσταλτικής ερμηνείας.

 

 

ΙΙ. Η απαγόρευση καταστρατήγησης του Συντάγματος


 

76. Πέρα όσων ήδη έχουν αναφερθεί, η απλή, κατά γράμμα γραμματολογική ερμηνεία, είναι δυνατόν εν προκειμένω να οδηγεί στη δημιουργία συνθηκών καταστρατήγησης του Συντάγματος. Όπως ήδη έχει επισημανθεί, για την καθυστέρηση της συζήτησης δεν ευθύνεται ο πολίτης, αλλά το κράτος, το οποίο αν και υπεύθυνο τελικά το ίδιο ή ο υπερού ωφελείται από αυτή. Έχει λοιπόν κάθε συμφέρον, αν εφαρμόζεται η κατά γράμμα ερμηνεία να καθυστερεί τη συζήτηση, έτσι ώστε να μειώνεται η αποζημίωση και ουσιαστικά να προκαλεί με τον τρόπο αυτό κ α τ α σ τ ρ α τ ή γ η σ η  της συνταγματικής αρχής της καταβολής πλήρους αποζημίωσης και της ευρύτερης συνταγματικής εγγύησης του άρθου 17 Σ. Πράγματι αν γίνει δεκτή η κατά γράμμα ερμηνεία, το κράτος μπορεί να καθυστερεί ακόμη περισσότερο, όταν  υπάρχει καθοδική πορεία στις τιμές των ακινήτων και να ωφελείται ο υπερού απ΄αυτή την καθυστέρηση.  Επειδή ακριβώς το κράτος μπορεί – αν έχει συμφέρον- να προκαλέσει τη καθυστέρηση της συζήτησης του οριστικού προσδιορισμού είναι εύλογο, ότι μέσω της γραμματικής ερμηνείας αποδυναμώνεται σημαντικά, αν δεν ακυρώνεται  η συνταγματική προστασία.

77. Αντίθετα το ενδεχόμενο καταστρατήγησης του Συντάγματος αποκλείεται με την εφαρμογή της συσταλτικής ερμηνείας. Η αμυντική λειτουργία του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας πλήττεται καίρια σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, στις οποίες μάλιστα ο φορέας του δικαιώματος χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη συνταγματική προστασία. Η ορθή συσταλτική ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης έχει σήμερα μεγάλη  πρακτική σημασία, είναι πράγματι ιδιαίτερα σημαντική και αφορά όλες σχεδόν τις περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

 

III. Αδυναμία διαχείρισης και υποτίμηση του απαλλοτριουμένου


78. Καθ όλο το ενδιαφέρον στο παρόν χρονικό διάστημα από την συντέλεση[34] της απαλλοτρίωσης (αλλά και πολύ νωρίτερα από τον κρίσιμο χρόνο) μέχρι και τον χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης ο καθ ού η απαλλοτρίωση προφανώς δεν είναι σε θέση να προβεί σε ουδεμία διαχειριστική πράξη αναφορικά προς το απαλλοτριούμενο ώστε να προφυλαχθεί από την υποτίμηση και την εντεύθεν μείωση της αξίας του ακινήτου. Λόγω ακριβώς της – ένεκα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης -  αδυναμίας τέλεσης οποιασδήποτε διαχειριστικής πράξης και καθόσον χρόνο διαρκεί αυτή η αδυναμία δεν είναι δυνατόν – κατά παράβαση οποιουδήποτε κανόνα δικαίου και λογικής  - οι συνέπειες της υποτίμησης  να βαρύνουν τον καθ ού η απαλλοτρίωση.

 

IV.  ΕΣΔΑ και άρθρο 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α Σ


79. Η εφαρμογή της διάταξης του  άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α Σ επί υποτίμησης των ακινήτων έρχεται πάντως σε αντίθεση προς τη διάταξη του άρθρ. 1εδ. α του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την περιουσία στην ευρύτερη δυνατή έννοιά της, ορίζοντας ότι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του»[35]. Το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο και η ίδια η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κυρώθηκαν από κοινού αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ/γμα 53/1974 και συνεπώς αποτελούν έκτοτε εσωτερικό δίκαιο ανώτερης τυπικής δύναμης κατά το άρθρ. 28 § 1 του Συντάγματος. Επιβάλλεται επομένως, εφόσον τούτο είναι δυνατόν,  η ερμηνεία του Ελληνικού Συντάγματος κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται αρμονία μεταξύ των ρυθμίσεών του και εκείνων της ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω την αρμονία αυτή εξασφαλίζει η εφαρμογή της διάταξης του  άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ.α Σ  μόνον επί ανατίμησης και όχι και επί υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων.

Συμπέρασμα

 80. Το ευρύτερο προστατευτικό περιεχόμενο της συνταγματικής διάταξης, η αμυντική συνταγματική της ενέργεια δεν μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις οικονομικές συγκυρίες, όπως οι χρηματιστηριακές αξίες στο χρηματιστήριο, αντίθετα πρέπει, σύμφωνα με τον συνταγματικό της χαρακτήρα να παραμένει σταθερή στον χρόνο και τις χρηματιστηριακές μεταβολές. Δεν είναι συνταγματικά δυνατή η ακύρωση της αμυντικής ενέργειας συνταγματικού δικαιώματος και η χρησιμοποίησή της διάταξης όχι υπέρ του καθ΄ ου, αλλά εναντίον του και υπέρ του υπέρ ου η απαλλοτρίωση. Η εφαρμογή της λογικής ερμηνείας σε κάθε περίπτωση  καταλήγει στο συμπέρασμα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β΄ προτ.α΄ Σ μόνον επί ανατίμησης και όχι και επί υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


1. Προβλήματα της  κατά γράμμα  εφαρμογής του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β΄ προτ.α΄


 

81. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω η εφαρμογή των παραδεδεγμένων μεθόδων ερμηνείας δεν συνηγορεί υπέρ της κατά γράμμα εφαρμογής της διάταξης. Η κατά γράμμα ευρεία εφαρμογή  καταλήγει  στο αποτέλεσμα, ότι – εφόσον έχει παρέλθει έτος από τον προσωρινό προσδιορισμό - θα πρέπει χωρίς καμία  διάκριση να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης η αξία κατά τον χρόνο του οριστικού προσδιορισμού. Όμως η βασιζόμενη αποκλειστικά στην κατά γράμμα  ερμηνεία εφαρμογή της διάταξης δεν οδηγεί πάντοτε στο ορθό ερμηνευτικό αποτέλεσμα, καθόσον εξαρτάται από τις οικονομικές συγκυρίες, είναι επομένως ανασφαλής.

   α) Επί ανατίμησης του απαλλοτριουμένου η εφαρμογή της διάταξης, ως ακριβώς έχει λεκτικά, οδηγεί σε ορθά αποτελέσματα και δεν γεννάται οποιοδήποτε πρόβλημα.

β) Όμως επί υποτίμησης  το ερμηνευτικό αποτέλεσμα, στο οποίο καταλήγει η «πιστή» κατά γράμμα εφαρμογή της, δημιουργεί ουσιαστικά και νομικά προβλήματα, έρχεται σε αντίθεση προς βασικές συνταγματικές αρχές αλλά και προς τις αρχές που καθιερώνει το ίδιο το άρθρο 17 του ισχύοντος Συντάγματος. Τα περισσότερα έχουν ήδη αναλυθεί αρκεί στο σημείο αυτό να υπομνησθούν περιληπτικά τα εξής:

         α. Η εφαρμογή της διάταξης κατά γράμμα σε περιπτώσεις υποτίμησης έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή non reformatio in pejus, η οποία απαγορεύει την μείωση της καταβληθείσης αποζημίωσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης  και τη προς το χειρότερο μεταβολή των στοιχείων υπολογισμού της μετά τον κρίσιμο χρόνο.

β. Η κατά γράμμα ερμηνεία αντίκειται στην causa της διάταξης, η οποία είναι η επιπλέον προστασία της ιδιοκτησίας των πολιτών και επεκτείνει την εφαρμογή της σε πεδίο πέραν της βούλησης του αναθεωρητικού νομοθέτη.

γ. Αντίκειται στην αρχή της πλήρους αποζημίωσης. Καταλήγει στο άτοπο, ότι σε περίπτωση υποτίμησης του απαλλοτριουμένου ο καθ ού η απαλλοτρίωση καλείται να αποζημιωθεί με ποσό μικρότερο της «πλήρους αποζημιώσεως». Βούληση όμως και επιταγή του συντακτικού νομοθέτη είναι να αποζημιωθεί ο καθ ού  σε κάθε περίπτωση κατά πλήρη αξία.

δ. Η χρονική καθυστέρηση, που αποτελεί προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης δεν οφείλεται στον πολίτη[36]. Δεν είναι δυνατόν να «τιμωρείται», να βλάπτεται ο φορέας του δικαιώματος  και να ωφελείται ο υπέρ ου ιδιώτης ή  το κράτος στο οποίο κυρίως οφείλεται η καθυστέρηση.

ε. Με τη κατά γράμμα ερμηνεία διευκολύνεται η καταστρατήγηση του Συντάγματος, εφόσον οποιαδήποτε καθυστέρηση οδηγεί σε συνολικό επανακαθορισμό, ο οποίος σε περιπτώσεις υποτίμησης ενεργεί προς όφελος του υπέρ ου και προκαλεί  επιβάρυνση στον δικαιούχο της αποζημίωσης.

στ΄. Επειδή υποτίμηση των ακινήτων  γίνεται κυρίως σε περιόδους δυσπραγίας η κατά γράμμα ερμηνεία προκαλεί μια επί πλέον επιβάρυνση του πολίτη σε καιρούς οικονομικά δύσκολους.

  

Όπως προκύπτει από τα πολυάριθμα νομικά και ουσιαστικά ζητήματα που προκαλεί  η  γραμματολογική ερμηνεία, η εφαρμογή της είναι ιδιαίτερα προβληματική και είναι κατά συνέπεια απαραίτητη η εφαρμογή της συσταλτικής  ερμηνευτικής εκδοχής.

2. Εφαρμογή της συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 17 παρ.2 εδ.β΄ προτ.α΄.


82.Τα πολυάριθμα, δογματικά, ερμηνευτικά και πρακτικά προβλήματα τα οποία γεννά η κατά γράμμα ερμηνεία εξαφανίζονται με την εφαρμογή της συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 17 παρ.2 εδ. β΄ προτ. α΄Σ. Η ορθότητα των αποτελεσμάτων στα οποία καταλήγει η συσταλτική ερμηνεία δεν είναι «συμπτωματική» δεν εξαρτάται από τις οικονομικές συγκυρίες αλλά σταθερή και  ανεξάρτητη από τέτοιου είδους μεταβολές.

α.  Εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ. α΄ μόνο επί ανατίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων

83. Κατά την  ορθή συσταλτική ερμηνευτική επιλογή ο εφαρμοστής του δικαίου θα εφαρμόσει – σύμφωνα με τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη - τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ. α΄, ως έχει, μόνο στις περιπτώσεις ανατίμησης, ανόδου της τιμής των ακινήτων [ενώ αντίθετα δεν θα την εφαρμόσει στις περιπτώσεις υποτίμησης]. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης  δεν  προέβλεψε ρητά τις περιπτώσεις ανατίμησης, αναμφισβήτητα όμως κατά την ρύθμιση είχε υπόψη του μόνο τη «συνήθη περίπτωση» της ανατίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων. Εκφράστηκε δηλαδή ευρύτερα του δέοντος και του ρυθμιστικού του σκοπού είναι κατά συνέπεια απαραίτητος ο κατά συσταλτική ερμηνεία περιορισμός της εφαρμογής της διάταξης στις περιπτώσεις, τις οποίες στόχευε.

β. Επί υποτίμησης επιστροφή στον κανόνα και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 17 παρ.2 εδ. α.

84. Εφόσον σύμφωνα με τα παραπάνω ο κανόνας του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β προτ. α εφαρμόζεται αποκλειστικά  και μόνο επί ανατίμησης προκύπτει, ότι αποκλείεται η εφαρμογή του επί υποτίμησης των ακινήτων. Στις περιπτώσεις υποτίμησης δεν εφαρμόζεται η διάταξη, διότι δεν την είχε υπόψη του ο συντακτικός νομοθέτης και η εφαρμογή της δημιουργεί διάσταση νοήματος και  γράμματος με όλες τις συνέπειες. Γεννάται επομένως το ερώτημα ποία διάταξη θα εφαρμοστεί επί υποτίμησης των ακινήτων,  αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό.  Όταν  δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ α΄,  (είτε λόγω υποτίμησης είτε λόγω εμπρόθεσμης συζήτησης του οριστικού προσδιορισμού)  ο εφαρμοστής του δικαίου σε κάθε περίπτωση επομένως και επί υποτίμησης του απαλλοτριουμένου- θα εφαρμόσει τη «τακτική ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 2, εδ. α τον «τακτικό προσδιορισμό της αξίας του απαλλοτριουμένου». Εφόσον δηλαδή δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση η εφαρμογή επιστρέφει στον κανόνα.  Επομένως ο δικαστής για τις περιπτώσεις υποτίμησης θα εφαρμόσει την διάταξη (την οποία θα εφήρμοζε και επί εμπρόθεσμου οριστικού προσδιορισμού) κατά την οποία :

**2. Kανένας δεν στερείται την ιδιoκτησία τoυ, παρά μόνo για δημόσια ωφέλεια πoυ έχει απoδειχθεί με τoν πρoσήκoντα τρόπo, όταν και όπως o νόμoς oρίζει, και πάντoτε αφoύ πρoηγηθεί πλήρης απoζημίωση, πoυ να ανταπoκρίνεται στην αξία την oπoία είχε τo απαλλoτριoύμενo κατά τo χρόνo της συζήτησης στo δικαστήριo για τoν πρoσωρινό πρoσδιoρισμό της απoζημίωσης. Aν ζητηθεί απευθείας o oριστικός πρoσδιoρισμός της απoζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τo χρόνo της σχετικής συζήτησης στo δικαστήριo. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το 17 παρ. 2 εδ. α σαν να μην υπήρχε γεγραμμένο το εδ β της ίδιας παραγράφου,  εδάφιο που άλλωστε λεκτικά ατελές  προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001. 

3. Τελικό συμπέρασμα


         Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εν προκειμένω ανάλυση των παραδεδεγμένων μεθόδων, ιστορικής, τελολογικής, λογικής, συστηματικής, καταλήγει στη – γραμματολογικά επιτρεπόμενη -συσταλτική  εφαρμογή της διάταξης μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης, όχι όμως και υποτίμησης, σύμφωνα προς το αληθές νόημά της, το οποίο άλλωστε με σαφήνεια προκύπτει και από την αρχή non reformatio in pejus, η οποία απαγορεύει την μείωση μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης της ήδη καταβληθείσης αποζημίωσης και την επί τα χείρω μεταβολή των στοιχείων υπολογισμού της μετά τον κρίσιμο χρόνο. Mετά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β προτ. α, η πρόταση:  «H προηγούμενη διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης του απαλλοτριουμένου» πρέπει να «αναγιγνώσκεται ερμηνευτικά»  σαν να είναι ρητά διατυπωμένη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Άρθρ.17 παρ.1. Σ: H ιδιoκτησία τελεί υπό την πρoστασία τoυ Kράτoυς, τα δικαιώματα όμως πoυ απoρρέoυν από αυτή δεν μπoρoύν να ασκoύνται σε βάρoς τoυ γενικoύ συμφέρoντoς.
 
[2] Άρθρ.17 παρ.2 εδ. α΄ Σ:  **2. Kανένας δεν στερείται την ιδιoκτησία τoυ, παρά μόνo για δημόσια ωφέλεια πoυ έχει απoδειχθεί με τoν πρoσήκoντα τρόπo, όταν και όπως o νόμoς oρίζει, και πάντoτε αφoύ πρoηγηθεί πλήρης απoζημίωση, πoυ να ανταπoκρίνεται στην αξία την oπoία είχε τo απαλλoτριoύμενo κατά τo χρόνo της συζήτησης στo δικαστήριo για τoν πρoσωρινό πρoσδιoρισμό της απoζημίωσης. Aν ζητηθεί απευθείας o oριστικός πρoσδιoρισμός της απoζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τo χρόνo της σχετικής συζήτησης στo δικαστήριo.
 
[3] Άρθρ.17 παρ.2.εδ. β΄ Σ:  Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.
 
[4] Το άρθρ. 20 παρ. 6 ν. 2882/01 ορίζει: «Πάντως η έκδοση της οριστικής απόφασης δεν επιτρέπεται να βραδύνει περισσότερο από ένα έτος από την άσκηση της αίτησης».
[5] Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδ. Αθήνα  2004. Δ. Φιλίππου - Α. Ροϊλός, Το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως-Θεωρία –Νομοθεσία-Νομολογία - Υποδείγματα - Αθήνα- Κομοτηνή 1998. Χ. Πυροβολάκης, Ραδάμανθυς, τευχ. 24ο. . Κ. Χορομίδης   Η αναγκαστική απαλλοτρίωση  Θεσσαλονίκη 2008 . Ο ίδιος Η ΟλΑΠ 14/2011 και ο κρίσιμος χρόνος προσδιορισμού της αποζημίωσης ΝοΒ 2013, σ. 1086 επ.
 
[6] Υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής έχουν ήδη ταχθεί ορισμένες να δικαστικές αποφάσεις όπως πχ η 147/2013 απόφαση του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης
[7] Βλ. Πυροβολάκη, Ραδάμανθυς, τευχ. 24ο. .Χορομίδη, Η ΟλΑΠ 14/2011 και ο κρίσιμος χρόνος προσδιορισμού της αποζημίωσης ΝοΒ 2013, σ. 1086 επ.
 
[8] Βλ. Α. Δ η μ η τ ρ ό π ο υ λ ο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2011, σ. 20 επ.
[9] Βλ. Δημητρόπουλο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου 2011, σ. 22 επ.
[10] ΑΠ 14/2011 άποψη πλειοψηφίας.
[11]  Με τη προτεινόμενη προσθήκη, το προστεθέν με την Αναθεώρηση του 2001 άρθρο 17 παρ.2 εδ. β Σ θα ελάμβανε την εξής μορφή:    Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση ανατίμησης του απαλλοτριουμένου. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.
 
[12] Διαφέρουν οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η λεκτική διατύπωση δεν επιτρέπει την εφαρμογή του αληθούς νοήματος. Η εξεταζόμενη περίπτωση δεν ανήκει σε αυτές, επομένως η παραπέρα αναφορά σε αυτές  εκφεύγει των ορίων της παρούσας ανάλυσης.
[13] Βλ. Δημητρόπουλο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου 2011, σ. 22 επ.
[14] Βλ. Πρακτικά της Ζ΄Αναθεωρητικής Βουλής, Ι Περίοδος Προεδρευομένης Δημκρατίας, Σύνοδος Α΄ , Συνεδρίαση  fZ΄Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2001τις αγορεύσεις, Ε Χαϊτίδη, Κ. Σπηριούνη, Στ. Μάνου, Κ. Μητσοτάκη, Κ. Γείτονα κλπ και Ευ. Βενιζέλου, ο οποίος ρητά αναφέρει: « … και αν περάσει ένα έτος μεταξύ του προσωρινού και του οριστικξού καθορισμού της τιμής μονάδος λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος του οριστικού καθορισμού, άρα ακριβότερη τιμή.». Αυτό σημαίνει εκ των πραγμάτων αυτό που λέμε τώρα.
[15]  Όπως σημειώνει ο Κ. Χ ο ρ ο μ ί δ η ς, ΝοΒ 2013 σ. 1090 ,η εσφαλμένη νομολογία , μετά την ΟλΑΠ 1109/81, ήταν ο δικαιολογητικός λόγος της τροποποίησης της συνταγματικής διάταξης κατά την Ζ΄Αναθεώρηση, με τη διάταξη του άριθρου 17 παρ. 2 εδ. γ΄2001.
[16] Βλ. Δ η μ η τ ρ ό π ο υ λ ο,  Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου σ. 22 επ.
[17] Η αρχή non reformatio in pejus απαντάται σε πολλούς κλάδους του καθόλου δικονομικού δικαίου, όπως στη ποινική δικονομία, αλλά και τη πολιτική δικονομία, το φορολογικό δικονομικό δίκαιο κλπ.  Βλ. Παπαδόπουλο Φ., Η Απαγόρευση της Non Reformatio in Pejus κλπ (διατριβή) Θεσσαλονίκη 1992 σ 3. 
[18] Βλ. και Πυροβολάκη, όπ. παρ.
[19]  Προφανώς η παραπάνω αρχή δεν σημαίνει,  ότι δεν είναι δυνατή η βελτίωση της θέσης του δικαιούχου. Δεν είναι δυνατή η χειροτέρευση,  είναι όμως δυνατή η βελτίωση και αυτό ακριβώς ορίζει ο αναθεωρητικός νομοθέτης στο εδ. β΄ προτ.α΄. Αλλά και η δυνατότητα βελτίωσης  δεν μπορεί να ανατρέπει τους κανόνες του εδ. α΄, μπορεί όμως να τους συμπληρώνει. Η βελτίωση της θέσης του δικαιούχου πρέπει να γίνει κατά τέτοιο τρόπο που να είναι σύμφωνη με τις άλλες ρυθμίσεις
 
[20]  Αξιοσημείωτο είναι ότι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 δεν έχει τροποποιηθεί όπως άλλες διατάξεις του ΚΑΑΑ πχ οι διατάξεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 15 ΚΑΑΑ που τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τον ν. 4146/2013 άρθρ. 76 παρ. 8 και παρ. 9 αντιστοίχως. Άλλωστε η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 ως lex specialis derogat legi generali  και δεν είναι δυνατή η τροποποίησή της με γενική διάταξη παρά μόνο με άλλη ειδική διάταξη καθόσον lex posterior generalis non derogate legi priori speciali  Βλ. Α. Δ η μ η τ ρ ό π ο υ λ ο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου σ. 86. Οι διατάξεις των παρ. 6 και 7 (όπως και όλου) του άρθρου 15 ΚΑΑΑ εφαρμόζονται είτε για τον καθορισμό πλήρους αποζημίωσης (επί προσωρινού ή πρωτογενούς οριστικού προσδιορισμού) είτε  για τον καθορισμό αποζημιωτικού συμπληρώματος μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης επί δευτερογενούς οριστικού προσδιορισμού. Βλ. για το ίδιο θέμα και παρακάτω αναφορικά προς το αποζημιωτικό συμπλήρωμα.
[21] Το κριτήριο της συντελεσμένης απαλλοτρίωσης έχει ήδη αξιοποιηθεί τη νομολογία.  Bλ 11/2011 ΑΠ (Ολομ) NoB 2011 σ. 1567 όπου κατ εφαρμογή της τελολογικής ερμηνείας ο ΚΑΑ δεν εφαρμόζεται σε συντελεσμένες απαλλοτριώσεις μέχρι την έναρξη της ισχύος του ν. 2971/2001 (άρθρ. 33 και 37). Μετ. άλ. στην απόφαση τονίζεται: «Αντίθετα υπερακοντίζει το σκοπό του νόμου η άποψη ότι καταλαμβάνονται από τις διαδικαστικές ρυθμίσεις του άρθρ. 33 του ν. 2971/2001 και οι συντελεσμένες κατά την έναρξη της ισχύος του αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, αφού καταλήγει σε δυσανάλογη επιβάρυνση του δικαιούχου της αποζημίωσης, αξιώνοντας απ` αυτόν, παρόλο που η διαδικασία της
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είχε τότε ουσιαστικά ολοκληρωθεί, να ήταν σε ετοιμότητα προκειμένου έγκαιρα να αντιλαμβανόταν τη σχετική νομοθετική μεταβολή και να ενεργούσε σύμφωνα μ` αυτή για την ανατροπή του νόμιμου σε βάρος του τεκμηρίου ωφέλειας, με στόχο την είσπραξη τελικά πλήρους της αποζημίωσής του.»
 
[22] Αν και προφανές είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι η αρχή δεν «καλύπτει» λάθη ή ενδεχόμενες παραβάσεις.
[23] Βλ. αναλ. Πυροβολάκη όπ. παρ. όπου και παράθεση παραδειγμάτων και σχετικών δικαστικών αποφάσεων.
[24] Το ίδιο ακριβώς ερώτημα θεωρητικά τίθεται και σε περιπτώσεις βελτίωσης της θέσης του δικαιούχου της αποζημίωσης (ανατίμησης) όπως επίσης και σε περιπτώσεις χειροτέρευσης της θέσης του (υποτίμησης) κατ΄ εφαρμογή του 17 παρ. 2 εδ. β προτ. α .  Η απάντηση οφείλει για λόγους θεωρητικής συνέπειας  και πρακτικής ορθότητας να είναι ενιαία για όλες τις περιπτώσεις αυτές.
[25] Πράγματι η μόνη θεωρητικά συνεπής και πρακτικά – προστατευτικά  ασφαλής  εκδοχή – για τις μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης περιπτώσεις -  είναι η της συμπληρωματικής, επιπρόσθετης ειδικής προστασίας κατά την οποία η αποζημίωση δεν εκκινεί εκ του μηδενός, αλλά από τη σταθερή βάση, της ήδη ορισθείσης πλήρους αποζημίωσης και παρέχει στον δικαιούχο «αποζημιωτικό συμπλήρωμα», εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις ανατίμησης των απαλλοτριουμένων.  Επομένως με την εν λόγω διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν ορίζει νέα αφετηρία της όλης αποζημιωτικής διαδικασίας, δεν καταργεί την ήδη ορισθείσα πλήρη αποζημίωση, αλλά τη συμπληρώνει. Δεν ορίζει δηλαδή νέο κρίσιμο χρόνο ή νέα «πλήρη» αποζημίωση. Η πλήρης αποζημίωση μη επιδεχόμενη μείωση μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, παραμένει, όπως έχει ήδη ορισθεί,  αλλ΄ ενδεχομένως – επί ανατιμήσεων - προστίθεται αποζημιωτικό συμπλήρωμα.
[26] «6. Σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος, ο υπέρ ου η  απαλλοτρίωση ή ο υπόχρεος προς αποζημίωση δύνανται να ζητήσει τη σύνταξη έκθεσης εκτίμησης των απαλλοτριούμενων από ανεξάρτητο και πιστοποιημένο Εκτιμητή, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας καθορισμού της αποζημίωσης. Η εν λόγω Εκθεση εκτίμησης, μπορεί να αντικαθιστά την Εκθεση προεκτίμησης της Επιτροπής του παρόντος άρθρου, ή να χρησιμοποιείται παράλληλα   για την απόδειξη της αξίας των απαλλοτριωθέντων. Η έκθεση του ανεξάρτητου Εκτιμητή καλύπτει το σύνολο της αξίας των απαλλοτριούμενων ακινήτων και των επικειμένων τους, την μείωση της αξίας των απομενόντων τμημάτων μετά την απαλλοτρίωση και την ύπαρξη ή μη ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 653/ 1977 (Α` 214).»  «Το δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογεί ειδικά την τυχόν απόκλιση της προσδιοριζόμενης από το ίδιο αξίας του ακινήτου τόσο από την προκύπτουσα κατά το αντικειμενικό σύστημα αξία του όσο και από την προκύπτουσα από την έκθεση της εκτιμητικής επιτροπής της παραγράφου 1 του παρόντος ή του ανεξάρτητου εκτιμητή της παρούσας παραγράφου.»
 
[27] «7.Ειδικά σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων για έργα που συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και άλλα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πέραν της εκτίμησης της Επιτροπής της παραγράφου 1, ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή ο υπόχρεος προς αποζημίωση ζητάει τη σύνταξη έκθεσης εκτίμησης των απαλλοτριούμενων της παραγράφου 6 από ανεξάρτητο και  πιστοποιημένο Εκτιμητή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6.»
[28] Αυτό άλλωστε είναι εμφανές στη μελετώμενη περίπτωση, κατά την οποία, επειδή ακριβώς το κράτος μπορεί – αν έχει συμφέρον- να προκαλέσει την καθυστέρηση της συζήτησης του οριστικού προσδιορισμού, μπορεί κατά συνέπεια, αν είναι δυνατή η μείωση της αποζημίωσης, να αποδυναμώνει σημαντικά  τη συνταγματική προστασία.
[29]  Ο οριστικός προσδιορισμός είναι πρωτογενής όταν δεν προηγείται προσωρινός προσδιορισμός και δευτερογενής στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή προηγείται προσωρινός.
[30] Επίσης κατά τον ν. 2882/2001 άρθρ 13 παρ.1. : Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν. Ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου λαμβάνεται υπόψη και η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου.
 
[31] ΑΠ 14/2011 Μετά παρέλευση έτους από τον προσωρινό προσδιορισμό, ως κρίσιμος χρόνος για τον οριστικό προσδιορισμό λαμβάνεται αυτός της συζήτησης της αίτησης. Χρόνος συζήτησης είναι ο χρόνος εκφώνησης της σχετικής αίτησης, ακόμα και αν κατά την εκφώνηση   δεν εξετάστηκε στην ουσία της, για οποιαδήποτε αιτία, πχ αναβολή της συζήτησης, διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή ένεκα άλλης αιτίας. Εφόσον η αίτηση εκφωνήθηκε πριν την παρέλευση έτους ως κρίσιμος χρόνος λαμβάνεται ο χρόνος προσωρινού προσδιορισμού, ακόμη και αν  η εξέταση της ουσίας της αίτησης πραγματοποιηθεί μετά την παρέλευση έτους από τον προσωρινό προσδιορισμό,. Αντίθετη μειοψηφία και  Κ. Χ ο ρ ο μ ί δ η ς ΝοΒ 2013 (61) σ. 1086 επ.
 
[32] Βλ. προς τη κατεύθυνση αυτή ΣτΕ 1187/2014 Τμ. ΣΤ όπου μετ. άλ. αναφέρεται: Με τη ρύθμιση αυτή της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής του ποσού της εισπραχθείσης αποζημίωσης, λαμβανομένου υπ’ όψη του δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, δηλαδή εγγύς του χρόνου επιστροφής αυτής, ο νομοθέτης τόσο του ΝΔ 797/1971, όσο και του ήδη ισχύοντος Ν 2882/2001 απέβλεψε, και ευλόγως, στη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας μεταξύ του ποσού της αποζημίωσης που είχε εισπραχθεί από τον πρώην ιδιοκτήτη για την απαλλοτρίωση του ακινήτου και του χρηματικού ποσού το οποίο πρέπει αυτός να επιστρέψει στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση για την ανάκληση αυτής. Σκοπός δηλαδή, εύλογος και θεμιτός, των ταυτόσημων, κατά περιεχόμενο, διαδοχικών νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων είναι, προκειμένου να ανακληθεί η απαλλοτρίωση, να επιστραφεί, σε κάθε περίπτωση, χρηματικό ποσό ίσης αγοραστικής δύναμης με την εισπραχθείσα για την απαλλοτρίωση αποζημίωση, μέσω της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της εισπραχθείσης αποζημίωσης, με τη λήψη υπ’ όψη του δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού αυτής».
[33] Βλ για το «συνταγματικό παράδοξο» στην επόμενη παράγραφο με τον τίτλο «Λογική Ερμηνεία».
[34]  Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης  ενεργεί in rem και έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος.
[35] Πρβλ. ΕυρΔΔΑ 72/1995/578/664 και 106/1995/612/700 της 15.11.1996.
[36] Βλ. Πυροβολάκη όπ. παρ., ο οποίος μετ.άλ. παρατηρεί ότι η μακρόχρονη  εκκρεμότητα μπορεί να οφείλεται σε διάφορους νόμιμους λόγους, για τους οποίους οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες δεν έχουν ευθύνη (πχ αδυναμία συζήτησης λόγω μη ολοκλήρωσης διαδικασιών προδικασίας με την σύνταξη των πορισμάτων διαφόρων επιτροπών,  βουλευτικές εκλογές, δημοτικές εκλογές, νόμος για την μεταφορά υποθέσεων από ένα Εφετείο σε άλλο νεοιδρυθέν ( πχ στο Ανατολικό Εφετείο Κρήτης από το Εφετείο Χανίων), αδυναμία τήρησης των ασφυκτικών προθεσμιών που προβλέπονται, λόγω του τεράστιου φόρτου του δικαστικού έργου κλπ).